Η προσπάθεια μεταμόρφωσης σε κεντροαριστερά δεν θα γλιτώσει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη συντριβή

Η προσπάθεια μεταμόρφωσης σε κεντροαριστερά δεν θα γλιτώσει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη συντριβή

Ελάχιστους πείθουν οι συνεχείς μεταμορφώσεις του Πρωθυπουργού και η άκομψη προσπάθεια της κυβέρνησης να δείξει ότι είναι κάτι διαφορετικό απ'' αυτό που πραγματικά είναι, επισημαίνει στο Liberal o Κώστας Λάβδας, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, στο Πάντειο. Χαρακτηρίζει χαμαιλεοντική και με φθαρμένα από το ΠΑΣΟΚ υλικά την επιχειρούμενη μεταμόρφωση της κυβερνώσας παράταξης στη λεγόμενη κεντροαριστερά, και θεωρεί ότι αυτή δεν θα γλιτώσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την εκλογική συντριβή. Αποκαλεί ασκήσεις καιροσκοπισμού την προσπάθεια της κυβέρνησης να μιλήσει τη γλώσσα των επενδύσεων δίχως να σημαίνει ότι το εννοεί, ενώ για την περίφημη συναίνεση, θεωρεί ότι ο κ. Τσίπρας «έχει γι αυτήν μια ευτελή αντίληψη και τη θυμήθηκε αργά». Αποτιμά αρνητικά για τα ελληνικά συμφέροντα το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, μιλά για τις σχέσεις Βερολίνου - Άγκυρας που γίνονται πλέον δυσκολότερες, ενώ εξηγεί γιατί δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς η περίπτωση αντικατάστασης του ΔΝΤ από ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Πώς σχολιάζετε τα συμπτώματα διάλυσης των τελευταίων εβδομάδων, το αλαλούμ και την αποποίηση ευθυνών για το οικολογικό έγκλημα στο Σαρωνικό, τις παλινωδίες στις επενδύσεις; Τι δείχνουν όλα αυτά;

Δείχνουν αφενός την επιδείνωση της κατάστασης μιας ούτως ή άλλως αναποτελεσματικής κρατικής μηχανής, αφετέρου ότι η κυβέρνηση κάνει απεγνωσμένα άκομψες προσπάθειες για να δείξει ότι είναι κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Επιδίδεται δηλαδή σε ασκήσεις καιροσκοπισμού, όπως το να παρουσιάζεται ξαφνικά ότι θέλει ξένες επενδύσεις όταν τα περισσότερα στελέχη της προσπαθούν να διώξουν και αυτές τις ελάχιστες που έχουν γίνει. Ασκήσεις καιροσκοπισμού με προφανή στόχο τη διατήρηση της εξουσίας. Βλέπουμε συνεχείς μεταμορφώσεις του στενού κυβερνητικού πυρήνα, του Πρωθυπουργού και των συνεργατών του, οι οποίες πείθουν πλέον πολύ λίγους, ακριβώς γιατί είναι συνεχείς. Αλλο πράγμα είναι να επιλέξει κανείς μια συνειδητή, ανοιχτή, στρατηγική αλλαγή πορείας και μετά να την εξηγήσει, και άλλο να μεταμορφώνεται συνεχώς, δίχως μάλιστα να το δικαιολογεί υπεύθυνα και αναλυτικά.

Άρα λέτε ότι το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ουσίας και όχι επικοινωνιακό; Το ρωτώ γιατί φαίνεται ότι αναζητούνται και πάλι άνθρωποι από τον "πάγκο" ή "εκ μεταγραφής" για να αλλάξει η εικόνα της...

