Αναπολώντας τον χαμένο χρόνο

Αναπολώντας τον χαμένο χρόνο

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Διαβάσαμε όλοι δεκάδες, εκατοντάδες κείμενα και απόψεις από το βράδυ της Κυριακής και μετά. Δεν μιλώ για τις αποτιμήσεις των επαγγελματιών του είδους, πολιτικών αναλυτών, δημοσιογράφων, εκλογολόγων και άλλων. Μιλώ για τα κείμενα και τις απόψεις φίλων και γνωστών —ή απλώς ανθρώπων που εκτιμούμε— στις πλατφόρμες που επισκεπτόμαστε καθημερινά, χάνοντας έτσι, κατά μέγα ποσοστό, πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας. Αλλά, αυτή τη φορά, απολύτως δικαιολογημένα. Απολύτως δικαιολογημένα.

Διαβάσαμε αναρτήσεις, σχόλια, και σχόλια επί σχολίων, πολλών «απλώς ψηφοφόρων», «απλώς πολιτών». Ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που λέμε. Όλων αυτών που έμπλεξαν τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο παιχνίδι της πολιτικής, εκμεταλλευόμενοι τον χώρο που μας προσφέρουν τα social media, ή και παρασυρμένοι από αυτόν. Διότι περί αυτού πρόκειται: δεν είναι καφενείο ο δημόσιος λόγος μας στο διαδίκτυο, όπως πρόχειρα λένε κάποιοι? μόνο το όντως «καφενείο» είναι πράγματι ιδιωτικός χώρος. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνουμε, όσο το μπορεί ο καθείς, ένα πρόσωπο κατά το δυνατόν περιποιημένο. Και παρουσιάζουμε την αλήθεια που πιστεύουμε όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται.

Λοιπόν, αν μου ζητούσε κανείς να πω ποια είναι η δική μου αποτίμηση, όχι για το επίσημο αποτέλεσμα, αλλά για αυτόν τον «ανεπίσημο» δημόσιο λόγο περί του αποτελέσματος, θα έλεγα ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα (και το εννοώ απολύτως το «για πρώτη φορά») δεν είχαμε ακραίες εκδηλώσεις από πλευράς του νικητή — ή μάλλον, από πλευράς των νικητών. Όλες τις άλλες φορές, χωρίς εξαίρεση, αυτές οι ακραίες εκδηλώσεις έδιναν τον τόνο κατά 100%.

Ήταν μια χαρά που δεν ήθελε να κρυφτεί εκείνη, ένας έξαλλος ενθουσιασμός, συχνά μάλιστα δικαιολογημένα έξαλλος, μια έκλυση τέτοιων συναισθημάτων και τόσο φρέσκιας και πολλής κοχλάζουσας αδρεναλίνης που σε έκανε να βγαίνεις στους δρόμους και να θέλεις να χτυπάς καπέλα περαστικών ή να χτυπάς κουδούνια στα θυροτηλέφωνα των πολυκατοικιών. Ή απλώς να κορνάρεις. Ήταν μια άγρια χαρμονή.

Την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο τη θυμάστε όλοι πολύ καλά, καθώς αργότερα λοιδορήθηκε και πολύ (και δικαίως): ήταν οι καλαματιανοί στο Σύνταγμα, μετά τον θρίαμβο του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα. Εκείνοι οι χοροί κάποιων νεαρών που δεν είχαν καμία δυνατότητα —δεν τους δόθηκε καν ο χρόνος, ή τα εφόδια— να σκεφτούν στα σοβαρά τι μπορούσε να σήμαινε για τη ζωή τους (άσε δε για τη ζωή ασθενεστέρων, γεροντοτέρων, ανεστίων, ασθενών, προσφύγων, μειονοτικών, μελών ευπαθών ομάδων και λοιπών) η ρήξη και η συνακόλουθη φυγή της χώρας από το φρούριο της Ευρώπης, η έκθεσή της στον Μεγάλο Χειμώνα, η είσοδός της σε μια άγρια, αχαρτογράφητη περιοχή — η είσοδός της στην επικράτεια των δράκων, όπως έγραφαν οι παλιοί στους χάρτες, πάνω από τόπους που δεν είχαν αποικηθεί ή εξερευνηθεί: Εδώ Ζουν Δράκοι.

Όχι. Τίποτε τέτοιο δεν είδα —ούτε κι εσείς είδατε— αυτές τις δυο μέρες. Τίποτε τέτοιο, από κανέναν — από τον Μητσοτάκη ξεκινώντας, τον αρχιτέκτονα αυτής της νίκης, μέχρι τον τελευταίο σχολιαστή: εμένα. Ο μέσος όρος των γραπτών αποτιμήσεων της πολλαπλής εκλογικής αναμέτρησης της Κυριακής ήταν, μιας και δεν μπορώ να το πω με μια λέξη, μια συγκινητική ανακούφιση καλυμμένη από την αίσθηση, ή καλύτερα τη βεβαιότητα, της ιστορικότητας της στιγμής. ΑΥΤΟ το κατάλαβαν —και το ένιωσαν— οι πάντες. Και ήταν τωόντι αποκαλυπτικό. Ήταν σαν χειροπιαστό, και εξακολουθεί να είναι: κυλάει μέσα από τα δάχτυλά σου. Σχεδόν, αν μου επιτρέπετε, ήταν —και εξακολουθεί να είναι— ανατριχιαστικό.

Συγκίνηση, ανακούφιση, αίσθηση του βάρους της Ιστορίας. Και μαζί, σαν κόλλα στιγμής: μια πικρία. Αυτό το συναίσθημα του αδυνάμου, το συναίσθημα κάποιου που έχει χάσει πολλά, και που τα έχει χάσει άδικα. Ήταν κάτω από τα άλλα τρία, και τα συνέχεε. Και, στην περίπτωσή μας, όσα χάσαμε —και χάσαμε πολλά, πάρα πολλά— όντως τα χάσαμε άδικα. Όλα άδικα. Ντιπ άδικα. Για ένα τίποτα. Από ένα καπρίτσιο. Και από μια δράκα μέτριους ανθρώπους. Ούτε καν άξιους να το πάνε μέχρι τα άκρα, παλεύοντας για τις ολοκληρωτικές ιδέες τους, ώστε να μπορούμε να τους πούμε, «Γιασάν, μάγκα».

Μια φίλη το 'πε πολύ καλά: «Δεν το πιστεύω ακόμη», έγραψε, «κάθομαι, σηκώνομαι, κόβω βόλτες μέσα στο σπίτι, δεν μπορώ ν' ανάψω και τσιγάρο μιας που το 'χω κόψει χρόνια τώρα, σκέφτομαι ότι ήταν τόσο απλό τελικά, αλλά από την άλλη πόσα πολλά αντέξαμε — κυλάνε δάκρυα χαράς, αλλά και λύπης και οργής για τα χαμένα χρόνια, και για όλη αυτή τη ζημιά που έγινε».

Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο.