Χρεοκοπία και με τη «βούλα» του Συντάγματος

Χρεοκοπία και με τη «βούλα» του Συντάγματος

Του Γιώργου Φλωρίδη 

Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις συντάξεις και οι εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγές για διεκδίκηση αναδρομικών οδήγησε πολλούς να σκεφτούν ότι οδεύουμε προς μια τελεσίδικη χρεοκοπία. Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει καμία Ευρώπη να βοηθήσει και δεν έχουν άλλο «λίπος» να κάψουμε.

Προφανώς, μία ακόμη «αντισυνταγματικότητα» κάποιας νομοθετικής ρύθμισης, την οποία εντόπισε με τη συνήθη άνεση το Ανώτατο Δικαστήριο, κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα τη χώρα, ύστερα από μια οκταετή, σκληρή προσπάθεια του ελληνικού λαού, και ειδικά της μεσαίας τάξης, η οποία αφανίστηκε.

Το ασφαλιστικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, όπως οργανώθηκε σε πελατειακή και παρασιτική βάση, υπήρξε η μεγαλύτερη αιτία της χρεοκοπίας μας. Φτάνει να σκεφτούμε ότι από το 2001 που απετράπη η μεταρρύθμιση Γιαννίτση μέχρι το 2010 που χρεοκοπήσαμε, ο δημόσιος προϋπολογισμός κατέβαλε προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς 200 δισεκατομμύρια ευρώ ως επιχορήγηση, για να πληρώνονται απίθανες συντάξεις. Τα χρήματα αυτά, στο μεγαλύτερο μέρος τους, προήλθαν από δάνεια που πήρε το ελληνικό κράτος.

Η εν εξελίξει συνταγματική αναθεώρηση, που οργανώθηκε και χρησιμοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ για να πλήξει τους πολιτικούς αντιπάλους του, χαρακτηρίζεται από μοναδική προχειρότητα. Υστερα από μια ιστορική χρεοκοπία, θα περίμενε κανείς μια πρόταση με οικονομικές και πολιτικές τομές, που θα επιχειρούσαν να άρουν θεσμικά τις παθογένειες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Αυτές, δυστυχώς, απουσιάζουν και από τις προτάσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και των λεγόμενων «ειδικών».

Είναι προφανές ότι η συζήτηση για το Σύνταγμα, σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, είναι για κάποιους «ειδικούς» δευτερεύουσα και, μάλλον, δυσάρεστη.

Πόσοι όμως από αυτούς τους «ειδικούς» και πόσα στελέχη από όλες τις πολιτικές δυνάμεις αφιέρωσαν λίγο χρόνο για να εξετάσουν σε τι δημοσιονομικό εκτροχιασμό οδήγησαν τη χώρα οι διάφορες μορφές «αντισυνταγματικότητας» νομοθετικών διατάξεων που εδώ και δεκαετίες κρίνονται, σχεδόν πανομοιότυπα, από τα ανώτατα δικαστήρια;

Αυτές τις δεκαετίες, το ελληνικό Δημόσιο αδυνατεί να ασκήσει μια σοβαρή πολιτική μισθών για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, επειδή τα ανώτατα δικαστήρια κρίνουν ότι κάθε αύξηση στον βασικό μισθό των ήδη υπηρετούντων μεταφέρεται αυτομάτως και στους ήδη συνταξιούχους! Αυτό «αναγκάζει» το κράτος να χορηγεί διάφορα, ων ουκ έστι αριθμός, επιδόματα, ώστε να μην επιδρούν στον βασικό μισθό και να μη μεταφέρονται στους συνταξιούχους. Στην πραγματικότητα πρόκειται, πολλές φορές, για πελατειακή πολιτική, στην οποία, φυσικά, κατισχύουν οι πιο ισχυρές συντεχνίες του Δημοσίου.

