Αλέξανδρος Διονυσιάδης: Εξορία στη Σιβηρία (Γ')

Αλέξανδρος Διονυσιάδης: Εξορία στη Σιβηρία (Γ')

Ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης είναι ένας γενναίος άνθρωπος, όχι γιατί έκανε κάποιες ηρωικές πράξεις, μα γιατί όταν η συνείδηση και η αντίληψη του ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα, συνειδητοποίησε τα λάθη του και άλλαξε. Η αλλαγή αυτή κάθε άλλο παρά εύκολη και ανώδυνη ήταν, μα την τόλμησε. Λίγοι μπορούν να το κάνουν αυτό. 

Νέος θα δει να συλλαμβάνουν και να εξορίζουν τον πατέρα του στην εσχατιά του κόσμου τούτου την Κολιμά. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ακολούθησε η οικογενειακή εξορία στην ανατολική Σιβηρία, η επιστροφή στην Μόσχα, ο ξαφνικός και παράξενος θάνατος του αδελφού του και η νέα ζωή στην βιομηχανία της χώρας, όπου διακρίθηκε. Κι ακολουθούν οι επισκέψεις στην μητέρα πατρίδα, η επανένωση με τους χαμένους συγγενείς, η πίκρα του νέου πρόσφυγα. Σελίδες συγκινητικές, σελίδες εξομολογητικές, σελίδες μιας αλήθειας που πρέπει να μαθευτεί.  

Από το βιβλίο «Από τον Πόντο στην κόλαση του Στάλιν», δημοσιεύουμε σε συνέχειες, δύο συγκλονιστικά κεφάλαια, για τα δεινά και τις κακουχίες μίας ελληνικής οικογένειας στις εσχατιές του «σοσιαλιστικού παραδείσου». 

* * *

Συνέλαβαν τον πατέρα τον Απρίλιο του 1949 και μόλις τον Αύγουστο ανακοίνωσαν την ποινή – επ’ αόριστον εξορία στη Σιβηρία με την κατηγορία της κατασκοπείας. Περιμέναμε άλλους δυόμισι μήνες και τον Νοέμβριο τον έστειλαν στην κώμη Ζαβόντοβκα της περιοχής του Κρασνογιάρσκ. 

Στο μεταξύ στη Γεωργία είχαν ξεκινήσει μαζικές εκτοπίσεις ολόκληρων λαών και μεταξύ αυτών και των Ελλήνων. Δεν γλίτωσε από αυτό ούτε η οικογένεια Ουνουφριάδη που ήταν στενοί μας φίλοι. Εκατοντάδες οικογένειες μέσα σε μία νύχτα, χωρίς να προλάβουν να πάρουν τα στοιχειώδη μαζί τους, ούτε καν τρόφιμα, φορτώνονταν σε εμπορικά βαγόνια και μεταφέρονταν προς άγνωστη κατεύθυνση. Πολλοί δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Εκτόπιζαν ανθρώπους στη γυμνή, παντέρημη στέπα του Καζακστάν. Πολλοί χάθηκαν εκεί, πέθαναν από τον ανυπόφορο καύσωνα, από δαγκώματα φιδιών και σκορπιών, από την πείνα και τις επιδημίες. 

