Αυτές θα είναι οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις

Αυτές θα είναι οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις

Του Γιάννη Κ. Καρούζου*

Με το 3ο Μνημόνιο (Ν. 4336/2015), οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να ακολουθήσουν τις διεθνείς και ευρωπαϊκές «βέλτιστες πρακτικές» στους θεσμούς της αγοράς εργασίας, με την επισήμανση ότι «η προσέγγιση αυτή πρέπει όχι μόνο να εξισορροπήσει την ευελιξία με τη δικαιοσύνη για εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά και να λάβει υπόψη το πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας και την ανάγκη επιδίωξης βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης». Ενώ, προβλέπεται ρητώς ότι «οι επικείμενες αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης».

Η αόριστη αυτή επικάλυψη μίας επικείμενης δυσμενούς επέμβασης στα εργασιακά δρώμενα της Χώρας, επικοινωνιακά αξιοποιείται το μέγιστο, με αναφορές κυβερνητικών αρμοδίων σε ευρωπαϊκές πρακτικές κοινωνικών πολιτικών, (άραγε ποιων), όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγκριση και διασύνδεση, άρα και εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος τι αποτελεί το «βέλτιστο», μεταξύ των Κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Χώρας μας, ώστε να υιοθετηθεί από την όποια σύγκριση το καλύτερο δυνατό μοντέλο εργασιακών σχέσεων.

Με απλά λόγια: ποια σύγκριση πρακτικών μπορεί να γίνει μεταξύ των μοντέλων εργασιακών σχέσεων της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας με αυτό της Γερμανίας ή των Κρατών της Βόρειας Ευρώπης που ακόμη συναντάμε υπόλοιπα κοινωνικών πολιτικών, ακόμη ακόμη και με αυτό της κοντινής μας Ιταλίας ή το επικείμενο της Γαλλίας που κινούνται στα όρια ανατροπής κοινωνικών κεκτημένων δεκαετιών; Και ποια τα οικονομικά δεδομένα όλων αυτών των μοντέλων με αυτό της Χώρας μας; Καμία απολύτως σύγκριση δεν είναι εφικτή, σε κανένα ασφαλή οικονομικό, κοινωνικό αριθμητικό ή ποιοτικό δείκτη.

Είναι δε φοβερό ότι καμία τέτοια νομοθετική δέσμευση δεν περιέχει τη δέσμευση της Κυβέρνησης, το όποιο μέτρο να προκαλέσει τεκμηριωμένα ανάσχεση της ανεργίας, η κάμψη της οποίας «χαιρετίζεται» στη Χώρας μας, με την ανάπτυξη των μοντέλων της τρίωρης, τετράωρης ή τριήμερης  ανά εβδομάδα και μάλιστα εποχικής απασχόλησης. Πουθενά, καμία αναφορά, καμία στόχευση, κανένας εθνικός σχεδιασμός σε μία Χώρα που η ανεργία διανύει ιστορικά μεγέθη ρεκόρ ακόμη και της μεταπολεμικής Ευρώπης.          

Στις 12-14 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, είναι προγραμματισμένη η τελευταία –ίσως– συνεδρίαση της 8μελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η οποία έχει συσταθεί από τους θεσμούς και το Υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να καταθέσει πόρισμα με συστάσεις περί αλλαγών του ελληνικού εργασιακού θεσμικού  πλαισίου, ώστε να ευθυγραμμισθεί με τις «βέλτιστες αυτές πρακτικές» της Ε.Ε. και ειδικότερα στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της συνδικαλιστικής δράσης και των ομαδικών απολύσεων. Το πόρισμα της 8μελούς αυτής επιτροπής εμπειρογνωμόνων θα αποτελέσει το άλλοθι, των νέων παρεμβάσεων στις εργασιακές σχέσεις,  τις οποίες πρέπει να θεσπίσει η κυβέρνηση, στα πλαίσια της 2ης αξιολόγησης.