Όμως, η συνέχεια είναι ένας δημοσιονομικός εφιάλτης. Επιδόματα που δόθηκαν για κάποια ή κάποιες κατηγορίες υπαλλήλων γενικεύονται με δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως «αντισυνταγματική» τη χορήγησή τους μόνο σε μερικούς. Ακολουθούν, φυσικά, τα αναδρομικά. Και το τελικό δικαστικό χτύπημα έρχεται στη συνέχεια, όταν τα δικαστήρια αποφασίζουν ότι κάποια από αυτά τα επιδόματα πρέπει να θεωρηθούν βασικός μισθός, ο οποίος, αυξανόμενος αναλόγως, οδηγεί σε ισόποσες αυξήσεις στις εκατοντάδες χιλιάδες των ήδη συνταξιούχων. Και, βεβαίως, συνοδεύονται από τα ανάλογα αναδρομικά.

Μια αντίστοιχη διαδικασία ακολουθείται και στις άπειρες ασφαλιστικές, πελατειακού χαρακτήρα, νομοθετικές ρυθμίσεις. Εξαιρέσεις επί εξαιρέσεων, τις οποίες στη συνέχεια γενικεύουν οι δικαστικές αποφάσεις και οι δαπάνες δεν έχουν τελειωμό.
Το άθροισμα όλων αυτών των περιπτώσεων «αντισυνταγματικότητας» οδηγεί σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Τα οποία, φυσικά, κανένας προϋπολογισμός δεν μπορεί να προβλέψει και, προκειμένου να ικανοποιηθούν, ακολουθεί ο ισόποσος δανεισμός του Δημοσίου.

Πόσα από αυτά τα δισεκατομμύρια θα μπορούσαν να λείπουν από το χρέος και πόσα θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και στην υποστήριξη της δημόσιας Παιδείας και του Εθνικού Συστήματος Υγείας;

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι νόμοι, και οι πολιτικοί που τους εισηγούνται και τους ψηφίζουν, ευθύνονται γι' αυτή την αθλιότητα και, επομένως, τι φταίνε τα δικαστήρια που τους κρίνουν αντισυνταγματικούς; Σαφώς και υπάρχει πολύ δίκιο σ' αυτή την άποψη. Όμως υπάρχει το θεμελιώδες: η άνεση με την οποία κινούνται τα δικαστήρια στον ορισμό της «αντισυνταγματικότητας» για ζητήματα που παράγουν τεράστιο δημοσιονομικό κόστος πρέπει να καταστεί από το Σύνταγμα πολύ πιο σαφής και δεσμευτική.

Η σύνδεση των αυξήσεων στον βασικό μισθό των ήδη υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων με τις συντάξεις, καθώς και η δυνατότητα αναγνώρισης κάποιων επιδομάτων ως βασικού μισθού, πρέπει σαφώς να τελειώσουν. Οδηγός για να γίνουν οι σωστές ρυθμίσεις σε μια συνταγματική αναθεώρηση είναι οι ίδιες οι δικαστικές αποφάσεις πολλών δεκαετιών. Κανένα δικαστήριο δεν έχει μπροστά του όλα τα οικονομικά στοιχεία της χώρας ούτε και τις αντίστοιχες γνώσεις για να ασκήσει συνολική δημοσιονομική πολιτική.

Η συζήτηση για αυτά τα θέματα εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης προφανώς απουσιάζει. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου βολική για τους πολιτικούς, καθώς και για τους εκατοντάδες χιλιάδες των ωφελούμενων, αφού αφαιρεί ένα βασικό εργαλείο αλληλοεκμαυλισμού, δηλαδή την πελατειακή σχέση και, ταυτόχρονα, απειλεί τη ισχύ των διαφόρων συντεχνιών. Όπως, επίσης, δεν είναι βολική μια συζήτηση για την ανάγκη συνταγματικού περιορισμού της δυνατότητας των κυβερνήσεων να δημιουργούν απεριόριστα ελλείμματα και να χρεώνουν τον λαό και τις επόμενες γενιές.

Έτσι, η αγαπημένη συζήτηση πολλών και, ιδιαίτερα των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών», συνεχίζει να είναι το «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος», με την εγκαθίδρυση του οποίου θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη από τον διορισμό 10.000 υπαλλήλων στο Δημόσιο, στη θέση των 10.000 Ιερέων οι οποίοι θα μετατραπούν σε υπαλλήλους σωματείων, τα οποία θα επιχορηγούνται, βεβαίως, από το κράτος.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 30 Νοεμβρίου