Καχύποπτοι ακόμη οι Γερμανοί, περιμένουν τα λόγια να γίνουν πράξεις

Καχύποπτοι ακόμη οι Γερμανοί, περιμένουν τα λόγια να γίνουν πράξεις

Το σήμα που στέλνουν στη Γερμανία οι εξαγγελίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι θετικό, αλλά φυσικά η καχυποψία για την Ελλάδα παραμένει, δηλώνει στο liberal.gr ο οικονομολόγος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Αλέξανδρος Κρητικός, προσθέτοντας ότι τα πάντα θα κριθούν όταν θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις.

Τονίζει ότι το κλίμα στη Γερμανία είναι ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται η νέα ελληνική κυβέρνηση να φύγει από τα λόγια, και να πείσει γι αυτό με συγκεκριμένες πράξεις. Η Ελλάδα, όπως λέει, έχει ανάγκη να γίνει μια οικονομία που καινοτομεί, και επισημαίνει ότι η προσπάθεια να ξεπαγώσει το Ελληνικό αντιμετωπίζεται ως θετικό σήμα από επενδυτές και μέσα ενημέρωσης, ωστόσο σημειώνει ότι αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να φιλοξενηθούν εκεί και επενδύσεις στην έρευνα, όπως και start ups.

Σχολιάζοντας την συνολική ατζέντα της νέας κυβέρνησης, απαντά ότι ο Μητσοτάκης “πρέπει να καταφέρει να ενθουσιάσει τον ελληνικό λαό για το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο, να είναι απόλυτα διαφανής σε κάθε του βήμα και να εξηγήσει γιατί αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν σχεδιαστεί για να ωφελήσουν μια μικρή ελίτ ή την πελατεία του, αλλά όλους τους Έλληνες”.

Όσο για τους δανειστές της Ελλάδας, εκτιμά, όπως και άλλοι, ότι μόνο όταν αντιληφθούν πως στη χώρα συμβαίνει μια σημαντική μεταρρυθμιστική πρόοδος, τότε θα έχει ο Μητσοτάκης την ευκαιρία να ανοίξει ξανά την διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους εταίρους για τους πραγματικα μη βιώσιμους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:

- Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει ως πρωταρχικό της στόχο τις επενδύσεις. Τι σήμα στέλνει αυτό στους επενδυτές, και εν προκειμένω στους Γερμανούς, για τους οποίους έχετε άμεση εικόνα;

Το σήμα είναι πολύ θετικό, αλλά φυσικά η καχυποψία για την Ελλάδα παραμένει. Το κλίμα στη Γερμανία είναι ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται η νέα ελληνική κυβέρνηση να φύγει από τα λόγια, και να πείσει γι αυτό με συγκεκριμένες πράξεις. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα υστερεί εδώ και χρόνια σε επενδύσεις συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Το ΙΟΒΕ έχει υπολογίσει το επενδυτικό αυτό κενό σε περίπου 15 δισ ευρω ετησίως μόνο κατά τα τελευταία χρόνια.

Επομένως η ανάδειξη από την ελληνική κυβέρνηση των επενδύσεων σε κορυφαία προτεραιότητα είναι ο καταλύτης, αν πράγματι η Ελλάδα θέλει να απολαύσει υψηλότερη ανάπτυξη και μεγαλύτερο πλούτο στο σύντομο μέλλον.

Πάντως, ας κρατήσουμε στην άκρη του μυαλού μας, ότι και οι δύο προκάτοχοι του Μητσοτάκη, επίσης είχαν ως στόχο την αύξηση των επενδύσεων. Από την εμπειρία τους, θα έμαθαν καλά ότι ταξιδεύοντας ανά την Ευρώπη, και ζητώντας ή και παρακαλώντας για επενδύσεις, αυτό δεν επαρκεί. Η Ελλάδα χρειάζεται μεγάλες μεταρρυθμίσεις, όπως έχει κάνει σαφές ένας κορυφαίος εκπρόσωπος του γερμανικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου, προκειμένου να γίνει ελκυστική στους επενδυτές.

- Τι θα σήμαινε ωστόσο για τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα , το "ξεπαγωμα" για παράδειγμα του Ελληνικού, το οποίο η νέα κυβέρνηση έχει θέσει ως κορυφαία της προτεραιότητα;

Η έναρξη της επένδυσης στο Ελληνικό αντιμετωπίζεται από τους γερμανούς επενδυτές όπως και τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, ως ένα θετικό σήμα, και είναι σίγουρα ένα σημαντικό βήμα για τον πεινασμένο ελληνικό κατασκευαστικό τομέα. Εδώ βέβαια να μην παραγνωρίζουμε ότι η επένδυση αυτή εστιάζει κυρίως στον τουρισμό και τη στέγαση. Κατά την γνώμη μου, θα ήταν το σωστό μέρος για να φιλοξενηθούν επίσης επενδύσεις στην έρευνα και στις start ups.

Τέτοια στρατηγική θα δημιουργούσε ένα παράθυρο ευκαιρίας, καθώς η Ελλάδα θα αποκτούσε μια ελκυστική τοποθεσία όπου θα μπορούσαν στο μέλλον να παράγονται προιόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Με άλλα λόγια, μπορεί το ξεπάγωμα της επένδυσης να δώσει μια σημαντική ώθηση στην ελληνική οικονομία, ωστόσο πιστεύω ότι είναι τέτοιος ο υφιστάμενος σχεδιασμός του όλου έργου, ώστε χάνεται η ευκαιρία που θα σηματοδοτούσε την πρόθεση μεταμόρφωσης της Ελλάδας σε μια καινοτόμα οικονομία.

