Αντώνιος Κουνάδης: Η «ψευδεπίγραφη Μακεδονία» διεκδικεί την πραγματική

Αντώνιος Κουνάδης: Η «ψευδεπίγραφη Μακεδονία» διεκδικεί την πραγματική

Υστερα από πολλά χρόνια σιωπής και ουσιαστικής απουσίας από όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, η Ακαδημία Αθηνών εξέδωσε πρόσφατα μία ανακοίνωση με την επίσημη θέση της για το Σκοπιανό. Θεωρήσαμε σκόπιμη μια συνομιλία με τον νέο πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Αντώνιο Κουνάδη, για τον ρόλο του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος στη σημερινή εποχή που η χώρα αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, οικονομικά, εθνικά και κοινωνικά. Είναι γνωστό ότι στους κόλπους της Ακαδημίας υπάρχουν πολλές δυνάμεις που δεν επιθυμούν να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα, ούτε -πολύ περισσότερο- να αντιπαρατεθούν στην εξουσία, με πρόσχημα την επιβίωση του ιδρύματος, το οποίο ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου τελεί υπό τον έλεγχο του υπουργείου Παιδείας και εξαρτάται από αυτό η επιχορήγησή του.

Η ανακοίνωση για το Σκοπιανό, που έτυχε θετικών σχολίων από τα ΜΜΕ και ακούστηκε από τα χείλη του Αντώνη Σαμαρά στη Βουλή, όπως και από εκπροσώπους άλλων κομμάτων, φαίνεται πως δεν ήταν κάτι αυτονόητο, όπως θα φανταζόταν κανείς για ένα μείζον εθνικό θέμα όπως αυτό.

Χρειάστηκε να ξεπεραστούν αντιδραστικές φωνές, που προσπαθούν να φρενάρουν κάθε προσπάθεια εξωστρέφειας της Ακαδημίας. Ας τη δούμε, όμως: «Η Ακαδημία Αθηνών παρακολουθούσα αδιαλείπτως το εθνικής σημασίας αυτό θέμα, έχει κατ' επανάληψη διατυπώσει δημοσία τις θέσεις της με βάση αδιάσειστα ιστορικά, πολιτιστικά και αρχαιολογικά δεδομένα. Επισημαίνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε συμφωνίας για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων πρέπει να είναι η τροποποίηση του Συντάγματός του, η εγκατάλειψη των αλυτρωτικών διεκδικήσεων (σχολικά βιβλία, γεωγραφικοί χάρτες, αγάλματα Μ. Αλεξάνδρου κ.λπ.) και της οικειοποίησης της ιστορίας, του πολιτισμού και των συμβόλων της χώρας μας. Ο τόπος εγκατάστασης ενός λαού -και μόνον- δεν είναι προσδιοριστικός της ταυτότητάς του. Η παρατεινόμενη εκκρεμότητα δεν είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών».

Ο κ. Κουνάδης, επιστήμονας των Εφαρμοσμένων Θετικών Επιστημών, με πλούσιο ερευνητικό έργο, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ Στατικής και Σιδηρών Γεφυρών, φαίνεται αποφασισμένος στην ενιαύσια θητεία του ως προέδρου της Ακαδημίας να σταθεί σε δύο σημαντικά θέματα, όπως μας είπε, στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης (ΙΛΝΕ), «η έκδοση του οποίου ξεκίνησε το 1933 και μόλις πρόσφατα εκδόθηκε ο 6ος τόμος (περιλαμβάνει το 1/3 του γράμματος Δ) και στην κατασκευή του πολυωρόφου κτιρίου επί των οδών Σίνα και Βησσαρίωνος, που προορίζεται για τη στέγαση των διεσπαρμένων σε διάφορα κτίρια των Αθηνών υπηρεσιών της Ακαδημίας».

Ο ίδιος έχει ασχοληθεί και συνεχίζει να ασχολείται με τη γλώσσα, εξ ου και το ενδιαφέρον του για το Λεξικό, το οποίο με το σημερινό ερευνητικό προσωπικό που διαθέτει (12 άτομα, από 20 του παρελθόντος) και χωρίς επαρκή χρηματοδότηση για την ψηφιοποίηση του υλικού, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό σε καρτέλες. Θα χρειαστεί, σύμφωνα με κάποιες τωρινές εκτιμήσεις υπευθύνων του Κέντρου του ΙΛΝΕ, 360 χρόνια (!) για να ολοκληρωθεί.