Είναι θέμα ουσίας, και αυτό στο μέτρο που ο Πρωθυπουργός και οι πέριξ αυτού, δεν είχαν, δεν έχουν, και δεν φαίνεται να μπορούν να έχουν ένα στρατηγικό αλλά και εφαρμόσιμο σχέδιο για το πού θέλουν να πάει η χώρα, εφαρμόσιμο στο πλαίσιο πάντα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής οικογένειας. Σήμερα για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, χρειάζονται δύο-τρία πράγματα, τα οποία είναι σχεδόν αδύνατα με αυτή τη κυβέρνηση, ανεξαρτήτως σύνθεσης. Το πρώτο είναι να ενθαρρυνθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, γεγονός πολύ δύσκολο με αυτή την κυβέρνηση καθώς είναι αναξιόπιστη. Το δεύτερο είναι μια μακροχρόνια προβλεψιμότητα ως προς τους θεσμούς και τους νόμους, ώστε αυτός που θα βάλει κεφάλαια στην Ελλάδα, να γνωρίζει από πριν το περιβάλλον σε βάθος ετών. Ουδείς ποιοτικός επενδυτής δεν θα έρθει για παράδειγμα να επενδύσει σε μια χώρα που αλλάζει κάθε χρόνο το φορολογικό της σύστημα. Το τρίτο, που το χρησιμοποιούμε συχνά ως καραμέλα, αλλά μας διαφεύγει η ουσία του, είναι το τεράστιο έλλειμμα συναίνεσης που υπάρχει στη χώρα, ως προς το ποια Ελλάδα θέλουμε να κτίσουμε. Η έλλειψη αυτή μας χαρακτηρίζει εδώ και 50 χρόνια, βαραίνει κυρίως τις πολιτικές ελίτ, και τεράστια ευθύνη ως προς τα σημερινά αδιέξοδα έχουν όχι μόνον οι κυβερνήσεις αλλά και οι αντιπολιτεύσεις του παρελθόντος.

Βέβαια, η συναίνεση ερμηνεύεται συνήθως κατά το δοκούν. Έχουμε ακούσει τον Πρωθυπουργό να ζητά από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα να "βάλει πλάτες", προκειμένου όμως να επιβραδύνει την ταχύτητα απαξίωσης της κυβέρνησης..

Εντελώς άλλο πράγμα είναι αυτή η ευκαιριακή και εργαλειακή αντίληψη της συναίνεσης, άλλο είναι η ουσιαστική παράδοση συναίνεσης που συναντάμε σε ορισμένα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα σε σχέση για παράδειγμα με την γενική πορεία της Ε.Ε., την εθνική προσαρμογή ή το μείγμα οικονομικής πολιτικής. Αναφέρομαι προφανώς στο δεύτερο, στην ουσιαστική συναίνεση, μέσω της οποίας πάρα πολλές μικρές και μεσαίες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν κατά καιρούς ξεπεράσει τις κρίσεις τους. Τέτοιο είναι το παράδειγμα της Ολλανδίας όταν αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στις δεκαετίες '60 και '70, του Βελγίου, της Σουηδίας, κ.ο.κ. Αλλά και της Πορτογαλίας πιο πρόσφατα στο Νότο. Όσο για τον κ. Τσίπρα, θυμήθηκε αργά τη συναίνεση. Κατ'' εξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ ή και ο Συνασπισμός παλαιότερα, αποτελούσαν κόμματα αντιπολίτευσης που περιφρόνησαν εντελώς τη συναίνεση, έκαναν αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση, και δυναμίτισαν κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης. Υπάρχει μια τεράστια ευθύνη της παλαιάς αντιπολίτευσης. Στις δημοκρατίες καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνά συνέχεια με τα ΜΑΤ, άρα πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο μιας μίνιμουμ συμφωνίας για τις μεταρρυθμίσεις και κυρίως τη στρατηγική εθνικής προσαρμογής σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει.

Ακούμε και διαβάζουμε για τη δήθεν μετατόπιση του Αλέξη Τσίπρα στο "κέντρο". Σας το ρωτώ γιατί έχω στο μυαλό μου το περίφημο άρθρο του "Ήταν ο Ανδρέας ψεύτης;". Ήταν σαν να έλεγε ότι κεντροαριστερά είναι ουσιαστικά ο ίδιος, και άρα καλά θα κάνουν οι ψηφοφόροι της να μην την ψάχνουν αλλού; 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή είναι η στόχευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, να αποτελέσει τη νέα κεντροαριστερά σε αυτό το καινούργιο διπολισμό που αναδύεται με τη κεντροδεξιά απέναντί του. Αντί δηλαδή για μια ουσιαστική συναίνεση σαν αυτή που λέγαμε νωρίτερα, πρόκειται να δούμε μια λανθάνουσα και χαμαιλεοντική συνέχεια του παλιού, μέσω της επιχειρούμενης μεταμόρφωσης της κυβερνώσας παράταξης στη λεγόμενη κεντροαριστερά (ούτως ή άλλως ένα μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται χρόνια τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ). Επιχειρείται δηλαδή την περίοδο αυτή μια στρεβλή αναπλήρωση του ελλείμματος της συναίνεσης, με πρόπλασμα το κορμό του παλιού λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ.