- Λιγότερο κράτος, μείωση γραφειοκρατικών εμποδίων, απλοποίηση διαδικασιών έκδοσης αδειών, μειωση φόρων για τις επιχειρήσεις, μείωση σπατάλης στο κράτος, είναι μερικοί από τους άξονες του οικονομικού προγράμματος της νέας κυβέρνησης. Πώς το σχολιάζετε;

Ακούγεται σαν ένα καλό σχέδιο και προς την σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε και ότι θα γίνει πραγματικότητα το συντομότερο δυνατό.

Πιστεύω ότι ο Πρωθυπουργός έχει πλέον 12 μήνες χρόνο για να πετύχει ουσιαστικές αλλαγές στο ρυθμιστικό περιβάλλον.

Θα προσέθετα στο σχέδιο δύο ακόμη σημεία : Πρώτον την βελτίωση λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Η συντόμευση της διάρκειας της επίλυσης δικαστικών διαφορών είναι μια ακόμη απαραίτητη μεταρρύθμιση για την προσέλκυση επενδυτών. Αρκετοί θα συνεχίσουν να αποφεύγουν την Ελλάδα αν αυτό δεν επιλυθεί. Δεύτερον, πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ερευνητικών κέντρων, πανεπιστημίων και της πραγματικής οικονομίας, μέσω των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων.

- Σας άκουσα πρόσφατα να λέτε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κερδίσει το παλαιό-συντηρητικό τμήμα του κόμματός του, προκειμένου να πείσει για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, καθώς επίσης να μάθει από τα λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων και να παρέχει μεγαλύτερη στήριξη στην εφαρμογή των μέτρων. Γιατί κατά την γνώμη σας τα παραπάνω είναι τόσο σημαντικά;

Η έκταση των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζει ο Κ.Μητσοτάκης, θα έχει ισχυρές συνέπειες στην ελληνική κοινωνία και θα αλλάξει ουσιαστικά πολλές διαδικασίες στην καθημερινή ρουτίνα όλων των πολιτών. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα περπατήσουν μόνο εφόσον έχουν ευρεία υποστήριξη.

Αυτός είναι ο λόγος που η νέα κυβέρνηση θα χρειασθεί να μοιράσει την ευθύνη εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων αυτών σε πολλούς ώμους πολιτικών, σε όλα τα επίπεδα, και ειδικά σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και συνολικά στην διοίκηση. Επίσης η κυβέρνηση θα χρειασθεί την υποστήριξη μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Και συνήθως η πλειοψηφία των πολιτών μιας χώρας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού, φοβάται όταν πρόκειται να αλλάξει η καθημερινή της ρουτίνα.

Επομένως, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό στους Ελληνες πολίτες γιατί όλες αυτες οι σχεδιαζόμενες αλλαγές είναι απαραίτητες για τους ίδιους, χρειάζεται να αποκτήσουν μια σαφή εικόνα τι σημαίνουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, γιατί η ζωή τους θα γίνει καλύτερη στην Ελλάδα, όταν θα τεθούν σε εφαρμογή.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο έπειτα από 10 χρόνια γεμάτα αποτυχίες στην ελληνική μεταρρυθμιστική διαδικασία.

Με άλλα λόγια, ο Μητσοτάκης πρέπει να καταφέρει να ενθουσιάσει τον ελληνικό λαό για το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο, να είναι απόλυτα διαφανής σε κάθε του βήμα και να εξηγήσει γιατί αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν σχεδιαστεί για να ωφελήσουν μια μικρή ελίτ ή την πελατεία του, αλλά όλους τους Έλληνες.

- Τόσο ο Ρεγκλινγκ, όσο και η ίδια η Μέρκελ, κατέστησαν πρόσφατα σαφές πως δεν βλέπουν για ποιο λόγο πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδας. Τι μήνυμα ήθελαν να στείλουν στην νέα ελληνική κυβέρνηση, και πόσο δύσκολο πιστεύετε ότι θα είναι το έργο της σε αυτό το μέτωπο, δηλαδή την επαναδιαπραγμάτευση των πλεονασμάτων;

Τόσο ο Ρέγκλινγκ, όσο και η Μέρκελ θυμούνται καλά τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, υπό τον Καραμανλή και τον Σαμαρά, και έχουν συνδέσει τον μεν πρώτο με την έναρξη της ελληνικής κρίσεις, το δε τελευταίο με την καταστρατήγηση συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, και την απώλεια της ελληνικής ιδιοκτησίας του προγράμματος. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν αρκετοί που θυμούνται αρνητικά την περίοδο διακυβέρνησης της Ελλάδας από τη ΝΔ.

Ο Μητσοτάκης θα πρέπει να κτίσει την εμπιστοσύνη βασιζόμενος μόνο στην δική του προσωπικότητα και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης του. Θα χρειαστεί να αποδείξει στην πράξη ότι εννοεί στα σοβαρά ότι θα εφαρμόσει όλες αυτές τις εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις.

Όταν οι δανειστές της Ελλάδας (όχι μόνο ο Ρέγκλινγκ, όσο και η Μέρκελ) αντιληφθούν ότι στην Ελλάδα γίνεται μια σημαντική πρόοδος στο σκελος των μεταρρυθμίσεων, τότε θα έχει και ο Μητσοτάκης την ευκαιρία να ανοίξει ξανά την διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους εταίρους για αυτούς τους πράγματι μη βιώσιμους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων.