Βλαντίμιρ Βοϊνόβιτς: Μία περίεργη δηλητηρίαση

Βλαντίμιρ Βοϊνόβιτς: Μία περίεργη δηλητηρίαση

Ένα από τα θύματα δηλητηρίασης από ανθρώπους με επωμίδες ήταν και ο Βλαντίμιρ Βοϊνόβιτς (1932 - 2018), γνωστό μέλος του κινήματος των αντιφρονούντων, συγγραφέας, ποιητής, δραματουργός, αλλά και ζωγράφος.

Στα Απομνημονεύματά του με τίτλο «Φάκελος Νο 34840», τα οποία κυκλοφόρησαν το 1993 περιγράφει πως τον δηλητηρίασαν στελέχη της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.

Το 1975, μετά την κυκλοφορία στην Δύση του μυθιστορήματός του «Η ζωή και οι απίστευτες περιπέτειες του Ιβάν Τσονκίν» (αρχικά ένα κεφάλαιο στην Γερμανία και στην συνέχεια ολόκληρο το βιβλίο στην Γαλλία), οι μυστικές υπηρεσίες άρχισαν να τον παρακολουθούν και, ακολούθως, τον κάλεσαν για μία φιλική συζήτηση.

Η «χαλαρή» συνάντηση - συζήτηση έγινε με δωμάτιο Νο 480 του ξενοδοχείου «Μετρόπολ» στις 11 Ιουνίου 1974. Τα δύο στελέχη της μυστικής αστυνομίας, του συστήθηκαν ως Πετρόφ και Ζαχάροφ και η συμπεριφορά τους ήταν ιδιαίτερα φιλική, αφού προσπαθούσαν να πείσουν τον Βοϊνόβιτς «πως άλλαξαν οι εποχές και οι υπηρεσίες λειτουργούν πλέον διαφορετικά.

Το πραγματικό όνομα του Πετρόφ ήταν Πας Προκόφιεβιτς Σμόλνι, ήταν επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, ενώ ο «Ζαχάροφ» ήταν ο υποδιευθυντής της Διεύθυνσης εισαγωγών-εξαγωγών δικαιωμάτων έργων λογοτεχνίας και τέχνης του Πανενωσιακού Πρακτορείου Συγγραφικών Δικαιωμάτων (την εποχή εκείνη σε αυτές τις θέσεις τοποθετούνταν αξιωματικοί της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ).

Ένας από τους δύο συνομιλητές του συγγραφέα, έβγαλε ένα σφραγισμένο πακέτο τσιγάρων μάρκας «Στολίτσνιε» και όταν ο Πετρόφ τράβηξε την προσοχή του συγγραφέα στον χάρτη που κρεμόταν στον τοίχο του δωματίου, ο Ζάχαροφ άλλαξε το περιεχόμενο του πακέτου με άλλα τσιγάρα.

Ο Βοϊνόβιτς άναψε ένα από τα τσιγάρα που του πρόσφεραν και αφού τράβηξε μερικές ρουφηξιές, άρχισε να νιώθει παράξενα.

Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος αυτή του την εμπειρία:

«...Ξαφνικά, άρχισα να μην ακούω καλά τον συνομιλητή μου, τον ρωτούσα και τον ξαναρωτούσα τα ίδια πράγματα, με μεγάλη δυσκολία. Η συζήτηση ήταν εντελώς ηλίθια, εγώ όμως για κάποιον λόγο δεν προσπαθούσα να την διακόψω. Ο Πετρόφ με κοιτούσε επίμονα (γι’ αυτόν μάλλον και στράφηκε προς το μέρος μου), θαρρείς και προσπαθούσε να διαγνώσει με βάση την εμφάνισή μου».

Ο Βοϊνόβιτς δεν συνειδητοποιούσε πλέον πως βρισκόταν μαζί με δύο αξιωματικούς της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Η συζήτηση αυτή, κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως εξομολογήθηκε αργότερα, πίστευε πως δεν διήρκησε περισσότερο από σαράντα λεπτά. Σύμφωνα με τον ίδιο, βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του θυρωρού και για ώρα πολλή προσπαθούσε να περάσει μέσα από την γυάλινη πόρτα.

«Ένιωθα πολύ άσχημα. Πονούσε το κεφάλι, η καρδιά, τα πόδια. Τα πόδια μου δεν με υπάκουαν, θαρρείς κι είχαν παγώσει. Σε αυτή την κατάσταση έπρεπε να πάω αμέσως στο σπίτι. Θα πήγαινα, αν συνειδητοποιούσα έστω και λίγο την κατάστασή μου. Δεν καταλάβαινα όμως τι μου συνέβαινε, θυμόμουν ωστόσο, πως η Ίρα με είχε παρακαλέσει να αγοράσω ναφθαλίνη. Συνήθως, ξεχνούσα αμέσως ό,τι μου ζητούσε. Εκείνη την στιγμή όμως νόμιζα πως δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι χωρίς ναφθαλίνη. Λειτουργούσα πλέον σαν ρομπότ με βάση ένα εκ των προτέρων καθορισμένο πρόγραμμα κινήσεων. Περπατούσα σαν αδύναμος γέρος, σκυφτός και μετά βίας έσερνα τα πόδια μου».