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 δεν είχαμε προβλήματα σχετικά με την εθνικότητά μας, δεν αντιμετωπίσαμε δυσκολίες ούτε στο σχολείο, ούτε με τους γείτονες. Η πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού ήταν κάτι συνηθισμένο. Για πρώτη φορά αντιμετώπισα το «εθνικό πρόβλημα» όταν μου χορηγήθηκε διαβατήριο στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (εξ αιτίας του λάθους στο Πιστοποιητικό Γέννησης, μου χορηγήθηκε διαβατήριο σε ηλικία 15 ετών). Εκεί την εποχή υπήρχε η επονομαζόμενη «πέμπτη παράγραφος», στην οποία σημειωνόταν η εθνικότητα. Στο αστυνομικό τμήμα συμβούλευαν επίμονα την μητέρα μου να με δηλώσει αρμενικής καταγωγής και όχι ελληνικής. Δεν τόλμησε να φέρει αντιρρήσεις και αποφάσισε ότι εν καιρώ όλα θα αλλάξουν. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία εκείνη την εποχή, όταν όμως μεγάλωσα και προσπάθησα το επίθετό μου να αντιστοιχεί την εθνικότητά μου, έλαβα μία κατηγορηματική άρνηση, τη στιγμή που διόρθωσαν χωρίς να αντιμετωπίσω κανένα πρόβλημα τα λάθη στο επίθετο και την ημερομηνία γέννησης. Επ’ ουδενί δεν θεωρώ ότι οι Αρμένιοι είναι χειρότεροι από τους Έλληνες, πολύ περισσότερο που την εποχή εκείνη ήμουν περισσότερο Αρμένιος παρά Έλληνας, ωστόσο δεν μπορώ να ανεχτώ τους ανθρώπους που για συγκυριακούς λόγους κρύβουν την εθνικότητά τους. Έχω πολλά ελαττώματα, αλλά η έλλειψη αρχών, η οποία στη χώρα μας έχει αναγορευτεί ύψιστη αρχή, δεν είναι κάτι που με χαρακτηρίζει από τα νεανικά μου χρόνια. Για τις αρχές που είχα στη νιότη μου, υπέφερα πολλά στη ζωή μου, πράγμα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. «Το ατσάλωμα της Κομσομόλ» είναι κάτι που μου άφησε πολλές αναπηρίες. 

Μόλις έστειλαν τον πατέρα μου στον τόπο της εξορίας του, άρχισε να μας στέλνει γράμματα και να περιγράφει τον βίο του. Εργαζόταν στο εργοστάσιο χημικής επεξεργασίας ξυλείας του συγκροτήματος «Κρασχίμλες» που βρισκόταν στη Ζαβόντοβκα, στη συλλογή ρητίνης. Φοίτησε σε ειδικό σεμινάριο για τεχνίτες. Αποφοίτησε αριστούχος. Στο μόνο μάθημα που πήρε «λίαν καλώς» ήταν εκείνο της Πολιτικής, το οποίο δίδασκε ο κομματικός υπεύθυνος και δεν μπορούσε να βάλει «άριστα» σε έναν πολιτικό εξόριστο. Στα Μαθηματικά η δασκάλα δεν προλάβαινε να γράψει την άσκηση στον πίνακα και ο εξόριστος Έλληνας αμέσως έδινε τη σωστή λύση. Πραγματικός «Αριθμομέτρης». Το κύρος του πατέρα μου μεγάλωνε διαρκώς. Μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου του ανέθεσαν επισήμως τη θέση του τεχνίτη υλοτομίας, πράγμα που σήμαινε ότι τον έστειλαν 14 χιλιόμετρα μακριά από την Ζαβόντοβκα, σε ένα συνοικισμό μέσα στο παρθένα δάσος της ταϊγκάς, το Ταραπατσέτ. Ένα χρόνο αργότερα έμαθα τι πραγματικά σημαίνει ο όρος «τεχνίτης υλοτομίας». 

Η τελευταία φράση του σε πολλά γράμματά ήταν: «Σταματάω το γράψιμο, τελειώνει η αχτιδούλα», πράγμα που μαρτυράει για τις συνθήκες ζωής του. Από τα γράμματά του μάθαμε ότι οι γυναίκες πολλών εξόριστων πηγαίνουν και τους βρίσκουν. Οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι προσπαθούσαν να πείσουν τη μητέρα να μην βιαστεί με τις αποφάσεις της, σημειώνοντας πως στο Τμπιλίσι δεν είμαστε μόνοι, ότι όλοι μας βοήθησαν να επιβιώσουμε κατά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και πως τώρα που στρώνει η ζωή, δεν θα μας εγκαταλείψουν και δεν πρέπει να φοβόμαστε. Η μητέρα όμως είχε πάρει τις αποφάσεις της. 

