Άρης Σφακιανάκης: Μία συνέντευξη

Άρης Σφακιανάκης: Μία συνέντευξη

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Σήμερα έχω την πολύ μεγάλη χαρά να συνομιλώ με τον συγγραφέα Άρη Σφακιανάκη, με αφορμή το νέο του ιστορικό μυθιστόρημα για τον Ιωάννη Καποδίστρια, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος. Τον ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο του. Όπως και εσάς για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.

* * *

— Αγαπητέ κύριε Σφακιανάκη, δεύτερο ιστορικό μυθιστόρημα στη σειρά, μετά την «Έξοδο». Μπορούμε να μιλάμε πλέον με σιγουριά για μια ολοκληρωτική στροφή σας στο ιστορικό μυθιστόρημα;

Α.Σ.: Ε, χμμ… νιώθω μια κάποια αμηχανία, φίλτατε ομότεχνε συγγραφέα, καθώς αυτή είναι η πρώτη μου συνέντευξη για το καινούργιο μυθιστόρημα, οπότε εύχομαι και ελπίζω να είστε γουρλής. Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτηση, η αλήθεια είναι πως, όταν ξεκινούσα την «Έξοδο», είχα κατά νου να γράψω μια τριλογία με θέμα τα πρώτα χρόνια της κτίσεως του νέου ελληνικού κράτους. Άρχισα με την έξοδο του Μεσολογγίου, καθώς πιστεύω ότι ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το έθνος, μια στιγμή που κρινόταν αν η Επανάσταση θα χανόταν ή θα είχε ένα κάποιο ευτυχές τέλος. Η πτώση του Μεσολογγίου αναζωπύρωσε τα φιλελληνικά συναισθήματα ανά τον κόσμο και βοήθησε να επικρατήσουν οι Έλληνες. Προχώρησα στη συνέχεια στο παρόν βιβλίο για τον Καποδίστρια, αφού πιστεύω ότι εκείνος έβαλε —ή μάλλον επιχείρησε να βάλει— τα σωστά θεμέλια στη χώρα που έψαχνε τον δρόμο της. Ο Καποδίστριας είναι μια συγκινητική μορφή της ελληνικής Ιστορίας, ένας άνθρωπος που παραμέρισε τα πάντα από τη ζωή του για να αφιερωθεί στο όραμά του για την Ελλάδα — με τα γνωστά αποτελέσματα. Όσο για το τρίτο μέρος αυτής τής —κατά τον δικό μου σχεδιασμό— τριλογίας, θα αφορά, αν ποτέ γραφτεί, τα χρόνια του Όθωνα.

— Μάλιστα. Το θέλατε από καιρό αυτό; Ή ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου» κάποια στιγμή; Πόση «συγγραφική ωριμότητα» προϋποθέτει κάτι τέτοιο;

Α.Σ.: Είναι γεγονός πως είχα βαρεθεί να γράφω γύρω από τον εαυτό μου και τις περιπέτειές του σε έναν κόσμο γυναικών. Θέλησα να γράψω κάτι που ίσως να έσπρωχνε τους συν-Έλληνες (τι άθλιος όρος) να μελετήσουν λίγο περισσότερο την Ιστορία μας. Όχι απαραίτητα για να βγάλουν κάποια συμπεράσματα —όσο κι αν αυτή είναι η έννοια της μελέτης της Ιστορίας—, όσο για να πάρουν μια μικρή ιδέα τι βίωσαν οι πρόγονοί μας ώστε εμείς να μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε διαδικτυακές συνεντεύξεις.

— Και πολύ καλά κάνατε, αν θέλετε τη γνώμη μου. Από την άλλη, για να το πούμε κι αυτό: πουλάει το ιστορικό μυθιστόρημα; Και ειδικά όταν ασχολείται με τα χρόνια της Επανάστασης; Δεν θέλω να ρωτήσω αν υπάρχει ανταπόκριση, αλλά αν υπάρχει, αν προϋπάρχει μάλλον —αν μπορούμε να το πούμε έτσι—, ζήτηση από το κοινό.

Α.Σ.: Το θέμα για μένα είναι αν πουλάνε πια τα ίδια τα βιβλία —ασχέτως περιεχομένου—, ή αν αυτό που λέγεται smartphone και ο χρόνος που απαιτεί από τον χρήστη του είναι πλέον η ταφόπλακα του βιβλίου. Ελπίζω αυτή η μανία του κόσμου να τρώει πασατέμπο —γιατί τι άλλο είναι ένα smartphone;— να περάσει κάποτε προς όφελος των βιβλίων. Βλέποντας ενίοτε την κόρη μου —ετών 23— να διαβάζει, ας πούμε Καμύ, με συγκινεί έως δακρύων (όχι απαραίτητα κροκοδείλιων).