Γιατί, όμως, η Ακαδημία δεν επεδίωξε τόσα χρόνια να αντλήσει πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα ψηφιοποίησης που έτρεξαν μέσω του υπουργείου Πολιτισμού και γιατί δεν αναζητά τώρα μια ιδιωτική χορηγία για να υλοποιήσει το σημαντικό αυτό έργο;

Ο σημερινός πρόεδρος δεν μπορεί να έχει απάντηση για τυχόν παραλείψεις του παρελθόντος. Είναι πάντως άνθρωπος της πράξης, επομένως η προσοχή του στρέφεται προς το μέλλον. «Δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι οι δύο στόχοι που έχω θέσει, οι οποίοι έχουν από μακρού περιπέσει σε λήθη, είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι και δυσχερώς επιτεύξιμοι, οπωσδήποτε δε μη πραγματοποιήσιμοι στον ένα χρόνο της θητείας μου», δηλώνει. Και συγχρόνως αναρωτιέται: «Ως πότε τα έργα αυτά, που είναι μεγάλης σημασίας, θα λιμνάζουν. Φρονώ ότι είναι καιρός πλέον να ξεκινήσει η δρομολόγησή τους. Και προς την κατεύθυνση αυτή οφείλουμε όλοι να αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας, να αγωνιστούμε. Γιατί, εάν αγωνιστούμε, όπως έλεγε και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, μπορεί και να χάσουμε, αν δεν αγωνιστούμε είμαστε ήδη χαμένοι!».

Συνέντευξη στην Αγγελική Κώττη

- Σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, η Ακαδημία οφείλει -αν δεν κάνω λάθος- να παίζει ρόλο συμβουλευτικό στα όργανα της πολιτείας. Συμβαίνει αυτό σήμερα;

Ισχύει αυτό που λέτε. Εξ όσων ενθυμούμαι, όμως, κατά την τελευταία 20ετία δύο φορές ζητήθηκε από το υπουργείο Παιδείας η γνώμη της Ακαδημίας, επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου. Ζητήθηκε η γνώμη της για το νομοσχέδιο που αφορούσε το νόμο πλαίσιο της ανώτατης παιδείας. Η Ακαδημία διατύπωσε τις θέσεις της λεπτομερώς για
αρκετά άρθρα του νομοσχέδιου. Μεταγενέστερα, η ίδια η υπουργός ζήτησε τη γνώμη της Ακαδημίας για την καταλληλότητα ως διδακτικού εγχειριδίου του βιβλίου της Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού (με τα περί «συνωστισμού στη Σμύρνη» το 1922, κ.λπ.), για το οποίο έκανε πολλά δυσμενή σχόλια, αρκετά των οποίων, αν ενθυμούμαι καλώς, εγένοντο αποδεκτά από την κα υπουργό.

- Η Ακαδημία παλαιότερα έπαιρνε θέσεις σε μεγάλα θέματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία, π.χ. σε θέματα γλώσσας, εθνικά κ.λπ. Κάποτε αντέδρασε έντονα, όταν Βορειοευρωπαίοι ήθελαν να εισαγάγουν στα σχολεία της Ευρώπης το μάθημα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας αρχίζοντας από τον Καρλομάγνο και όχι από το Βυζάντιο ή την Ελληνική Αρχαιότητα. Υπάρχει η βούληση να συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση;

Η Ακαδημία Αθηνών κατά τη 10ετία του 2000 έλαβε ισχυρές θέσεις για το ζήτημα της προστασίας της ελληνικής γλώσσας. Μία πρώτη μεγάλη αντίδραση εκδηλώθηκε με τη διακήρυξη των 40 ακαδημαϊκών στα τέλη του 2000 κατά της λατινοποίησης του ελληνικού αλφαβήτου, η οποία απασχόλησε τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο επί 3 και πλέον μήνες με ιδιαιτέρως ευνοϊκά σχόλια. Εντονη επίσης υπήρξε η αντίδρασή της με έγγραφό της, που έστειλε μεταφρασμένο στην αγγλική στις χώρες της Ε.Ε., σχετικά με την απόπειρα των Βρυξελλών να εμφανίσουν ακόμη και με χάρτη (όπου το Βυζάντιο δεν υπήρχε) ότι η ιστορία της Ευρώπης ξεκινάει από τον Καρλομάγνο.