Βλέπουμε σε αυτή τη προσπάθεια να χρησιμοποιούνται πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, από τον Κώστα Λιαλιώτη, έως τον Κουρουμπλή, και τον Σπίρτζη, δηλαδή άνθρωποι που πολέμησαν κάθε εγχείρημα εκσυχρονισμού. Μπορεί αυτό να γεννήσει νέα πολιτικά οράματα; 

Δεν νομίζω ότι η προσπάθεια μεταμόρφωσης σε κεντροαριστερά θα γλιτώσει το ΣΥΡΙΖΑ από την εκλογική συντριβή. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο ότι είναι για το ΣΥΡΙΖΑ μια απολύτως λογική στόχευση στην προσπάθεια να επιβιώσει πολιτικά. Είναι όμως δύσκολο να τελεσφορήσει. Αφενός επειδή οι προσωπικότητες που επιστρατεύονται, όπως υπαινιχθήκατε, είναι φθαρμένες. Αφετέρου γιατί είναι πολύ δύσκολο για τον Έλληνα ψηφοφόρο να πεισθεί ότι πρόσωπα που έχουν ασκήσει άλλες πολιτικές στο παρελθόν, μπορούν τώρα να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ώστε να εφαρμόσουν κάτι νέο και διαφορετικό. Άρα εδώ υπάρχει ένα όριο, και νομίζω ότι θα δούμε μια σταδιακή καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, όποια στρατηγική και να ακολουθήσει. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που θα συμβεί από τη μια ημέρα στην άλλη.

Πιστεύετε παρ' όλα αυτά ότι υπάρχουν κοινά σημεία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ.Τσίπρα με τον Ανδρέα και την εποχή του; 

Νομίζω, αντίθετα, ότι οι διαφορές είναι πολλές. Η περίπτωση Ανδρέα Παπανδρέου, με την πολιτική του οποίου διαφωνώ σχεδόν στα πάντα, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του Αλέξη Τσίπρα. Ο αείμνηστος Παπανδρέου ήταν μια προσωπικότητα διεθνούς εμβέλειας, είχε μια πολύ στέρεη δομή, πολιτική και ακαδημαϊκή, και δεν μπορεί να γίνει εύκολα σύγκριση με τον κ. Τσίπρα. Δεύτερη διαφορά, από τις πολλές, είναι η συγκυρία. Ο Παπανδρέου όταν κατέλαβε την εξουσία είχε να διαχειριστεί τα πρώτα χρόνια εισόδου της Ελλάδας ως πλήρους μέλους στην ΕΟΚ, κάτι που είχε βεβαίως επιτευχθεί χάρη στη στρατηγική του αείμνηστου Καραμανλή, και αυτό του έδωσε μια ευχέρεια κινήσεων, που προφανώς δεν έχει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Άρα λέτε ότι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει ένα νέο σύστημα πελατειακών σχέσεων, είναι εξαρχής καταδικασμένη;

Ακριβώς, και αυτό λόγω της διαφορετικής ευρωπαϊκής αλλά και ελληνικής συγκυρίας. Οφείλω εδώ να πω ότι ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο Παπανδρέου χρησιμοποίησε έναν έκδηλο λαϊκισμό, διόγκωσε το Δημόσιο όπως και το χρέος (μπορούμε να μιλάμε ώρες για τα σφάλματά του ειδικά της περιόδου 1981-1985) εντούτοις διαπραγματεύτηκε συστηματικά, με γνώση και ως ένα βαθμό πετυχημένα με τους Ευρωπαίους τα ολοκληρωμένα μεσογειακά προγράμματα. Αντιθέτως σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μια κυβέρνηση που πρώτα (το 2015) εκτροχίασε εντελώς την πορεία ομαλοποίησης στην οποία βρισκόταν η οικονομία το 2014, και ακόμη και σήμερα ψάχνει να βρει το βηματισμό της. 