— Έχετε δίκιο… Πριν περάσουμε στο καινούργιο σας βιβλίο: πόσο καιρό σάς πήρε να γράψετε το προηγούμενο, που αφορούσε το Μεσολόγγι και την πολιορκία του; Εννοώ, πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και πόσο το καθαυτό γράψιμο.

Α.Σ.: Περίπου τρία χρόνια η έρευνα και δύο το γράψιμο. Βέβαια τα χρόνια της έρευνας υπήρξαν χρόνια απόλαυσης αναγνωστικής, ενώ τα χρόνια της γραφής, χρόνια μόχθου.

— Και η «Σκιά του Κυβερνήτη»; Μιλάμε για παρόμοιους χρόνους πάνω-κάτω;

Α.Σ.: Περίπου το ίδιο, ναι.

— Πολύ ωραία. Καποδίστριας λοιπόν. Μία τεράστια μορφή. Για τι ποσότητα, τι όγκο βιβλιογραφίας μιλάμε στην περίπτωσή του; Πόσο τον ξέρατε πριν, και πόσο τον μάθατε στην πορεία; Και πόσο άλλαξε η οπτική που είχατε γι' αυτόν μετά τη μελέτη των πηγών που χρησιμοποιήσατε;

Α.Σ.: Οι συμπατριώτες μας όταν ακούνε για τον Καποδίστρια τους έρχονται στο νου οι πατάτες. Εντάξει, εγώ είχα επισκεφτεί και τον τόπο που δολοφονήθηκε. Δεν είχα ιδέα, ας πούμε, για τον έρωτά του με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, μία κυρία επί των τιμών της τσαρίνας. Δεν ήξερα τους λιβέλους που γράφονταν εναντίον του από τους συγγραφείς της εποχής. Δεν θυμόμουν ότι έφτιαξε το σύστημα καντονιών της Ελβετίας κι ότι από τότε οι Ελβετοί τον θεωρούν εθνικό ευεργέτη. Δεν γνώριζα ότι ο αρχιναύαρχος Μιαούλης πυρπόλησε τον ελληνικό στόλο για να αντιπαρατεθεί στον Κυβερνήτη. Αγνοούσα την κόντρα του με τον Αδαμάντιο Κοραή. Κοντολογίς, ανοίχτηκε μπροστά μου η προσωπικότητα ενός άντρα που θα ήθελα πολύ να είχα γνωρίσει από κοντά. Κι έτσι έφτιαξα έναν ήρωα και τον έβαλα να βρεθεί δίπλα στον Καποδίστρια από τη στιγμή που φτάνει στην Ελλάδα — και λίγο πριν.

— Άρα δεν καταπιάνεστε με όλη του τη ζωή αλλά με κάποια συγκεκριμένη περίοδο μόνο; Μιλήστε μας γι' αυτόν, όπως θα τον δούμε στις σελίδες του βιβλίου σας.

Α.Σ.: Με φλας μπακ περνάνε κάποιες προηγούμενες στιγμές της ζωής του, αλλά επικεντρώνομαι στα τρία και μισό χρόνια που πρόλαβε να βρεθεί και να κυβερνήσει στην ελεύθερη Ελλάδα. Αλλά βέβαια δεν θέλω μέσα σε δυο αράδες να επεκταθώ στη φιγούρα του όπως τον περιγράφω στο βιβλίο, επειδή έτσι θα χαθεί και η απόλαυση του αναγνώστη — στον οποίο ομνύω.

— Δεκτή η ένσταση! Πείτε μου κάτι άλλο: μπορούμε να υπολογίσουμε, ή να φανταστούμε, τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα αν δεν εδολοφονείτο ο Καποδίστριας;

Α.Σ.: Πρώτα-πρώτα, δεν θα χρειαζόμασταν τα έργα των Γερμανών που ακολούθησαν την έλευση του Όθωνα στη χώρα. Ο Καποδίστριας είχε πρώτο και μέγιστο μέλημα την παιδεία των Ελλήνων. Αν είχε πετύχει στο έργο του αυτό, νομίζω ότι όλα σήμερα θα ήταν διαφορετικά. Πιστεύω βαθιά ότι το πρόβλημα της χώρας μας είναι πρόβλημα παιδείας — ήγουν, αισθητικής. Όμως στο ελάχιστο εκείνο διάστημα που τον άφησαν να κυβερνήσει δεν μπόρεσε δυστυχώς να προχωρήσει αυτό το τιτάνιο έργο. Κι έτσι φτάσαμε στον προσβλητικό θεσμό των φροντιστηρίων, λες και τα ίδια τα σχολεία υπάρχουν μονάχα για τον ευτελή συναγελασμό των μαθητών και την πενιχρή μισθοδοσία των καθηγητών.