Ο συγγραφέας με μεγάλη δυσκολία έφτασε στο σπίτι του.

«Στις μία η ώρα την νύχτα, θυμήθηκα ξαφνικά ορισμένες φράσεις του Πετρόφ και αμέσως κατάλαβα την σημασία τους. Η Ίρα κοιμόταν μαζί με την θυγατέρα μας στο διπλανό δωμάτιο. Πήγα εκεί, την ξύπνησα και την παρακάλεσα να βγούμε στο μπαλκόνι. Της είπα “Ξέρεις, μου υποσχέθηκαν πως θα με σκοτώσουν”. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Η Όλια ξύπνησε, άρχισε να κλαίει και η Ίρα πήγε κοντά της. Ξάπλωσα κι άρχισα να καταλαβαίνω πως μου συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο. Άρχισα να σημειώνω τις υποψίες μου. “Νιώθω άσχημα. Έχουν τον τρόπο να δολοφονήσουν κάποιον, προκαλώντας προβλήματα στην καρδιά του. Λένε πως έτσι δολοφόνησαν τον Μπαντέρα”...Μέχρι τις οκτώ το πρωί κυλιόμουν στο κρεβάτι. Στην συνέχεια σηκώθηκα. Ένιωθα απαίσια, αλλά κάτι είχα αρχίσει να καταλαβαίνω. Κάθισα στο γραφείο κι έγραψα μία ανοιχτή επιστολή προς τον Αντρόποφ (αρχηγό της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., εκείνη την εποχή Σ.Σ). Το κείμενο ήταν λίγο - πολύ καλά δομημένο, όχι μόνο για την πρόσκληση, τις απειλές και το τρομακτικό μουρμουρητό του Πετρόφ μετά την αποκάλυψη του μικρόφωνου. Η επιστολή τελείωνε, με μία παράγραφο στην οποίο με παθιασμένο και υπερήφανο ύφος, έλεγα πως, ο Τσονκίν έχει αρχίσει να κυκλοφορεί στον κόσμο και όλοι εσείς οι εισπράκτορες, δεν θα καταφέρετε να τον νικήσετε (πράγμα, άλλωστε, αληθές). Έγραψα, επίσης, πως αυτή την επιστολή δεν την απευθύνω μόνο στον Αντρόποφ, αλλά καλώ να με υπερασπιστεί όλη ανθρωπότητα, πως ζητάω την υποστήριξη συγγραφέων Χένριχ Μπελ, Άρθουρ Μύλες, Κουρτ Βόνεγκατ, Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και άλλων».

Την επιστολή προς τον Αντρόποφ, ο Βοϊνόβιτς την διάβασε στην συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο διαμέρισμα του ακαδημαϊκού Σάχαροφ. Στην συνέχεια, πήγε σε τοξικολόγο, ο οποίος υπέθεσε πως τον είχαν δηλητηριάσει με LSD ή κάποια άλλη ψυχοτρόπο ουσία.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι αξιωματικοί της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. δεν προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Βοϊνόβιτς, μα να τον φέρουν σε οριακή ψυχολογική κατάσταση κατά την διάρκεια της «φιλικής συζήτησης», ώστε να χάσει τον αυτοέλεγχό του.

Στο διεθνές συνέδριο με θέμα «ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, χθες, σήμερα, αύριο», τον Μάιο του 1993, στο περιθώριο των εργασιών, πρώην αξιωματικοί της μυστικής αστυνομίας του σοβιετικού καθεστώτος, είπαν στον Βοϊνόβιτς ότι οι δηλητηριώδεις ουσίες για αυτές τις υποθέσεις, ήταν έργο του εργαστηρίου Νο 12, το οποίο βρισκόταν στην 3η Μεστσάνσκαγια οδό.

Ο πρώην υποστράτηγος της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Ολέγκ Καλούγκιν είπε στον Βοϊνόβιτς «ότι στην περίπτωσή σας χρησιμοποιήθηκα μάλλον μία ουσία, από τις οποίες προκαλείται «βλάβη εγκεφάλου».

«Παρόμοιες ουσίες, κατά τον υποστράτηγο, χρησιμοποίησε η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. πολλές φορές και ανέφερε ως παράδειγμα τον Ιρλανδό Σον Μπερκ, ο οποίος βοήθησε τον Τζορτζ Μπλέικ, κατάσκοπο της Ε.Σ.Σ.Δ. να δραπετεύσει από την φυλακή και να καταφύγει στην σοβιετική Ρωσία. Το πρόβλημα προέκυψε, όταν μετά από ένα διάστημα ο Μπερκ άρχισε να νοσταλγεί την πατρίδα του και να ζητάει να επιστρέψει πίσω. Αφού, ματαίως, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, του προκάλεσαν, με άγνωστη ουσία, εγκεφαλική βλάβη και τον άφησαν να επιστρέψει. Όταν έφτασε στην Αγγλία, δεν θυμόταν τίποτα».