Αποκρυπτογραφώντας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της περασμένης Πέμπτης

Αποκρυπτογραφώντας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της περασμένης Πέμπτης

Δεν ήταν από τα συνηθισμένα Ευρωπαϊκά Συμβούλια αυτό της περασμένης Πέμπτης. Και δεν εννοούμε τον τρόπο διεξαγωγής του μέσω τηλεδιάσκεψης: αυτό έχει ξανασυμβεί, ακόμη και πολύ πρόσφατα, και όπως όλα δείχνουν, και το αμέσως επόμενο μάλλον με αυτόν τον τρόπο θα διεξαχθεί. Άλλα ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Κατά πρώτον,  ήταν ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πριν την έναρξη του οποίου όλοι είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα συμφωνήσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που, παρά τις σοβούσες έντονες αντιθέσεις, διεξήχθη σε παραδόξως ήρεμο κλίμα. Μένει να δούμε αν συμφώνησαν να μη διαφωνήσουν στις επόμενες φάσεις της διαπραγμάτευσης. Κατά δεύτερον, τα αποτελέσματα των εργασιών του δεν περιβλήθηκαν το κύρος των «Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» αλλά, με τη δικαιολογία ότι προέκυψαν από τηλεδιάσκεψη και όχι με φυσική παρουσία των ηγετών, περιορίσθηκαν (όπως και των δύο προηγηθεισών τηλεδιασκέψεων κορυφής)  σε «Συμπεράσματα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» · με όποιο έλλειμμα δεσμευτικότητας αυτό συνεπάγεται.

Τρίτον, και κυριότερο, τρεις ημέρες μετά τη λήξη του, όλοι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν, όχι  τι αποφασίσθηκε -αφού δεν λήφθηκαν αποφάσεις - αλλά τουλάχιστον πού οδηγεί η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε, αλλά και πώς –και αν –  δικαιολογούνται κάποιοι πανηγυρισμοί  για χορό τρισεκατομμυρίων.

Η πρόεδρος της Επιτροπής  δήλωσε με έκδηλη χαρά ότι το ύψος του προϋπολογισμού της ΕΕ, ως ποσοστό επί του Ακαθαρίστου Εθνικού Εισοδήματοε (ΑΕΕ), θα εκτιναχθεί από το ως σήμερα προτεινόμενο 1,10% στο 2%, με την ασαφή διευκρίνιση ότι αυτό θα συμβεί μόνο για τα πρώτα 2 -3 χρόνια.  Αυτό, λαμβανομένης υπόψη της αναμενόμενης, λόγω κρίσης, μείωσης του ΑΕΕ της Ένωσης, θα μας δώσει συνολικό ποσόν για τα 2-3 χρόνια μεταξύ 250 και 400 δισ. ευρώ.  Όχι άσχημα, ως αύξηση του προϋπολογισμού, αν μάλιστα θυμηθούμε ότι η σφοδρή σύγκρουση του περασμένου Φεβρουαρίου ήταν για το αν ο προϋπολογισμός θα είναι 1,07 ή 1,10% του ΑΕΕ! 

Αδιευκρίνιστο όμως παραμένει το αν η αύξηση αυτή θα προέλθει από αύξηση των εθνικών συνεισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ ή από δανεισμό που θα συνάψει η Επιτροπή, με εγγύηση τον κοινοτικό προϋπολογισμό,  ή  από νέους «ίδιους πόρους» της ΕΕ (όπως φόρος εκπομπών άνθρακα, φόρος ψηφιακής οικονομίας κ.λπ.). Η πρώτη εκδοχή φαίνεται δύσκολη: θα ήταν έτοιμη π.χ, η Γερμανία, όσο και αν η Α. Μέρκελ προετοιμάζει σχετικά τους Γερμανούς, να δεχθεί νέο διπλασιασμό της καθαρής συνεισφοράς της, που ήδη διπλασιάζεται λόγω  Brexit;  Ίσως ένα μείγμα των επιλογών να είναι η πιο αποδεκτή λύση. 

Σε κάθε όμως περίπτωση, η αύξηση αυτή είναι πολύ σημαντική και μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, ιδιαίτερα των ασθενέστερων από αυτές , εφ’ όσον μάλιστα κατευθυνθεί σε μεγάλο βαθμό προς την ενίσχυση των πολιτικών συνοχής  (και θεωρώντας βέβαιο ότι έχει πλέον αποκλεισθεί η αρχική σκέψη για μείωση των πόρων της συνοχής και άλλων πολιτικών χάριν αντιμετώπισης των άμεσων συνεπειών της κρίσης του κορωνοϊού). Υπό μία όμως βασική προϋπόθεση:  την εκ βάθρων αναθεώρηση των διαδικασιών χρηματοδότησης, διότι, αν διατηρηθούν οι σημερινές διαδικασίες π.χ. του ΕΣΠΑ, θα χρειασθούν περί τα δύο χρόνια για να φθάσουν οι χρηματοδοτήσεις στους τελικούς αποδέκτες. Και τότε, όπως συνηθίζεται να λέγεται «η εγχείρηση θα έχει επιτύχει αλλά ο ασθενής θα έχει εν τω μεταξύ αποβιώσει».

