Ανήκομεν (τελικώς) εις την Δύσιν;

Ανήκομεν (τελικώς) εις την Δύσιν;

Του Δημήτρη Σιόλιου*

Η οδός του μαρτυρίου διαφαίνεται μακρά.  Ο τρόπος με τον οποίο οδηγήθηκε και ακολούθως  αντιμετωπίζει η Χώρα τη χρεωκοπία της και η θριαμβευτική επικράτηση του καφενειακού πολιτικού στοχασμού καταδεικνύει αφενός το  ρηχό θεσμικό θεμέλιο  της Δημοκρατίας μας, ίσως τη χαμηλή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, και αφετέρου  την αποτυχία διαχείρισης ενός συμπαγούς, συγκεκριμένου και συνάμα εφικτού  Εθνικού Οράματος.

Με τούτη την έννοια, αυτό που δεν καταφέραμε -ακόμη-  είναι να αποκτήσει η Χώρα  έναν σαφή, κοινά αποδεκτό και αδιαπραγμάτευτο πολιτικό, και κατά  συνέπεια  μόνιμο, στρατηγικό προσανατολισμό. Καίτοι αυτός είναι στη θεωρία Δυτικός και  περιγράφεται με περίσσια λόγια στα κατά καιρούς  Συντάγματα , στην πράξη η Χώρα μονίμως  βολόδερνε  με το ένα πόδι στη βάρκα της  Δύσης και το άλλο στον αέρα αναζητώντας έτερο πλεούμενο να ισορροπήσει. Ο δυτικός προσανατολισμός  της  χώρας, δηλαδή, φαίνεται να μη εμπεδώθηκε ποτέ, αλλά τουναντίον στις μεγάλες καμπές που έκριναν την πορεία της,  η αμφισβήτησή του βρισκόταν στο κέντρο της αντιπολιτευτικής ρητορικής, κλονίζοντας  με αυτόν τον τρόπο  τον ίδιο τον πυρήνα της πολιτικής θεωρίας  η οποία συνιστά τον φέροντα σκελετό του συλλογικού οράματος.   Συνεπώς και  κατά μία ερμηνεία το πρόβλημα της Χώρας θα μπορούσε να είναι βασικά υπαρξιακό.

Το ηγετικό σθένος και διορατικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή  συμπύκνωσε την απάντηση στο εθνικό  υπαρξιακό ερώτημα  στη φράση: «Η Ελλάς  Πολιτικά, Αμυντικά,  Οικονομικά, Πολιτιστικά ανήκει εις τη Δύσιν» το οποίο σήμαινε  χωρίς περιστροφές: θεσμοί και οικονομία Δυτικού τύπου.   Ο πολιτικός καιροσκοπισμός του Ανδρέα Παπανδρέου στο παραπάνω   αντιπαράθεσε  το  δικό του:   «έξω από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ»  και η « Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (sic)   για να  κάνει σε λίγα χρόνια  τη θεαματική μεταστροφή  από την ανοησία του Τρίτου Δρόμου προς τον σοσιαλισμό  στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, συμμεριζόμενος πλέον το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης και την αδιαπραγμάτευτη θέση της Ελλάδας σ' αυτήν.  Το κακό όμως είχε γίνει. Δεν ήταν τόσο ο χαμένος χρόνος της  μεταστροφής προς την πραγματικότητα που δικαίωσε την επιλογή Καραμανλή αλλά  ότι σπαταλήθηκε   πολύτιμη  κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική  δυναμική ενώ παράλληλα ετέθη η βάση για τη  θεμελιακή  μετάλλαξη του χαρακτήρα της Δημοκρατίας μας ώστε να λειτουργεί μερικώς θεσμικά, εξόχως πελατειακά και σίγουρα όχι σύμφωνα με τα πρότυπα των ανεπτυγμένων  Δυτικών ή κατά τον δυτικό τρόπο οργανωμένων κρατών.