Στα τέλη Αυγούστου του 1950 μαζέψαμε το φτωχό μας βιός και αφήνοντάς πίσω όλα όσα μας ήταν πολύτιμα, εγκαταλείψαμε το φωτεινό μας δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα, από τα οποία φαινόταν το μεγαλοπρεπές πανόραμα όλου του ιστορικού κέντρο της παλιάς, τόσο όμορφη και φιλόξενης πόλης. Στον σιδηροδρομικό σταθμό μας ξεπροβόδισαν όχι μόνοι οι πολυάριθμοι συγγενείς, φίλοι και γείτονες με δάκρυα στα μάτια, αλλά και άνθρωποι που απλά μας γνώριζαν αλλά μας συμπονούσαν. Τρομερά πράγματα, οικειοθελώς στη Σιβηρία, με τρία παιδιά! 

Ήταν ένα άλμα στο άγνωστο. Ό,τι ξέραμε για τον νέο τόπο διαμονής μας, το είχαμε πληροφορηθεί από τα γράμματα του πατέρα και την «κολακευτική» ταινία «Θρύλος για τη γη της Σιβηρίας». 

Όσο πλησιάσαμε τον προορισμό μας, τόσο δυσκολευόμασταν να φύγουμε από τα παράθυρα του βαγονιού μας. Ταϊγκά, ταϊγκά, ταϊγκά... Ψηλά πανέμορφα πεύκα, το ένα δίπλα στο άλλο. Συχνά πυκνά, διασταυρωνόμασταν με εμπορικά τραίνα, φορτωμένα με τα ίδια όμορφα δέντρα, μόνο που ήταν κομμένοι και καθαρισμένοι κορμοί. Αργότερα, μάθαμε πως ήταν οι ουλές της «υλοτομίας», με την οποία ασχολούνταν τα αγροκτήματα χημικής υλοτομίας. 

Επιτέλους, φτάσαμε στον πολυαναμενόμενο σταθμό Τίνσκαγια. Το τραίνο σταματούσε μόνο για τρία λεπτά. Δεν μας προϋπάντησε ο πατέρας, δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής. Μας υποδέχτηκαν οι «μεταφορείς» με κάρα που έσερναν άλογα. Αυτοί μας πήγαν στον σταθμό «Ζιβιτσού». Το βασικό προϊόν του εργοστασίου χημικής επεξεργασίας υλοτομίας στη Ζαβοντόφσκαγια ήταν η ρητίνη πεύκου, για την οποία σακάτευαν αιωνόβια δέντρα και ζωές ανθρώπων. 

Στην αποβάθρα ακούγονταν φωνές και βρισιές. Η μητέρα μου σοκαρίστηκε... Φυσικά γνωρίζαμε τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη της ρωσικής γλώσσας, αλλά ακούγαμε τέτοιο λεξιλόγιο μόνο σε καυγάδες και σκάνδαλα. Τώρα όμως, φιλικοί μουζίκοι που χαμογελούσαν χαρωπά και φιλόξενα μας προϋπάντησαν και ύστερα από λίγο καταλάβαμε πως δεν βρίζουν, αλλά πως έτσι μιλάνε σε αυτά τα μέρη...

Είχαν ήδη παραδώσει στη βάση τους την «πρώτη ύλη στρατηγικής σημασίας», είχαν φορτώσει τα κάρα του με διάφορα προϊόντα τους και έτσι, φύγαμε αμέσως. Μισή ντουζίνα κάρα. Τα άλογα ήταν κοντά, λίγο μεγαλύτερα από τα καυκάσια μουλάρια που ξέραμε, αλλά με πολύ πυκνό τρίχωμα. Δεν έμοιαζαν καθόλου με τους δρομείς μας. Άντεχαν όμως πολύ στην παγωνιά. Τα εκτρέφουν στη Γιακουτία. Τα κάρα ήταν φορτωμένα με επενδύτες, τσόχινες μπότες, άλευρα, μακαρόνια, βότκα. Η βότκα ήταν ένα εμπόρευμα με ειδικό βάρος, σαν την ελαιορητίνη, είχε «στρατηγική σημασία». Χωρίς βότκα δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Χωρίς βότκα δεν υπάρχουν γιορτές, δεν μπορείς να πνίξεις τον καημό σου, δεν μπορείς να αντέξεις την καθημερινότητά σου.  