Η αύξηση αυτή είναι σίγουρα αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη, όχι όμως και ικανή, αν  λάβουμε υπόψη τις εκτιμήσεις που ανεβάζουν τις ανάγκες στην τάξη των 2 τρισ. ευρώ.  Το ποσό αυτό εν μέρει θα καλυφθεί από την προαναφερθείσα αύξηση του προϋπολογισμού (250 έως 400 δισ.) και από ένα μέρος του 1,1 τρισ. του αρχικού πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-2027 (δεδομένου ότι σημαντικό τμήμα του ποσού αυτού θα δαπανηθεί μετά το μέσον της επταετίας). Από τους υπολογισμούς αυτούς προκύπτει ένα κενό που θα πρέπει να καλυφθεί από το  αναμενόμενο Ταμείο Ανάκαμψης . Εδώ η ασάφεια είναι ακόμη μεγαλύτερη, ακριβώς επειδή είναι και το κύριο σημείο της διαφωνίας.

Το βέβαιον είναι ότι οι πόροι του Ταμείου αυτού θα προέλθουν από δανεισμό. Ποιας μορφής όμως ; Θα είναι ευρω-ομόλογο ή δανεισμός  της ίδιας της Επιτροπής με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ (που είναι και το πιθανότερο); Και πώς θα χορηγηθούν οι πόροι του στα κράτη-μέλη; Ως επιχορηγήσεις – που θέλει ο Νότος- ή ως δάνεια, που υποστηρίζει ο Βορράς; 

 Ακόμη τι εννοεί η Α. Μέρκελ αλλά και η πρόεδρος της Επιτροπής όταν θέλουν το ταμείο αυτό «συνδεδεμένο» με τον προϋπολογισμό της ΕΕ;  Θέλουν μήπως να χορηγούνται οι πόροι του στα κράτη-μέλη με διαδικασίες ίδιες με αυτές των συνήθων χρηματοδοτήσεων προγραμμάτων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, πράγμα που θα λειτουργεί ως επιβολή ενός είδους «μνημονιακών» υποχρεώσεων στα χρηματοδοτούμενα  κράτη-μέλη, παρακάμπτοντας έτσι την αντίδραση του Νότου σε οποιαδήποτε ιδέα νέων μνημονίων; Και τούτο έστω και αν πρόκειται για δάνεια και όχι για επιχορηγήσεις;  Εισάγοντας δηλαδή και ένα μεγάλο δανειακό σκέλος στον προϋπολογισμό της ΕΕ; 

Και ακόμη: Αυτό θα σημαίνει ότι οι χρηματοδοτήσεις του ταμείου αυτού θα γίνονται μ ε τις σημερινές διαδικασίες; Μάλλον. «Είναι δοκιμασμένος  ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός» επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης αυτής η Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν. Ένας «δοκιμασμένος» προϋπολογισμός που κατορθώνει , θα συμπληρώναμε εμείς,  στην περίπτωση π.χ. των Διαρθρωτικών ταμείων, να έχει δαπανήσει σε επίπεδο ΕΕ, τον τελευταίο χρόνο της προγραμματικής περιόδου 2014-2020, μόλις το 40% των προβλεπομένων πόρων! Αυτή είναι η εμπειρία των «δοκιμασμένων» διαδικασιών του προϋπολογισμού της ΕΕ την οποία εκθειάζει η πρόεδρος της Επιτροπής. Ή θα πούμε στον κορωνοϊό και στις επιπτώσεις του να μην εκδηλωθούν και να περιμένουν μέχρι να τηρήσουμε όλες τις προβλεπόμενες - και  εφιαλτικής έκτασης -  διαδικασίες;

Δύσκολες οι απαντήσεις. Και ακόμη δυσκολότερο να δοθούν στις 13 Μαΐου που αναμένεται να (τηλε;) συνεδριάσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, παρ’ όλο που απαιτείται να γίνουν «πολλά και γρήγορα» και όχι «λίγα και αργά», όπως εμφατικά προειδοποίησε η Κριστίν Λαγκάρντ αλλά και ο  Κυριάκος Μητσοτάκης  στην τηλεδιάσκεψη της περασμένης Πέμπτης.