Έχετε συμμετάσχει σε διάφορα debate υπό το γενικό τίτλο "ποιά Ελλάδα θέλουμε να κτίσουμε". Πώς βλέπετε αλήθεια την Ελλάδα του μέλλοντος; 

Θεωρώ ότι υπάρχουν πέντε κύρια στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν την Ελλάδα του μέλλοντος, διαφορετικά θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα επιβίωσης ως χώρα. Το πρώτο είναι ότι όταν με το καλό βγούμε από αυτή την μακρόχρονη περίοδο οδυνηρής προσαρμογής που ονομάζουμε «κρίση», θα πρέπει να έχουμε γίνει μια χώρα με θύλακες αριστείας στην έρευνα, την επιστήμη, την υγεία και σε άλλες υπηρεσίες, κάτι σαν μια Φιλανδία του Νότου. Επιμένω ότι μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα θα επιβιώσει με την αριστεία, όχι την μετριότητα. Η χώρα μας θα μπορούσε να αποτελέσει χώρα με θύλακες διεθνούς αριστείας στα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα ερευνητικά κέντρα. Χωρίς διάκριση – όχι απλώς βελτίωση – σε τομείς όπως η ανώτατη παιδεία, η έρευνα και η υγεία, η Ελλάδα θα παραμείνει στην καλύτερη περίπτωση ένας ασθενής κρίκος μιας γενικώς ευημερούσας ΕΕ. Με δεδομένη μάλιστα την αβεβαιότητα στην Τουρκία, η Ελλάδα μπορεί να γίνει βασικός κόμβος αριστείας στην ανώτατη παιδεία, σε ειδικεύσεις στην υγεία, τον πολιτισμό και επιμέρους τομείς υπηρεσιών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το δεύτερο και πιο άμεσο στοιχείο είναι ότι χρειαζόμαστε επειγόντως την ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ, διαφορετικά θα ασχολούμαστε συνεχώς με το εξωτερικό δημόσιο χρέος. Το τρίτο είναι ότι πρέπει να εντείνουμε την προσπάθεια ώστε να φανεί πως η Ελλάδα είναι τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ιδιαίτερα και ενόψει της χειροτέρευσης των σχέσεων με τη Τουρκία και της αυξανόμενης αστάθειας στη Μ.Ανατολή, είναι απαραίτητο να περάσουμε παντού αυτό το μήνυμα. Το επόμενο στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να επιβιώσουμε ως ασφαλής κρατική οντότητα, είναι να γίνει σαφές ότι έχουμε ένα συνεπή, κεντρικό και σφαιρικό ρόλο στο ΝΑΤΟ. Δηλαδή να αξιοποιήσουμε διπλωματικά και πέραν της συνεχούς αναφοράς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα μεγάλα στρατιωτικά και αμυντικά μας έξοδα. Το τελευταίο στοιχείο είναι να ενισχύσουμε τη ρεπουμπλικανική μας παράδοση, που είναι κατά περιόδους ισχυρή ήδη από τον 19ο αιώνα και να πάψουμε να θυμίζουμε απλά μια βαλκανική χώρα με νότες γραφικού λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού. 

Πώς αποτιμάτε το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών; Εχει κάποιο θετικό πρόσημο για την Ελλάδα όσον αφορά την οικονομία ή το μεταναστευτικό ή όχι;