Ο δρόμος μας ήταν μακρύς, 50 χιλιόμετρα βόρεια, στον τόπο εξορίας του πατέρα, στον συνεταιρισμό χημικής επεξεργασίας υλοτομίας, στη Ζαβόντοβκα. Καθόμασταν πάνω στις μαλακές τσόχινες μπότες. Δεν κουβεντιάζαμε όμως. Ήταν ένας μαγικός δρόμος, που δεν ήταν δρόμος όπως εννοούμε αυτή τη λέξη, μα ένα μικρό μονοπάτι μέσα στο δάσος που δεν είχε τέλος και αρχή. Ήταν κατεστραμμένο από τις ρόδες των φορτηγών, τα οποία κυκλοφορούσαν μόνο στο κατακαλόκαιρο και λίγο μετά τις πρώτες παγωνιές. Τότε όμως ήταν το τέλος του φθινοπώρου. Γύρω μας υπήρχαν αιωνόβια πεύκα, τον κορμό των οποίων μπορούσαν να αγκαλιάσουν μόνο δύο γεροδεμένοι άντρες. Δεν φυσούσε, αλλά ο ήχος από τα δέντρα του δάσους που θρόιζαν ήταν τρομακτικός. Κάπου ψηλά, ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας, μόλις που κουνιόνταν οι κορφές των ύψους σαράντα μέτρων γιγάντων. Εδώ κι εκεί ακούγονταν το χτύπημα του τρυποκάρυδου που έψαχνε σκουλήκια και έντομα μέσα στους κορμούς των μισοξεραμένων από την παρατεταμένη ανομβρία δέντρων. Κάπου μακριά ακούγεται η κουβέντα κάποιων κουκουβαγιών που μετρούσαν τα χρόνια που μας απέμενε να ζήσουμε. Μπροστά από το κάρο που προπορευόταν πετάγονταν ολόκληρα σμάρια από μικρούς δρυοκολάπτες. Στα μέρη αυτά τσιμπολογούσαν μικρές πετρούλες, αναγκαίες για τη χώνεψη σε όλα τα πουλιά. Σχεδόν πάνω από το κεφάλι μας πέταξε ξαφνικά ένας τεράστιος αγριόκουρκος, ενώ δίπλα στο μονοπάτι μας είδαμε μία μεγάλη κουκουβάγια. Όλα μας φαίνονταν πρωτόγνωρα, μεγαλοπρεπή και τρομακτικά. Οι αμαξάδες χτυπούσαν τα μαστίγιά τους και μιλούσαν τη γλώσσα μας με ένα συριστικό τρόπο, η οποία αντηχούσε στο περιβάλλον. Η παιδική μου φαντασία άρχισε αμέσως να σχηματίζει την εικόνα των ληστών που συνεννοούνται με σφυρίγματα και οι οποίοι μας παρακολουθούν, ώστε την κατάλληλη στιγμή να μας σκοτώσουν και να μας ληστέψουν. 

Έχοντας διανύσει τη μισή διαδρομή, σταματήσαμε για να διανυκτερεύσουμε δίπλα σε ένα μεγάλο ξέφωτο γεμάτο κορμούς δέντρων που τον χειμώνα θα χρησίμευαν ως καυσόξυλα. Ανάψαμε μία μεγάλη φωτιά, στρώσαμε τις τσόχινες μπότες και αρχίσαμε να τρώμε, με τις συνηθισμένες κινήσεις των χεριών άνοιγαν τα κέρινα σφραγίσματα στα μπουκάλια της βότκας «Λευκό κεφάλι». Με αυτό το «ξέπλυμα» (έτσι αποκαλούσαν την βότκα κακής ποιότητας, παρασκευαζόταν από πριονίδια), γέμιζαν ξέχειλα τα βρώμικα ποτήρια. Γουρλώσαμε τα μάτια μας. Ξέρουμε τι θα πει βότκα. Η καυκασιανή τσάτσα είναι πιο δυνατή, αλλά ποιος πίνει μονορούφι ένα ποτήρι βότκας; Τρομερά πράγματα, ακόμη και για την πιο ζωηρή φαντασία. Προσπαθήσουν να πείσουν και τη μητέρα να πιει, της πρότειναν να πιούν και «οι πιτσιρίκοι», δηλαδή εμείς, την προειδοποιούσαν ότι τη νύχτα θα παγώσουμε, και βλέποντας πως δεν υπάρχει ανταπόκριση με ένα ομόθυμο «Πάμε!» έπιναν μονορούφι. Όλα αυτά ήταν εξωτικά για εμάς. Δεν είχαμε διαβάσει τίποτα για όλα αυτά, δεν τα είχαμε δει στον κινηματογράφο, μα από εκείνη τη στιγμή και μετά η εικόνα αυτή θα ήταν η καθημερινότητά μας για πολλά χρόνια. 