- Ανεξάρτητα αν η πολιτεία δεν ζητάει τη συμβουλευτική γνώμη της Ακαδημίας, ως όφειλε (για σοβαρά θέματα που απασχολούν τον ελληνικό λαό), νομίζετε πως η Ακαδημία πρέπει να παραμένει θεατής σε όσα πρωτόγνωρα βιώνουμε σήμερα;

Οπως τόνισα στην ομιλία μου κατά την εγκατάστασή μου ως προέδρου στις 16/1/2018, η Ακαδημία οφείλει να ενωτίζεται τα μηνύματα της κοινωνίας, να μη σιωπά και να δημοσιοποιεί τις θέσεις της σε εκπλήρωση του πνευματικού της χρέους, δικαιώνοντας, στο μέτρο του δυνατού, και τις προσδοκίες όσων ευλόγως ζητούν την ηγετική παρουσία της Ακαδημίας στα δρώμενα της χώρας? ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, με τη βαθιά και πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που διέρχεται η χώρα. Κρίση οφειλόμενη όχι μόνο στην ολέθρια κακοδιαχείριση της χώρας τις τελευταίες 10ετίες, αλλά και στο σοβαρό έλλειμμα Ανθρωπιστικής Παιδείας, με όλα τα παρεπόμενα απαξίωσης θεσμών, αξιών, ιδανικών και εθνικών παραδόσεων που απετέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο στήριξης, συνέχειας, επιβίωσης και μεγαλουργίας του ελληνικού έθνους.

Και κάτι ακόμη: Σύμφωνα με το 1ο άρθρο του Οργανισμού της Ακαδημίας, η ίδρυσή της «είναι εθνική ανάγκη εκ των μεγίστων όπως φωτίζει και χειραγωγεί τας δημοσίας υπηρεσίας, μελετά και κανονίζει τα της εθνικής ημών γλώσσης, παρασκευάζει και συντάσσει και δημοσιεύει την Γραμματικήν, το Συντακτικόν και τα λεξικά αυτής».

Δυστυχώς η διάταξη αυτή, όπου την ευθύνη της γλώσσας είχε η Ακαδημία Αθηνών (από της ιδρύσεώς της) καταργήθηκε με νεότερο νόμο και η σχετική αρμοδιότητα περιήλθε στο υπουργείο Παιδείας. Ετσι φθάσαμε στο σημερινό επίπεδο κακοποίησης της γλώσσας (με τα καίρια πλήγματα που δέχθηκε με τις περιβόητες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις το 1976 και το 1982). Καθημερινώς διαπιστώνουμε τη λεξιπενία της νεολαίας, που χρησιμοποιεί στο καθημερινό λεξιλόγιό της λιγότερες από 800 λέξεις, με άμεσο επακόλουθο την πτωχή σκέψη. Οσο πτωχότερο είναι το λεξιλόγιο τόσο πτωχότερη είναι και η σκέψη, διότι σκεπτόμεθα μέσω των λέξεων. Ενα άλλο καίριο πλήγμα που δέχθηκε η γλώσσα μας είναι ότι η προστασία την οποίαν είχε με το Σύνταγμα του 1952 καταργήθηκε από το Σύνταγματο 1975. Σημειωθήτω ότι η Γαλλική Ακαδημία από της ιδρύσεώς της έχει την ευθύνη προστασίας της γαλλικής γλώσσας, η οποία και παραμένει μέχρι σήμερα ουσιαστικά αναλλοίωτη.