Το βασικό πρόβλημα της Merkel ήταν ότι μετακίνησε το CDU προς στο κέντρο, π.χ. στο μεταναστευτικό αλλά και σε θέματα ασφάλειας. Κάποιοι ψηφοφόροι – λόγω ανασφάλειας, λόγω ζητημάτων ταυτότητας, είναι μεγάλη η συζήτηση – θεώρησαν ότι η μόνη εναλλακτική ήταν ένα κόμμα ακροδεξιού λαϊκισμού, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Υπενθυμίζω ότι η Εναλλακτική ιδρύθηκε το 2013 κυρίως ως κόμμα εναντίον του Ευρώ, απέκτησε δε σταδιακά έναν περισσότερο αντι-μεταναστευτικό και ρατσιστικό χαρακτήρα διαμαρτυρίας. Αλλά είναι ένα σύνθετο και εσωτερικά διαιρεμένο μόρφωμα, δεν πρόκειται αυτή τη στιγμή για «νεο-ναζιστικό» κόμμα όπως κακώς λέγεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει δικαιολογία για εφησυχασμό. Τρία σενάρια υπάρχουν αυτή τη στιγμή: Jamaica (CDU/CSU - FDP - Πράσινοι) ή κυβέρνηση μειοψηφίας (απίθανο) ή νέες εκλογές. Κανένα από αυτά δεν είναι ευνοϊκό για την Ελλάδα. Ως Έλληνες θα μας συνέφερε να συνεργαστεί η Merkel (που είναι νικήτρια παρά τις απώλειες) μετεκλογικά με το SPD, ώστε αφενός να αποφευχθεί εσωτερικά η τριβή μιας νέας συνεννόησης για τα ευρωπαϊκά με άλλες δυνάμεις όπως οι Φιλελεύθεροι (FDP) και αφετέρου να διαμορφωθεί ευκολότερα, προς τα έξω, μια νέα και πιο προωθημένη γαλλο-γερμανική συνεννόηση. Ώστε η νομισματική ένωση να προχωρήσει και στην κατεύθυνση περαιτέρω βημάτων οικονομικής και πολιτικής ένωσης. Τώρα μια κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελεύθερων – Πρασίνων θα μας δυσκολέψει λόγω και της και των προεκλογικών εξαγγελιών των Φιλελεύθερων (FDP). Ειδικότερα αναφορικά με το FDP που εντελώς καιροσκοπικά επανέφερε το Grexit στην προεκλογική συζήτηση, πρέπει να σκεφτούμε και ότι είναι άλλο ζήτημα η προεκλογική περίοδος που τελείωσε και άλλη η ενδεχόμενη στάση των Φιλελεύθερων ως πιθανού εταίρου σε μια μελλοντική κυβέρνηση υπό την καγκελάριο Merkel και με γενική κατεύθυνση την ευρωπαϊκή πορεία απέναντι στον εθνικισμό της ανερχόμενης ακροδεξιάς. Αυτό θα είναι νομίζω κρίσιμο και θα βοηθήσει τους Φιλελεύθερους να αναδιαμορφώσουν τις θέσεις του και για την ευρωζώνη.

Τι επιπτώσεις θα έχει το αποτέλεσμα στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας ; Πιστεύετε ότι η Merkel, προκειμένου να επαναπατρίσει στους κόλπους του CDU το 1 εκατ. χαμένων ψήφων προς το AfD, θα σκληρύνει η στάση της έναντι του Erdogan; Το ρωτώ καθώς μέρος των ψηφοφόρων που αποστασιοποιήθηκαν από τους Χριστιανοδημοκράτες, το έκαναν και λόγω της περισσότερο ανεκτικής πολιτικής της Merkel σε θέματα όπως οι σχέσεις με την Τουρκία.

Εδώ θυμίζω ότι αποτελεί τμήμα της γερμανικής πολιτικής και θεσμικής κουλτούρας η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης να μπορεί να κρατά και μήνες και να αναφέρεται και σε ουσιαστικά ζητήματα πολιτικής κατεύθυνσης και δημόσιων πολιτικών. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να αργήσουμε να μάθουμε ποιοι θα απαρτίζουν τη νέα κυβέρνηση του Βερολίνου πέρα φυσικά από τη Χριστανοδημοκρατία που θα ηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως οι σχέσεις Γερμανίας – Τουρκίας καθίστανται ακόμη δυσκολότερες και περιπλοκότερες. Το SPD ως αξιωματική αντιπολίτευση θα διαδραματίσει τώρα ένα διαφορετικό αλλά σημαντικό και ελπίζω εποικοδομητικό ρόλο σε αυτό όπως και σε άλλα ζητήματα. Είναι άλλο πράγμα να νουθετεί κανείς την Άγκυρα και εντελώς άλλο να περιορίσει τους ορίζοντες της επικοινωνίας μαζί της. Εμάς εξακολουθεί να μας συμφέρει μια Άγκυρα προσδεδεμένη σε έναν ορίζοντα βελτίωσης των σχέσεων της με την ΕΕ.

Τι συνέπεια ως προς την Ελλάδα μια ενδεχόμενη σκλήρυνση της γερμανικής στάσης έναντι του Erdogan;

Αυξάνονται ταυτόχρονα και η πιθανότητα μεγαλύτερης όξυνσης στα ελληνο-τουρκικά αλλά και η σημασία της Ουάσιγκτον ως παράγοντα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Διότι στην παρούσα φάση η ΕΕ παραμένει σχετικά ασθενής στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας. Ευτυχώς οι θέσεις και του αντιπροέδρου Pence και του υπουργού Άμυνας Mattis είναι ξεκάθαρα ΝΑΤΟϊκές και η όποια τάση αποστασιοποίησης και απομονωτισμού του προέδρου Trump ελέγχεται σε ένα βαθμό.