Αφού ήπιαν από ένα ποτήρι, οι αμαξάδες αποκοιμήθηκαν ήρεμα, τυλιγμένοι στους ζεστούς επενδύτες τους. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, με φρίκη σκεφτόμουν τα σφυρίγματα που άκουγα σε όλη τη διαδρομή. Για να ολοκληρωθεί αυτή η τρομακτική εικόνα, προστέθηκε ένας τρομακτικός και ανησυχητικός ήχος, τον οποίο δεν είχα ακούσει ποτέ μέχρι τότε. Έτσι, όλη τη νύχτα έτρεμα σαν φθινοπωρινό φύλλο από την παγωνιά και τον φόβο και μόλις λίγο από το ξημέρωμα κατάλαβα πως η πηγή του ήχου που έκανε το αίμα μου να παγώνει, ήταν ένα από τα σπάνια τον χειμώνα πουλιά του δάσους. 

Βράδιαζε ήδη για δεύτερη ημέρα ταξιδεύοντας, όταν φτάσαμε μέχρι την «πρωτεύουσα» του αγροκτήματος χημικής επεξεργασίας, στον συνοικισμό Ζαβόντοβκα. Η πρώτη αίσθηση ήταν εκείνη της απέραντης χαράς επειδή ξανά ήμασταν όλοι μαζί. Στη συνέχεια άρχισε η μίζερη ζωής μας στη Σιβηρία, η ζωή των πολιτικών εξόριστων, για την οποία ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι,  ψυχικά και σωματικά, ιδιαίτερα η φτωχή μας μητέρα. Ήταν σαν να έπαιρνες μία αρκούδα από εύκρατο κλίμα και να την πήγαινες να ζήσει στον πολιτικό κύκλο ή μία πολική αρκούδα να την υποχρέωνες να ζήσει στον Ισημερινό. Εμείς όμως δεν ήμασταν αρκούδες, παρά άνθρωποι. Η μητέρα από τα παιδικά της χρόνια ήταν φιλάσθενη και αδύναμη. Δεν αναφέρω καν πως η μεγάλη της οικογένεια, κανάκευε και προστάτευε διαρκώς τη φτωχούλα ορφανή. Επιπλέον, δέκα χρόνια μόνιμου υποσιτισμού είχαν υποσκάψει την υγεία της. Βέβαια, ούτε κι εγώ με τον Λάζαρο ήμασταν κάποια γεροδεμένα παλικάρια. 

Όλοι οι κάτοικοι του συνοικισμού φορούσαν ίδιους επενδύτες, με εκείνους που είχαμε φέρει. Από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο νούμερο. Έχουν διάφορες ονομασίες. Επενδύτης, φουφάϊκά, μπουφάν με επένδυση. Αυτούς φορούσαν όταν ήταν στη Ζώνη, ελεύθεροι, στο χωριό και στην πόλη. Σχεδόν όλη η Σιβηρία με αυτούς κυκλοφορούσε. 

Η Ζαβόντοβκα ήταν ένας μικρός συνοικισμός όπου υπήρχε ενάμισι δρόμο με τέσσερα μεγάλα παραπήγματα και περίπου πενήντα ξύλινες ίζμπες με μικρά περιβόλια. Είχε ένα μεγάλο βαρελοποιΐο, όπου έφτιαχναν βαρέλια για τη ρητίνη, αλλά και άλλα ξύλινα σκεύη για τα τουρσί, λεκάνες για τα λουτρά. Είχε, επίσης, σιδηρουργείο, φούρνο, μεγάλο στάβλο, λουτρά, σχολείο και λέσχη, στην οποία κατά τις αργίες οργάνωναν συναυλίες και χορούς υπό τη συνοδεία ακορντεόν, βιολιού και χάλκινων πνευστών. Όλα αυτά βέβαια, χάρη στη δουλειά των εξόριστων από τις χώρες της Βαλτικής και τους Γερμανούς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν πολλοί μουσικοί και μάλιστα απόφοιτοι ωδείων. 

