Αν δεν αντέχεις στην ουρά, δεν θα επιβιώσεις...

Αν δεν αντέχεις στην ουρά, δεν θα επιβιώσεις...

Photo by Anadolu Agency / Contributor / Getty Images / Ideal Image

Του Γιάννη Κουζηνού


Έξι ώρες στην ουρά προχθές για το σούπερ μάρκετ. Κάτι είχε πάρει το αφτί μου ότι θα φέρουν γάλα σε σκόνη και αλεύρι. Δεν υπάρχει βεβαιότητα με αυτές τις πληροφορίες. Στόμα με στόμα μεταδίδονται. Σχεδόν ποτέ και κανένας δεν γνωρίζει από πού πηγάζει το νέο και κατά πόσο αληθεύει. Δεν είναι λίγες οι φορές που περίμενα μαρτυρικά για ώρες βλαστημώντας μαζί με όλους τους υπόλοιπους σαν χορωδία Θεούς, Δαίμονες και τον Νικολάς, έχοντας την πληροφορία ότι το κατάστημα θα παραλάβει λάδι, καφέ, αλεύρι ή κάτι παρόμοιο. Και δεν είναι επίσης λίγες οι φορές που μετά από πέντε, έξι και εφτά ώρες αναμονής δεν έρχεται τίποτα από αυτά και καταλήγουμε να αγοράζουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από τρόφιμα.

Από τις έξι το πρωί στην ουρά και έχει πάει 12 το μεσημέρι. Όπως πάντα άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι στο βρώμικο πεζοδρόμιο και άλλοι πιο προετοιμασμένοι καθισμένοι σε μικρά καρεκλάκια παραλίας. Κλίμα τροπικό και ο συνδυασμός ζέστης και υγρασίας κάνει την αναμονή ακόμα πιο ανυπόφορη. Τουλάχιστον εκείνη την ημέρα δεν προέκυψε μια ακόμα μπόρα που θα μας άφηνε στον δρόμο μούσκεμα αλλά ακίνητους φρουρούς στις θέσεις μας. Η θέση στην ουρά για τρόφιμα είναι στη Βενεζουέλα ιερή. Δεν την εγκαταλείπεις για κανένα λόγο, δεν την παραχωρείς και δεν διανοείται κανένας να σου την κλέψει. Τα νεύρα είναι τεντωμένα, το σώμα διαμαρτύρεται και το μυαλό δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος σου, καθώς σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει μια λογική απάντηση στη μόνιμη εσωτερική ερώτηση που βασανίζει τους πάντες στις ατελείωτες ώρες αναμονής. Γιατί σε εμένα; Γιατί όλο αυτό να συμβαίνει σε εμάς;

Προχθές όλες αυτές τις ώρες είχα μπροστά μου μια νεαρή κοπέλα γύρω στα 18, εξαιρετικά αδύνατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Το μωρό άλλοτε κοιμόταν ήσυχο στην αγκαλιά της, άλλοτε ξυπνούσε και χάλαγε τον κόσμο με το κλάμα του και άλλοτε η νεαρή μητέρα το ηρεμούσε θηλάζοντας το, παραμένοντας όμως πάντα στην ουρά και στο πόστο της. Οι ώρες περνούσαν και η κοπέλα όρθια πάντα, ίδρωνε και ξεφυσούσε, έκλεινε τα μάτια της κάνοντας μορφασμούς σαν να πονάει και η κατάσταση της ήταν κάθε άλλο παρά καλή. Την ρώτησα μια δύο φορές αν αισθάνεται καλά, αλλά μου απάντησε μόνο με ένα γρήγορο νεύμα θετικά και κόβοντας κάθε άλλη προσπάθεια μου για βοήθεια και επικοινωνία. Κι όμως ήταν εκείνη που προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου ακριβώς τη στιγμή που έχανε τις αισθήσεις της.

Δυστυχώς πιο πολύ την ένιωσα παρά την είδα τη στιγμή που γύρισε προς το μέρος μου. Είχα ακουμπισμένο το σώμα μου στον τοίχο και κοιτούσα το πεζοδρόμιο βυθισμένος στις σκέψεις μου. Ίσα που πρόλαβα να δω το λευκό των ματιών της την ώρα που σωριαζόταν άτσαλα στο σκληρό πεζοδρόμιο. Αρχικά ο μόνος ήχος που ακούστηκε ήταν το κεφάλι της που χτύπησε δυνατά στο τσιμέντο. Το μωρό της έφυγε από τα χέρια και κυριολεκτικά κύλησε με τη φορά του μερικά μέτρα σαν πλαστικό κουκλάκι. Δεν θα περιγράψω τον εαυτό μου σαν ήρωα. Όπως και όλοι οι υπόλοιποι για μερικές στιγμές πάγωσα κοιτώντας σας υπνωτισμένος ανόητος. Το κλάμα του μωρού ήταν που με ξύπνησε. Όρμηξα και το πήρα στην αγκαλιά μου. Αν και το κλάμα του ήταν σπαρακτικό, ευτυχώς δεν είχε κάποιο εμφανές εξωτερικό τραύμα. Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος της πεσμένης ακόμα στο έδαφος μητέρας του ενώ κουνώντας το απαλά προσπαθούσα να το ησυχάσω. Μόνο ένας άνθρωπος είχε αφήσει την ουρά και ήταν από πάνω της προσπαθώντας να βοηθήσει. Πήγα κοντά και είδα ότι η κοπέλα είχε χτυπήσει στο κεφάλι και αιμορραγούσε. Ευτυχώς όταν ο κύριος που την βοηθούσε καθάρισε με λίγο νερό και ένα μαντηλάκι το χτύπημα φάνηκε να είναι ένα επιφανιακό τραύμα. Η κοπέλα μετά από ένα με δύο λεπτά άνοιξε τα μάτια της και με τη βοήθεια του κυρίου και μιας ακόμα γυναίκας από την ουρά σηκώθηκε, ζήτησε το μωρό της που της το έδωσα αμέσως και... ξαναγύρισε στο πόστο της.

Το ίδιο έκανα εγώ και οι άλλοι δύο άγνωστοι που βοήθησαν την κοπέλα. Πέρα από μερικά λόγια συμπαράστασης, κανένας μας δεν προσπάθησε καν να την αποτρέψει να συνεχίσει να περιμένει στην ουρά. Δεν θα είχε κανένα νόημα και το γνωρίζαμε καλά. Πάνω από έξι ώρες στην αναμονή. Αν η νεαρή αυτή μητέρα, που δεν έμαθα ποτέ το όνομα της, γύριζε στο σπίτι της, μπορεί να ξεκουραζόταν, αλλά θα αντιμετώπιζε το ίδιο πράγμα που δίνει κίνητρο καθημερινά σε όλους μας να αντέχουμε παρόμοιες καταστάσεις. Το άδειο της ψυγείο και το πεινασμένο της παιδί. Αν δεν αντέχεις στην ουρά, δεν θα επιβιώσεις, θα πεθάνεις από την πείνα στο σπίτι σου. Προχθές ήρθε γάλα και αλεύρι στο κατάστημα. Προχθές σε μια ακόμα ουρά χάσαμε λίγο ακόμα από την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά μας. Το ίδιο μερικές μέρες πριν, το ίδιο την επόμενη...

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει. (Μονοτονία- Κ.Π. Καβάφης)