Ακούγεται ότι προτείνεται η αύξηση του ορίου απολύσεων ως 10% ανά μήνα σε επιχειρήσεις που απασχολούν άνω των 20 ατόμων, αλλά και η κατάργηση του ελέγχου της διοίκησης (υπουργικό βέτο) στις ομαδικές απολύσεις, κάτι που ισχύει σήμερα μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. Μάλιστα, η επιμονή των δανειστών θα είναι τώρα ισχυρότερη, αφού ο Γενικός Εισαγγελέας, ενώπιον του Δ.Ε.Ε., εισηγήθηκε ότι οι ομαδικές απολύσεις στην ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ  το 2013 δεν ήταν σύννομες  με την ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία δίδει το δικαίωμα σε επιχείρηση με 100-300 εργαζόμενους να απολύσει το 10% των υπαλλήλων της, χωρίς να εμπλέκεται η κυβέρνηση στη σχετική απόφαση του εργοδότη. Φαίνεται ότι θα υιοθετηθεί τελικώς μόνη η παραίτηση του Υπουργού Εργασίας από το δικαίωμα του βέτο, υπό τον όρο ότι οι εργοδότες θα καταρτίζουν αξιόπιστες οικονομοτεχνικές μελέτες.  

Οι δανειστές επιθυμούν επίσης, να κλείσει κάθε συζήτηση για καθορισμό του κατώτατου μισθού με συμφωνία εργοδοτών-εργαζομένων, επιμένοντας ότι αυτό θα πρέπει να είναι δικαιοδοσία του κράτους και μόνο (κάτι άλλωστε που έχει ήδη ψηφιστεί -κατ' άρθρο 103 του Ν. 4172/2013- να ισχύσει στη χώρα μας από 1.1.2017). Έτσι, η κυβέρνηση θα κληθεί να ενεργοποιήσει το μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού, με πιθανότερο ενδεχόμενο μια νέα μείωση εντός του 2017, ώστε να είναι «συγκρίσιμος» με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα συνεχίσει να αποφασίζεται από το κράτος. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων δεν θα είναι δεσμευτικός για τον κατώτατο μισθό, παρά μόνο συμβουλευτικός.

Συνεπώς, η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού δε θα επανέλθει στη δικαιοδοσία της εθνικής συλλογικής διαπραγμάτευσης. Οι δανειστές σε ευθεία συνεννόηση με τους εργοδότες δύσκολα θα αποδεχθούν την επαναφορά των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας με όρους δεσμευτικότητας/ υποχρεωτικότητας για το σύνολο των επιχειρήσεων (Σημ.: Σύμφωνα με το  Ν. 1876/1990, δίνεται δυνατότητα στον Υπουργό Εργασίας – με απόφαση που εκδίδει μετά τη σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας- να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος, τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Η δυνατότητα αυτή έχει ανασταλεί προσωρινά για όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής).

Άλλωστε, κεντρική πρόταση των δανειστών αποτελεί η ευελιξία των αμοιβών μέσω της κυριαρχίας των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας. Το μέτρο αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καθορίζουν διαφορετικά και χαμηλότερα επίπεδα αμοιβών, για να αντέξουν στην κρίση. Μάλιστα, οι δανειστές υποστηρίζουν ότι η ευελιξία των μισθών με συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης θα φανερώσει την αδήλωτη εργασία και θα περιορίσει τη φοροδιαφυγή των αδήλωτων εισοδημάτων. Στην ουσία μπαίνει «ταφόπλακα» στην προσπάθεια της κυβέρνησης να επαναφέρει το καθεστώς  συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό πάντως μέχρι σήμερα από την εφαρμογή των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων πανηγυρικά απέτυχε.

Περαιτέρω, προτείνεται η κατάργηση όλων των προσαυξήσεων-επιδομάτωνΑΠΟ-επιδοματοποίηση» του μισθού). Το σχέδιο των δανειστών, προβλέπει κατάργηση όλων των ποσών, που προστίθενται στον βασικό μισθό, όπως αυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας, δηλαδή οι τριετίες, αλλά και κατάργηση των επιδομάτων που έχουν απομείνει, όπως για παράδειγμα το επίδομα γάμου.

Εν προκειμένω, η πραγματική ανατροπή κρύβεται στην υποπαράγραφο ΙΑ.6 του  Ν. 4254/2014, που τροποποιεί και συμπληρώνει το ως άνω άρθρο 103 του Ν. 4172/2013 και ορίζει ότι «2. Προστίθεται φράση στο τέλος του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α' 167) ως εξής: «και ως τέτοιος (κατώτατος μισθός) νοείται μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς», χωρίς την προσθήκη κανενός άλλου συμπληρωματικού ποσού.

