Αυτονομία και ευθύνη στους δήμους

Αυτονομία και ευθύνη στους δήμους

Tου Τάσου Ι. Αβραντίνη*

Πραγματική αυτοδιοίκηση σημαίνει πρωτίστως ότι οι τοπικές κοινωνίες διαχειρίζονται αυτές και μόνον τα του οίκου τους. Περαιτέρω η αυτονομία των δήμων εδράζεται στην αρχή της ευθύνης.

Η πρόταση είναι απλή και ουσιώδης:

Καταργούνται όλοι οι φόροι που βαρύνουν την κατοχή ακίνητης περιουσίας (συμπεριλαμβανομένου και του ΤΑΠ).
Καταργούνται και οι περίφημοι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ), η βασική δηλαδή επιδότηση του κράτους στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (2,4 δισ. ευρώ για το 2018), καθώς και οι πάσης φύσεως τακτικές ή έκτακτες κρατικές ενισχύσεις προς αυτούς. Εξαιρούνται οι τοπικοί φόροι (κατανάλωσης επί το πλείστον), που απλώς εισπράττονται από το κράτος και αποδίδονται στους δήμους (φόρος παρεπιδημούντων, ζύθου κ.ο.κ.).

Κάθε δήμος για το σύνολο της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην περιφέρειά του καθορίζει ένα αναλογικό ανταποδοτικό τέλος, το οποίο θα υπολογίζεται, όχι με βάση την αξία του ακινήτου αλλά με βάση την επιφάνειά του προσαυξημένη με τον συντελεστή δόμησης.

Καταργείται έτσι η μεταφορά πόρων από το Δημόσιο προς τους δήμους και οι δήμοι αντλούν πλέον τα έσοδα που χρειάζονται για να καλύψουν τις λειτουργικές και επενδυτικές τους δαπάνες από τα ακίνητα της περιοχής τους.

Ο μηχανισμός είσπραξης είναι απλός. Οι ταμειακές υπηρεσίες των δήμων διασυνδέονται με τη βάση δεδομένων του υπουργείου Οικονομικών. Το ηλεκτρονικό σύστημα του υπουργείου Οικονομικών δέχεται ως εισροές τους μοναδικούς συντελεστές κάθε δήμου. Με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης στο Taxisnet καθορίζεται αυτόματα εκτός από τον φόρο εισοδήματος και το ειδικό ανταποδοτικό τέλος που πρέπει να πληρωθεί στον αντίστοιχο δήμο για κάθε ακίνητό του. Ο δήμος εισπράττει τα ποσά που του αναλογούν σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό του.

Πεμπτουσία της πρότασης αυτής είναι η απλότητα. Η έλλειψη απλότητας του φορολογικού συστήματος έχει στοιχίσει μέχρι σήμερα στους δήμους και το Δημόσιο δεκάδες δισεκατομμύρια σε χαμένα έσοδα και σε δαπάνες συντήρησης ενός πολυάνθρωπου και πολυδαίδαλου φορολογικού μηχανισμού. Επιπλέον πλεονεκτήματα της πρότασης:

1. Εμπεδώνεται η δημοσιονομική διαφάνεια. Όλοι οι δημότες ξέρουν εκ των προτέρων μέσω της διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό του δήμου τι θα πληρώσουν για τις υπηρεσίες που λαμβάνουν από αυτόν. Οι δήμοι υποχρεούνται επιπλέον η εκτέλεση του προϋπολογισμού τους να είναι προσβάσιμη σε πραγματικό χρόνο στο διαδίκτυο.

2. Oι δαπάνες των δήμων καλύπτονται από τους δημότες τους και όχι από τους φορολογούμενους άλλων δήμων. Απόκλιση από αυτόν τον γενικό κανόνα μπορεί να υπάρξει με ειδική αιτιολογία κατόπιν αυστηρού ελέγχου του προϋπολογισμού και αφού εξαντληθούν όλες οι άλλες πηγές χρηματοδότησης. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ληφθούν εξαιρετικά μέτρα κρατικής ενίσχυσης για κάποιους δυσπρόσιτους ορεινούς ή νησιωτικούς αραιοκατοικημένους δήμους.

3. Το μέτρο σύγκρισης για να κριθεί εάν κάποιος είναι καλός δήμαρχος είναι πλέον η χρηστή διαχείριση των χρημάτων των δημοτών του.

4. Οι δημότες είναι οι αποκλειστικά υπεύθυνοι της επιλογής των τοπικών αρχόντων τους. Αυτοί και κανείς άλλος αποφασίζουν πώς θέλουν να χρησιμοποιούνται τα χρήματά τους (έργα υποδομών, αποτελεσματική αστυνόμευση ή σπάταλες φιέστες και φαραωνικές επιδείξεις).

5. Ανοίγει ο δρόμος της θεσμικής ενηλικίωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης και της χειραφέτησής της από το κομματικό και πελατειακό κράτος.

*Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο, 26/10