Η βασική ασχολία των κατοίκων του συνοικισμού ήταν η συλλογή ρητίνης, η οποία ήταν η πρώτη ύλη για τη χημική βιομηχανία. Η ρητίνη πήρε το όνομά της λόγω της ιδιότητας της να επουλώνει τις πληγές στη φλούδα του κορμού και να προστατεύσει το δέντρο ώστε να μην ξεραθεί. Το πευκοδάσος γύρω από τον συνοικισμό ήταν χωρισμένο σε μερικά οικόπεδα, κάθε ένα από τα οποία είχε από 8 μέχρι 10 χιλιάδες πεύκα. Καθάριζαν τους κορμούς των πεύκων από τη φλούδα και έκαναν μία βαθιά κάθετη τομή σε γωνία 45 μοιρών. Για να συγκεντρώσουν μεγαλύτερες ποσότητες ρητίνης, βάθαιναν περιοδικώς τις τομές κι έτσι, ύστερα από μερικά χρόνια, έπαιρναν το σχήμα του βέλους. Από κάτω στερέωναν ένα τενεκεδένιο ή κεραμικό δοχείο, όπου άρχιζε να στάζει η ρητίνη, για την οποία γινόταν όλη αυτή η φασαρία και προκαλούσε τις ανθρώπινες τραγωδίες πολλών χιλιάδων οικογενειών διαφόρων εθνικοτήτων. Χαράκτες έκαναν τις τομές, τη συγκέντρωναν όμως σε κουβάδες και στη συνέχεια τη μετέφεραν σε βαρέλια, γυναίκες συλλέκτες. Και των μεν και των δε η δουλειά ήταν κάτεργο. Μέσα στους λίγους μήνες του καυτού καλοκαιριού έπρεπε να συγκεντρώσουν τις προκαθορισμένες ποσότητες ρητίνης, γι’ αυτό και σε καθημερινή βάση έπρεπε να τη μαζεύουν από χιλιάδες δέντρα. Εκτός από το ότι έπρεπε καθημερινά να περπατήσουν έως και 20 χιλιόμετρα και μάλιστα χωρίς καμία προστασία από τα κουνούπια και τα άλλα έντομα, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με μεγάλα ζώα θηρευτές που περιφέρονταν αναζητώντας θηράματα. Στα μέρη εκείνη οι αρκούδες ήταν σπάνιες, οι λύγκες όμως ήταν κάτι που συναντούσαν συχνά. Αυτή η αγριόγατα είναι πολύ επικίνδυνη, επειδή μπορεί να πηδήξει από το δέντρο κάτω στον σβέρκο και τότε κανένα όπλο δεν μπορεί να σε βοηθήσει, παρά μόνο ένα καλό μαχαίρι. Θα πρέπει όμως να μπορείς να το χειριστείς επιδέξια. Όλοι, χειμώνα και καλοκαίρι, είχαν ένα μαχαίρι στην μπότα τους. Το χειρότερο όμως θηρίο στο δάσος είναι ο φυγάς «κατάδικος» ποινικός, ο οποίος δεν διστάζει να σκοτώσει κάθε ένα που θα βρεθεί στον δρόμο του για ένα κομμάτι ψωμί και από τον φόβο μήπως τον προδώσει στις αρχές. 

Με άλογα μετέφεραν τη ρητίνη από το δάσος στην κεντρική αποθήκη και στη συνέχεια, όπως μπορούσαν, τη μετέφεραν στον σταθμό Τινσκάγια. Στη συνέχεια, σιδηροδρομικώς τη μετέφεραν για επεξεργασία και μετατροπή της σε τερεβινθίνη και κολοφώνιο, τα οποία χρησιμοποιούνταν, μεταξύ των άλλων, και στην πολεμική βιομηχανία. 