- Εσείς προσωπικά έχετε πάρει θέσει (με άρθρο σας στην «Καθημερινή») για το Σκοπιανό, που στιλιτεύατε εντονότατα τη σκοπιανή προπαγάνδα και την παραχάραξη της Ιστορίας που επιχειρούσε η γείτων. Αλλά και η Ακαδημία Αθηνών έχει μακρά σχέση με το θέμα αυτό. Νομίζετε πως χρειάζεται επικαιροποίηση των θέσεων που εξέφραζε παλιότερα η Ακαδημία για το θέμα αυτό;

Η Ακαδημία ασχολήθηκε πολλές φορές κατά το παρελθόν με το Σκοπιανό και με βάση αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Και συγκεκριμένα αμέσως μετά την υποβολή του αιτήματος των Σκοπίων (8 Ιανουαρίου 1992) να ενταχθούν στα Ηνωμένα Εθνη με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Σύγκλητος της Ακαδημίας Αθηνών (με πρόεδρο, αντιπρόεδρο και γ.γ. τότε τους αείμνηστους Μ. Σακελλαρίου, Κ. Δεσποτόπουλο και Π. Θεοχάρη) αντέδρασε αμέσως με συνέντευξη που οργάνωσε στις 17 Ιανουαρίου 1992, δηλαδή έπειτα από μία εβδομάδα από την αίτηση των Σκοπίων. Στην ανακοίνωση της Συγκλήτου, που κοινοποιήθηκε στην κυβέρνηση, στα κόμματα, στις ξένες Ακαδημίες και στα πνευματικά ιδρύματα εντός και εκτός της χώρας, αναφερόταν ρητά: «Η πολιτική αξίωση της Δημοκρατίας των Σκοπίων να ονομασθεί “Μακεδονία” αντιβαίνει στα ιστορικά δεδομένα που είναι αποδεκτά από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα». Επίσης τονιζόταν ότι το κράτος των Σκοπίων δεν περιλαμβάνει παρά ελάχιστα τετραγωνικά χιλιόμετρα της ιστορικής Μακεδονίας (μεταξύ των ελληνικών συνόρων και του Μοναστηριού και περί τη Δοϊράνη). Η «ψευδεπίγραφη Μακεδονία» διεκδικεί την πραγματική Μακεδονία, που είναι τμήμα της Ελλάδας και κατοικείται από Ελληνες. Και κατέληγε πως «Η (πρώην) ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία έχει δικαίωμα να γίνει κυρίαρχο κράτος, δεν δικαιούται όμως να αποκτήσει με διεθνή αναγνώριση ένα πλεονέκτημα που δεν έχει κανένα κράτος στον κόσμο: Να χρησιμοποιεί ένα όνομα που και μόνο του προπαγανδίζει εδαφικές επιδιώξεις».

Με το Σκοπιανό ασχολήθηκε η Ακαδημία και το 2004, όπως και το 2008. Οταν το ζήτημα αυτό ήλθε τώρα και πάλι στην επικαιρότητα, έπειτα από συνεχιζόμενα ερωτήματα δημοσιογράφων και πολιτών προς την Ακαδημία και προς εμένα προσωπικώς για το εθνικό αυτό ζήτημα, η Ακαδημία δεν ήταν δυνατό να σιωπήσει. Γι'' αυτό και εξέδωσε στις 16/2/2018 ολιγόλογη ανακοίνωση σύμφωνα με τον Οργανισμό της, λαμβάνοντας υπ'' όψιν και τη μυστικότητα των διεξαγόμενων διαπραγματεύσεων. Η ανακοίνωση αυτή, ως αναφέρατε, είχε μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη, όπως προκύπτει από το πλήθος των ευνοϊκών σχολίων που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, αλλά και που συνεχίζει να λαμβάνει καθημερινώς η Ακαδημία Αθηνών από απλούς πολίτες αλλά και από εγνωσμένου κύρους ανθρώπους του πνεύματος, γνωστούς επιστημονικούς και πολιτιστικούς φορείς, από πρώην υπουργούς, αντιπροέδρους της Βουλής, βουλευτές, από πρέσβεις ε.τ. και εν ενεργεία, ακόμη και από την πολιτική ηγεσία.

* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Πέμπτης 22 Μαρτίου.