Χρειαζόμαστε «καλύτερη» και όχι «περισσότερη» Δημοκρατία

Χρειαζόμαστε «καλύτερη» και όχι «περισσότερη» Δημοκρατία

Του Γιώργου Γεραπετρίτη*

Η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας επαίρεται ότι κατατείνει στην «εμβάθυνση» της δημοκρατίας. Σκοπός είναι να ελεγχθούν «οι τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εν τέλει εξουσία» ώστε να καταπολεμηθεί η «κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που υψώνει σινικά τείχη μεταξύ των λαών και των εκπροσώπων του από τη μια και πολλαπλών κέντρων λήψης των αποφάσεων από την άλλη» και οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι «που επιφυλάσσει «η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες». Για τον λόγο αυτό προτείνεται πάγιο εκλογικό σύστημα η απλή αναλογική, διεύρυνση της χρήσης των δημοψηφισμάτων, απαγόρευση να διοριστεί πρωθυπουργός μη βουλευτής και διατήρηση του δημόσιου ελέγχου σε ενέργεια και ύδατα. Τόσο, όμως, αυτές οι προτάσεις όσο και η φιλοσοφία της πρότασης συνολικά συνιστούν αναχρονιστικά εργαλεία μιας στάσιμης δημοκρατίας.

Η απλή αναλογική, ακόμη και σε χώρες με παράδοση σε κυβερνήσεις συνασπισμών και ευρείες συναινετικές διαδικασίες των πολιτικών δυνάμεων, έχει αποτύχει και έχει φέρει στην εξουσία τον ακραίο πολιτικό λόγο. Τα δημοψηφίσματα της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη έγιναν με τρόπο διχαστικό και με προβολή παραπλανητικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα είτε να κινδυνεύουν να διαρρήξουν τη συνοχή της Ευρώπης είτε την επαύριον του δημοψηφίσματος οι κυβερνήσεις να περιφρονούν το αποτέλεσμά του υιοθετώντας την πολιτική που ηττήθηκε. Η δυνατότητα να ορίζεται μη κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός προβλέπεται από το Σύνταγμά μας, όπως και στα περισσότερα συντάγματα του κόσμου, ως τελευταίο καταφύγιο πριν την ακυβερνησία και αφού έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες να υπάρξει πρωθυπουργός μέσω των εντολών που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίδει στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων. Η ενέργεια υπό κρατικό έλεγχο συνιστά προφανή υποκρισία όταν ήδη έχει αναληφθεί υποχρέωση για ιδιωτικοποίηση μέρους του δημόσιου φορέα και οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται στο τελικό στάδιο.

Κυρίως, βεβαίως, το πρόβλημα εστιάζεται στη φιλοσοφία της πρότασης. Δεν χρειαζόμαστε «περισσότερη» δημοκρατία, χρειαζόμαστε «καλύτερη» δημοκρατία. Χρειαζόμαστε αμοιβαίο έλεγχο των κρατικών οργάνων με σημαντική ενίσχυση των δομών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: ενίσχυση του κοινοβουλίου απέναντι στην κυβέρνηση, ανεξαρτησία και ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, οικονομική αυτοτέλεια και ενδυνάμωση των δήμων, αναβάθμιση των υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης έναντι των πολιτών, γνήσια λογοδοσία όλων των δημόσιων οργάνων, ισότητα ευκαιριών και αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα κρατικής δράσης, εδραίωση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τη ζωή των πολιτών και τη δράση των επιχειρήσεων, αναβάθμιση της παιδείας και του αυτοδιοίκητου δημόσιου πανεπιστημίου και, τελικά, έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Για όλα αυτά η κυβερνητική πρόταση δεν είχε να εισφέρει έναν, έστω στοιχειώδη, αναθεωρητικό λόγο.

Για να βγει ο πολίτης από το τέλμα της πολιτικής απάθειας και της μοιρολατρίας ότι τίποτε δεν αλλάζει στον τόπο δεν απαιτείται να του δοθεί η δυνατότητα να αποφασίζει σε προσχηματικά δημοψηφίσματα. Πρέπει οι δημόσιες πολιτικές να έλθουν πιο κοντά στους πολίτες μέσω της ενίσχυσης των θεσμών της αντιπροσώπευσης, δηλαδή του κοινοβουλίου, και της επικουρικότητας του κράτους, δηλαδή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Πάνω από όλα χρειάζεται μια λειτουργική και σύγχρονη δημοκρατία που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών. Αντ' αυτού, η κυβερνητική πρόταση φαίνεται να αναβαθμίζει σε επίπεδο συντάγματος το τέλμα των θεσμών.

*Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Νομικής ΕΚΠΑ.