Αυτή καλά και εμείς χειρότερα

Αυτή καλά και εμείς χειρότερα

Του Γιάννη Ανδρουλάκη*

Στην Ελλάδα η Αριστερά υπήρξε παραδοσιακά πολιτική δύναμη διαμαρτυρίας. Δεν είχε και δεν επιδίωξε πραγματικά να έχει εμπειρία κυβερνητικών ευθυνών, δεν χρειάστηκε δηλαδή να ζήσει την διάψευση των δοξασιών της και την αποδόμηση τρων δογμάτων της. Πορεύτηκε εν ασφαλεία, διαμαρτυρόμενη και ενίοτε διωκόμενη και διατήρησε για τον εαυτό της τον μύθο της ανιδιοτέλειας και της αγνής αγωνιστικότητας, αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως «ηθικό πλεονέκτημα».

Ο λόγος της ήταν εσχατολογικός και μεσσιανικός και η τελική της δικαίωση ταυτιζόταν με την πραγμάτωση της επανάστασης και την επίτευξη της αταξικής κοινωνίας. Η δική της ουτοπία περιλάμβανε ανθρώπους ευτυχισμένους, που θα εργάζονται λίγο, δεν θα είναι ανταγωνιστικοί, δεν θα χρειάζεται να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους και να παράγουν υπεραξία, δεν θα αμείβονται για τις παραπάνω προσπάθειές τους και δεν θα εκτιμώνται οι δεξιότητές τους. Στο τέλος της επανάστασης, όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι ευκατάστατοι, θα συμβιώνουν αρμονικά μεταξύ τους με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη!

Στην Ελλάδα η Αριστερά στεκόταν πάντα αμήχανη απέναντι στην προοπτική της εξουσίας. «Ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά. Τι τραγωδία»! στιχούργησε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και να που η εξουσία ήρθε στα χέρια της. Έτσι όπως ήταν δυνατόν να συμβεί. Κινηματικά και στην αναμπουμπούλα. Έπρεπε πλέον να μάθει να κυβερνά, να αντιληφθεί ότι αυτό είναι υποχρέωση και όχι δικαίωμα και ότι δεν μπορεί πια να διαμαρτύρεται.

Έπρεπε να συμβιβαστεί με την θέση της χώρας σε σχέση με τον διεθνή παράγοντα και τους συμμάχους της και να αρχίσει να κατανοεί το διεθνές περιβάλλον ισχύος και επιρροής πέρα από τα πειράματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής και τα κινήματα αγανάκτησης ανά τον κόσμο. Έπρεπε δηλαδή να ενηλικιωθεί για να μην βλάψει την χώρα. Δεν ενηλικιώθηκε όμως αμέσως και δεν ενηλικιώθηκε σωστά. Και, τελικά, κατάφερε να βλάψει δυσεπανόρθωτα την χώρα, και να αιχμαλωτίσει στις ιδεοληψίες και τις αυταπάτες της το μέλλον της. Τις αυταπάτες άλλωστε τις παραδέχθηκε δημόσια ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Η διπλή της αυτοδιάψευση, αφ' ενός η κατάρρευση της ουτοπίας της και αφ' ετέρου η ανορθόδοξη και μακιαβελική ενηλικίωσή της,έκανε τους Έλληνες πιο φτωχούς, πιο απαισιόδοξους, πιο απογοητευμένους. Εξαφάνισε την ενδιάμεση τάξη, οδήγησε την χώρα σε ασύντακτη έξοδο στις αγορές και την απονεύρωσε από το πιο δυναμικό της κομμάτι. Δεν έχει σημασία τι ακριβώς κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει όταν αποφάσισε να αποχωριστεί την ουτοπία.

Σημασία έχει ότι δεν τα κατάφερε και όπως φαίνεται δεν μπορεί να τα καταφέρει γιατί αισθάνεται άβολα με την δημιουργική βάσανο του κυβερνητικού έργου, που το αντιμετωπίζει ως αγγαρεία. Στο μόνο πράγμα που επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια είναι η περιφρούρηση και προαγωγή των συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που η ίδια εκλαμβάνει ως κοινωνική της βάση, σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας και του γενικού συμφέροντος.

Τώρα πια οι πολίτες δεν έχουν αυταπάτες. Η Αριστερά αποδεδειγμένα δεν μπορεί. Το παραμύθι που ξεκίνησε από την κάτω πλατεία στο Σύνταγμα δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. «Αυτή» μπορεί να έζησε καλά αλλά εμείς δεν ζήσαμε καλύτερα.

* O Γιάννης Ανδρουλάκης, είναι δικηγόρος, γενικός γραμματέας της Δράσης