Δεν είναι η τελευταία ευκαιρία τα 72 δισ.

Στην πολιτική υπάρχουν κάποια κλισέ που επαναλαμβάνονται διαρκώς. Ξέρουμε ήδη ότι όταν γίνουν οι επόμενες εκλογές, κάποια παράταξη (ίσως και παραπάνω) θα ισχυριστεί ότι αυτές οι εκλογές είναι οι σημαντικότερες μιας αυθαίρετα ορισμένης περιόδου (της μεταπολίτευσης, της δεκαετίας, του αιώνα - κανείς δεν ξέρει). Επίσης, ξέρουμε ότι οι υπέρμαχοι των μεταρρυθμίσεων, σε κάθε κρίση θα πουν ότι είναι η τελευταία ευκαιρία της χώρας μας να μεταρρυθμιστεί. 

Δεν είναι έτσι όμως. Τα κράτη, τα έθνη, οι κοινωνίες ζουν σε ένα διαφορετικού τύπου ημερολόγιο όπου τα χρόνια μοιάζουν με ώρες, οι δεκαετίες με μέρες και οι αιώνες με μήνες. Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος ανάμεσά μας που να έζησε την Επανάσταση του 21 όπως και δεν ζει κανείς που να θυμάται τα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα. Όμως, αν ανατρέξει κανείς σε εφημερίδες, ποιήματα, τραγούδια εκείνων των εποχών, θα αναγνωρίσει τμήματα της χώρας στην οποία ζει σήμερα. Η κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των κρατών είναι διαδικασία που κρατά πολύ, it’s a long game που λένε και οι Αμερικάνοι. 

Αυτό όμως δεν αλλάζει το ρόλο που παίζουν οι μεταρρυθμίσεις. Η ανθρώπινη ιστορία είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των ανθρώπινων επιλογών. Δεν είναι αναπόφευκτη και δεν είναι μοιραία. Στην παρούσα χρονική στιγμή, η χώρα μας βρίσκεται ενώπιον μίας πολλά υποσχόμενης συγκυρίας. Έχει μία μεταρρυθμιστική κυβέρνηση, αξιόλογους οικονομολόγους στη διάθεσή της, και 72 δις με τα οποία μπορεί να επισπεύσει την αναπτυξιακή της προοπτική. Αυτή η συγκυρία οφείλεται στην πανδημία κατά το ένα τρίτο της. Τα υπόλοιπα είναι αποτελέσματα επιλογών, είτε του εκλογικού σώματος, είτε των μελών της Νέας Δημοκρατίας που ανέδειξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην προεδρία του κόμματός τους, είτε της πάγιας εμμονής της ελληνικής οικογένειας προς την παιδεία των παιδιών της. 

Αυτή η εν δυνάμει θετική συγκυρία δεν ήταν αναμενόμενη. Τη δεκαετία του 80 για παράδειγμα, όταν ο αναπτυγμένος κόσμος απελευθέρωνε τις αγορές και έθεσε τις βάσεις για μία άνευ προηγουμένου περίοδο ευημερίας, στη χώρα μας κάναμε στροφή προς τον σοσιαλισμό και τον κρατισμό. Κανείς δεν ξέρει που θα μπορούσαμε να είμαστε σήμερα αν αντί για τον Ανδρέα Παπανδρέου είχαμε μία ελληνίδα Θάτσερ ή έναν Ρίγκαν. Αυτό που ξέρουμε όμως σίγουρα είναι ότι τη δεκαετία εκείνη αλλάξαμε παραγωγικό μοντέλο, στραφήκαμε στην κατανάλωση και τη δημοσιοϋπαλληλία εγκαταλείποντας άλλες, παραγωγικότερες ασχολίες.

Σήμερα όμως έχουμε λόγους για να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον. Στην ηγεσία της κυβέρνησης βρίσκεται ένας εκ πεποιθήσεως μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός, στο τιμόνι της διαχείρισης των 72 δις βρίσκεται ένας γνήσιος φιλελεύθερος πολιτικός, ο Θόδωρος Σκυλακάκης, με υψηλές γνώσεις και φρόνημα, ενώ στο ρόλο του συμβούλου βρίσκεται η επιτροπή Πισσαρίδη που μέχρι στιγμής μόνο θετικά δείγματα έχει να επιδείξει. 

Πολλά μπορεί να στραβώσουν στην πορεία και αυτά τα 72 δις να αποτελέσουν άλλη μία χαμένη μεταρρυθμιστική ευκαιρία. Εν μέσω πανδημίας δεν υπάρχει ούτε πολιτική, ούτε οικονομική βεβαιότητα. Η σημερινή δημοσκοπική άνεση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί σύντομα να αντικατασταθεί από τον φόβο της απώλειας της εξουσίας και η μετεκλογική ανυπαρξία του ΣΥΡΙΖΑ να μετατραπεί σε ένα νέο λαϊκιστικό ρεύμα με μεγάλη απήχηση στην κοινωνία μας. 

Το κρίσιμο στοίχημα της μεταρρύθμισης της χώρας μας βρίσκεται πλέον στα χέρια συγκεκριμένων ανθρώπων και τις επιλογές τους. Αν τα καταφέρουν οι επόμενες γενιές θα τους θυμούνται ως εκείνους που έθεσαν τις βάσεις για την ανοικοδόμηση της ρημαγμένης από την κρίση Ελλάδας. Αν δεν τα καταφέρουν, όσοι λαχταρούν να δουν τη χώρα μας ισχυρή και ευημερούσα, θα περιμένουν την επόμενη ευκαιρία.