— Ναι… Αλήθεια, σας έχουν απασχολήσει τα ιστορικά αντίστοιχα άλλων χωρών;

Α.Σ.: Εδώ δεν ξέρουμε τα του οίκου μας… Άφησε να βγάλουμε πρώτα την κάρφο από το δικό μας μάτι.

— Ωραία. Τώρα, σε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο θα μπούμε στο 2021, οπότε και θα τιμηθούν τα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Τι βλέπετε να γίνεται τότε; Θα σπάσουμε κάποιο ρεκόρ στο φολκλόρ; Ή θα καταφέρουμε άραγε να μιλήσουμε για το μέλλον;

Α.Σ.: Το μέλλον, σε κβαντικό επίπεδο, δεν υπάρχει. Ούτε το παρόν υπάρχει. Οπότε… Αλλά, εντάξει, θα απαντήσω: νομίζω ότι ένα κομμάτι μας θα εκτιναχθεί φολκλορικά (το βαθύ κράτος, αυτό που κάθε Κυριακή χορεύει εκτινασσόμενο δημοτικούς χορούς στα δυο από τα τρία κρατικά κανάλια) και το άλλο κομμάτι μας θα συνεχίσει να σχεδιάζει πώς θα μετατρέψει την γκαρσονιέρα του σε AirBnB και τα χρήματα που θα του αποφέρει αυτό το τόλμημα.

— Καταλαβαίνω… Πάμε σε κάτι άλλο. Ταξιδεύετε πολύ, βλέπετε επί πολλά-πολλά χρόνια τώρα άλλους τόπους, και από όσο καταλαβαίνω τούς μελετάτε κιόλας, δεν κάνετε τουρισμό. Εν πάση περιπτώσει, τι έχετε να πείτε για την «ελληνική ιδιαιτερότητα»; Είναι μύθος; Ή υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμάς;

Α.Σ.: Η πλέον ιδιαίτερη χώρα από όσες έχω επισκεφτεί είναι η Ιαπωνία. Για την ακρίβεια, πρόκειται περί άλλου πλανήτη. Θυμάμαι, όταν είχα επιστρέψει από εκεί στην Ελλάδα, πέρασε καιρός να συνέλθω. Εκεί κανείς δεν βγάζει το κινητό του στο τραπέζι όταν τρώει με φίλους. Στα τρένα τους υπάρχουν βαγόνια «της σιωπής» όπως τα λένε, όπου κανείς δεν μιλάει καν. Υποκλίνονται ακόμη κι αν χρειαστεί να σε μαχαιρώσουν στη συνέχεια. Τέλος πάντων, η ελληνική ιδιαιτερότητα… Είμαστε φωνακλάδικος λαός, ναι — είμεθα το αίσχος των επιβατικών αεροσκαφών. Αλλά έχουμε την πιο ωραία φύση, γεγονός. Για μένα, ο μόνος μύθος είναι ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων — κι αν είμαστε, δεν τους τιμούμε. Πείτε μου πόσοι έχουν διαβάσει έναν διάλογο του Πλάτωνα; Για να μη μιλήσουμε για τις Ιστορίες του Ηρόδοτου ή τη Θεογονία του Ησίοδου.

— Η σημερινή πολιτική πραγματικότητα τι σας λέει; Πώς τα πάμε; Πολύ χάλια;

Α.Σ.: Η κόρη μου είναι μετανάστρια στο Λονδίνο. Εσείς, στην Πράγα. Ελπίζω πάντα σε κάτι καλύτερο, μιας και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Βέβαια, πεθαίνει.

— Και η ελληνική λογοτεχνική σκηνή; Τι βλέπετε εκεί, τι συμβαίνει, τι να περιμένουμε, από όσο παρακολουθείτε τα πράγματα τέλος πάντων;

Α.Σ.: Γράφονται πολύ σημαντικά βιβλία, όμως οι συγγραφείς τους συναντούν, δυστυχώς, την αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού. Μια τέτοια αδιαφορία κοστίζει στον συγγραφέα εκείνον που έδωσε καιρό από τη ζωή του για να γράψει ένα καλό βιβλίο. Η Κρίση μας γύρισε πολλά χρόνια πίσω, δίχως να μας πάει καθόλου μπροστά. Εγώ πάντως εξακολουθώ να διαβάζω και έχω ζητήσει στο φέρετρό μου να βάλουν βιβλία κι όχι άνθη. Όπως αντιλαμβάνεστε, πιστεύω στην άλλη ζωή.

— Θα αργήσετε πολύ να τα διαβάσετε, πάντως. Να είστε καλά, κύριε Σφακιανάκη, σας ευχαριστώ πολύ, και εύχομαι να πάει πολύ καλά ο Καποδίστριάς σας. Καλοτάξιδο!

Α.Σ.: Εγώ ευχαριστώ για την ευκαιρία.