Βλέποντας την αντιπολιτευτική τακτική του ΠαΣοΚ στα χρόνια των κυβερνήσεων της Ν.Δ,  παρατηρεί κανείς ότι είχε χαρακτηριστικά ολομέτωπης αντιπαράθεσης τόσο λεκτικά, εντός του κοινοβουλευτικού πλαισίου, όσο και εκτός αυτού, μέσω του ελέγχου των συντεχνιακών δομών των πάσης φύσης συνδικαλιστικών, και μη, οργανώσεων. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποίησε, μονιμοποίησε και κατέστησε φυσιολογική  την εξω-θεσμική πολιτική δράση της αντιπολίτευσης ως αγκιτάτορα κινητοποιήσεων  με σκοπό την εμπόδιση  του κυβερνητικού έργου  με όλα τα μέσα.

Αυτή την παρακαταθήκη  και τα εξαρτημένα αντανακλαστικά των επαγγελματιών καταληψιών  χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναρριχηθεί στην εξουσία.  Το ΠαΣοΚ με λίγα λόγια δαγκώθηκε από το φίδι που εξέθρεψε.   Έτσι, αυτός ο σπόρος του εθνικολαϊκισμού δεν καταστράφηκε ποτέ, αλλά καλύφθηκε από τη γιγάντωση του κράτους και των ανορθολογικών πελατειακών παροχών με φρέσκο δανεικό χρήμα. Το ζιζάνιο άνθισε πάλι, ευθύνη αυτή τη φορά της Αριστεράς, με την  κατάρρευση της εικονικής ευημερίας. Η Αριστερά ήταν αυτή που  έθεσε κατά κανόνα τόσο τον τόνο, όσο και την ατζέντα της αντιπαράθεσης  της αντιμνημονιακής υστερίας  που λίγο είχε να κάνει με επιχειρήματα και πιο πολύ με ντουντούκες και υψωμένες γροθιές. 

Ο ολισθηρός κατήφορος της  λαϊκιστικής  παροχολογίας  δεν έχει σταματημό, πάντα κάποιος θα βρεθεί να τάξει περισσότερα και καλύτερα, ο οποίος θα είναι και νέος και όμορφος με ειδικότητα στο σχίσιμο μνημονίων.  Σε μια  διεκδικητική κοινωνία όπου τα προνόμια έγιναν δικαιώματα,  αυτός που φωνάζει περισσότερο είναι αυτός που  τελικά  κερδίζει.

Εντούτοις, δεν θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει τις ευθύνες των κυβερνήσεων που έφεραν τον Τόπο σ΄ αυτήν την κατάσταση, ίσως όμως είχαν κι αυτές αυταπάτες! (ή μήπως αυταπάτες δικαιολογούνται μόνο εις την άσπιλον  Αριστερά; ).  Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι η αποδοχή του δικομματισμού  μέχρι και τα χρόνια της χρεωκοπίας έφτανε ή και ξεπερνούσε το 80% και ότι ο διορισμός,  προσπορισμός από το δημόσιο  χρήμα ή άλλη πελατειακή εξυπηρέτηση  αποτελούσε  ΤΟ κριτήριο επιλογής κόμματος και υποψηφίου για μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων.   

Μικρή σημασία όμως έχει το παρελθόν.  Τώρα που έρμαιο για άλλη μια  φορά στην Ιστορία της η Ελλάδα πελαγοδρομεί,  δίδεται μια μοναδική ευκαιρία να ξαναγράψουμε το συλλογικό  αφήγημα μιας Χώρας με  διεθνές πολιτισμικό  αποτύπωμα, με καινοτόμο, δυναμική οικονομία,  με  εύπορους, ευτυχισμένους και καλλιεργημένους  πολίτες,  κύριους του εαυτού τους και όχι εξαρτημένα ανδράποδα της κρατικής γραφειοκρατίας, να γίνουμε δηλαδή μια κανονική δυτική χώρα.  Αυτή είναι άλλωστε η ιδεολογική ραχοκοκαλιά τόσο της  Ευρωπαϊκής  Σοσιαλδημοκρατίας, όσο  του Φιλελευθερισμού και του Σύγχρονου Συντηρητισμού.  Βέβαια,  μπορούμε να συνεχίσουμε στη σιγουριά του  δρόμου της  βαλκανικής Βενεζουέλας, σύμμαχο του ξανθού γένους που ήδη χάραξε για μας το  εθνοσωτήριο γκουβέρνο και ο  επικεφαλής του. Αλίμονο!  

*Ο κ. Δημήτρης Σιόλιος είναι Ιστορικός και Επιχειρηματίας