Εκτός από μια πιο ήπια απέναντι στην Ελλάδα πολιτική της νέας γερμανικής κυβέρνησης, η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει σε δύο ακόμη "δώρα" από το εξωτερικό : Σε μια πιο καταδεκτική και πρόθυμη να μας ακούσει Ευρώπη, και σε οριστική αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα και την Ευρώπη με παρότρυνση των ευρωπαίων δανειστών. Είναι ευσεβείς πόθοι αυτοί, βασίζονται σε ρεαλιστικά δεδομένα; 

Έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά θέματα, το ένα αναφέρεται ειδικά στην Ελλάδα, το δεύτερο αφορά γενικά την ευρωζώνη. Εδώ και χρόνια, πολιτικοί και αναλυτές δείχνουν το δρόμο για την αποχώρηση του ΔΝΤ από την ευρωζώνη, άλλωστε αποτελεί σήμερα και ένα από τα σχέδια του Macron. Ανεξαρτήτως λοιπόν του βάρους του ελληνικού προβλήματος, πιστεύω ότι δεν απέχει πολύ η ώρα που θα αποκτήσει η ευρωζώνη αυτή τη δυνατότητα, το ευρωπαϊκό ΔΝΤ στη βάση θεσμών όπως το ESM. Παρότι η νέα σύνθεση της κυβέρνησης στο Βερολίνο μπορεί να το απομακρύνει χρονικά, αυτό παραμένει πιθανό και θα πρόκειται για εξέλιξη πολύ σημαντική για το μέλλον της ευρωζώνης. Που όμως δεν σημαίνει ότι θα είναι κάποιο άμεσο "δώρο" προς την ελληνική κυβέρνηση. Αναφορικά με την Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Προ ημερών ο πρόεδρος του Euroworking Group Thomas Wieser, είπε ίσως με περισσότερη σαφήνεια, αυτό που όλοι ήδη γνωρίζαμε, ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει επί χρόνια σε ένα είδος επιτροπείας μετά το τέλος του μνημονίου. Ίσως μάλιστα να χρειαστούν και νέα μέτρα το 2019 και το 2020, ανάλογα φυσικά με την πορεία του προϋπολογισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό που μας είπε ο Wieser είναι ότι αφενός η βιωσιμότητα του χρέους θα αποφασιστεί μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή μετά το καλοκαίρι του 2018, αφετέρου μας προϊδέασε για την επιτήρηση που θα έχουμε από εκεί και πέρα. Άλλωστε το επιβεβαίωσε σήμερα και ο Dijsselbloem ότι θα συνεχιστεί η εποπτεία και μετά την έξοδο από το μνημόνιο.

Πιστεύετε ότι έχει έστω και μικρή δυνατότητα η Ελλάδα να επηρεάσει αυτές τις εξελίξεις στο πλαίσιο της συζήτησης για το αύριο της ευρωζώνης; 

Δυστυχώς όχι, γιατί η θέση της χώρας είναι ασθενής. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυρίαρχη ιδέα της ευρωζώνης είναι ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υφίσταται μια πολύ αυστηρή εποπτεία μέχρι την αποπληρωμή του 75% του χρέους της. Και όπως είπε και ο Wieser, αυτός ο βαθμός εποπτείας, θα είναι πιο έντονος τα πρώτα χρόνια σε σύγκριση για παράδειγμα με την Ιρλανδία. Στα παραπάνω προσθέστε και το γεγονός ότι έχουμε μπροστά μας ένα αγώνα αποπληρωμής του χρέους, καθώς οι μεγάλες υποχρεώσεις ξεκινούν στην ουσία να τρέχουν από το 2022 και μετά. Δεν μπορούμε επομένως να μιλάμε με βεβαιότητα για το ελληνικό μέλλον, παρ' ότι σίγουρα η ωρίμανση της συζήτησης για την ευρωζώνη και την ανάπτυξη των θεσμών της, μας δίνει κάποια αισιοδοξία. Την οποία χρειαζόμαστε ως Ελλάδα αλλά και ως Ευρώπη.

Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.