Η αναφορά λοιπόν στον κατώτατο μισθό (586,06 ευρώ) ως μοναδιαίο μέγεθος ανοίγει τον δρόμο όχι μόνο για το συνεχές «πάγωμα» των προσαυξήσεων λόγω προϋπηρεσίας, αλλά και για την πλήρη κατάργηση των τριετιών, όπως και άλλων επιδομάτων από το 2017, που θα επανακαθοριστεί ο κατώτατος μισθός (άρθρο 103 ν. 4172/13). Μείζον θέμα είναι, βεβαίως, αν η κατάργηση αυτή θα αφορά μόνο τους νεοπροσλαμβανομένους ή και όσους είναι ήδη εργαζόμενοι, στην περίπτωση που συνάψουν νέα σύμβαση στον ίδιο εργοδότη ή προσληφθούν σε άλλη επιχείρηση, υπό το νέο καθεστώς που θα διέπει τον κατώτατο μισθό.

Επιπλέον, προτείνεται η ουσιαστική κατάργηση των συνδικαλιστικών διατάξεων (ν. 1264/1982) για τις διευκολύνσεις, τις άδειες και την προστασία των συνδικαλιστών από απολύσεις-μεταθέσεις. Τυχόν αλλαγές στη χρηματοδότηση των συνδικάτων και κατάργηση των «συνδικαλιστικών προνομίων» θα χτυπήσουν ανεπανόρθωτα –ειδικά- τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα.

Επίσης, ένα από τα κεντρικά ζητήματα, που επιχειρούν να ρυθμίσουν με τη μεταρρύθμιση στα εργασιακά και συγκεκριμένα με την αναμόρφωση του συνδικαλιστικού νόμου, είναι και αυτό της απεργίας.  Συγκεκριμένα, εξετάζονται αλλαγές αναφορικά με τον χρόνο προειδοποίησης για την κήρυξη απεργιών, αλλά και τον τρόπο λήψης αποφάσεων για την πραγματοποίηση απεργιών. Σήμερα, όπως είναι γνωστό, η απεργία  κηρύσσεται  από  τις  συνδικαλιστικές  οργανώσεις  που  έχουν  συσταθεί  και  λειτουργούν  νόμιμα.  Η  απόφαση  για  την  κήρυξη  της  απεργίας  λαμβάνεται  από  το  αρμόδιο  όργανο  της  συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στις  πρωτοβάθμιες  συνδικαλιστικές  οργανώσεις  ευρύτερης  περιφέρειας  ή  πανελλαδικής  έκτασης κηρύσσεται  με απόφαση  του  Διοικητικού  Συμβούλιου,  εκτός  εάν  το  Καταστατικό  ορίζει διαφορετικά. Πλέον, προτείνεται η απεργία να κηρύσσεται κατόπιν απόφασης της Γενικής Συνέλευσης με πλειοψηφία 50% συν 1 των εγγεγραμμένων μελών, κάτι βεβαίως που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη, με αποτέλεσμα την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.

Τέλος, προτείνεται, η γνωστή πλέον στις μέρες μας,  γενικευμένη ευελιξία με ασφάλεια (flexicurity) της αγοράς εργασίας με τη θέσπιση και επέκταση όλων των «νέων» μορφών «μικρο-εργασίας» (φτηνής και απροστάτευτης εργασίας), όπως: Mini jobs (midi jobs, mini geld, labor franchising, teleworking), «Συμβάσεις μηδενικών ωρών» ή «έκτακτης ανάγκης» («zero hour contracts» or «low hour contracts»), «Λευκές συμβάσεις» («white contracts»).

Οι παρεμβάσεις, αν τελικά προσομοιάσουν στα ανωτέρω σενάρια, ουδόλως θα αφορούν στην πραγματική οικονομία και στην αναγκαιότητα υιοθέτησης πολιτικών με στόχευση τη δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ο κουνιαρχτός τέτοιων μέτρων θα εστιάσει την αγωνία της αριστερής κυβέρνησης στη διαχείριση των εντυπώσεων στο ακροατήριό της. Μόνο που αν αυτό συμβεί και η διαχείριση περιοριστεί σε επικοινωνιακή τακτική, εν προκειμένω θα πρέπει να μη μας διαφεύγει ότι το ακροατήριο δεν είναι μόνο το δικό της, αλλά το σύνολο του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων που έχουν ασφυκτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους, ανάπτυξης και ευημερίας.

*Ο κ. Γιάννης Καρούζος είναι εργατολόγος