Η διαδικασία συλλογής ρητίνης ονομαζόταν «βύζαγμα», ενώ η παραγωγική μονάδα με τον βασικό συνοικισμό και μερικά άλλα κατοικήσιμα σημεία ήταν το αγρόκτημα χημικής υλοτομίας. Συνήθως, όταν τα αγροκτήματα αυτά εκπλήρωναν τους στόχους τους, συλλέγοντας από τα δέντρα όλους τους χυμούς τους, αντικαθιστούνταν από αγροκτήματα υλοτομίας, στα οποία εργάζονταν όχι εξόριστοι, μα κατάδικοι, που υλοτομούσαν το δάσος εντελώς, όταν παρατούσαν το συγκεκριμένο τμήμα, άφηναν πίσω τους μόνο σπασμένα κλαδιά και διάφορα κούτσουρα που ήταν η βασική αιτία των δασικών πυρκαγιών. 

Αμέσως μετά την άφιξή μας, εμένα και τον Δημήτρη μας έγραψαν στο τοπικό επτατάξιο σχολείο. Εγώ πήγα στην 7η τάξη και ο Δημήτρης στην 5η. Ο Λάζαρος έπρεπε να γραφτεί στην 10η τάξη, αλλά το πλησιέστερο θερινό δεκατάξιο σχολείο, βρισκόταν σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων, στην πρωτεύουσα της επαρχίας, το Νίζνι Ινγκάς. Έτσι, φοιτούσε στο σχολείο δια αλληλογραφίας και ταυτόχρονα δίδασκε στον συνοικισμό Γκορέγιεφκα, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοφκα. Η Γκορέγιεφκα ήταν ένας πολύ μικρός συνοικισμός, παράρτημα του αγροκτήματος, όπου υπάρχουν μερικές δεκάδες σπίτια και μερικοί μαθητές των πρώτων τάξεων του σχολείου. Εκεί ζούσε ο Λάζαρος κι ερχόταν να μας δει στη Ζαβόντοβκα μόνο τις αργίες. Με μεγάλη υπερηφάνεια μας έλεγε πως μαζί με τον προϊστάμενο της περιοχής της Γκορέγιεφκα «σώριασαν» μια άλκη. Η σιβηριανή άλκη δεν μοιάζει με εκείνες που ζουν στην ευρύτερη περιοχής της Μόσχας και είναι σχεδόν οικόσιτες. Με ένα χτύπημα της οπλής της ρίχνει ένα δεκάμετρο δέντρο σαν σπιρτόξυλο, ενώ, όταν είναι τραυματισμένη, είναι πιο επικίνδυνη κι από αρκούδα. 

Η τάξη μου είναι εννέα μαθητές, οκτώ διαφορετικών εθνικοτήτων. Μέχρι σήμερα θυμάμαι τα ονόματά τους, ενώ με ορισμένους είμαστε φίλοι μέχρι τώρα. Ο Ρώσος Βάνια Μπορζόφ, η Ελληνίδα από το Μπατούμι και πανέμορφη κοπέλα Βιολέτα Μυστακοπούλου, ο Λιθουανός Γιάνις Μπουλμπίκ ο γιος της δασκάλας μας στα Γερμανικά, οι Γερμανοί Νίνα Γκέργκελ και Ολέγκ Σμιτ, ο Φινλανδός Τόιβο Κουρχίνεν. Είχαμε ακόμη μία Λιθουανή και μία Εσθονή. Όλοι, εκτός από τον Βάνια, ήταν εξόριστοι. Στη Ζαβόντοβκα ζούσαν εκπρόσωποι και άλλων εθνών, αλλά καμία εθνικότητα δεν είχε την πλειοψηφία. Η σοβιετική εξουσία ήξερε να αφομοιώνει και την εποχή εκείνη, εμείς τα παιδιά, δεν βλέπαμε σε αυτό τίποτα το κακό. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε όταν μεγαλώσαμε. 

Τα διεθνιστικά μου αισθήματα ενισχύθηκαν και έγιναν βασική και σταθερή αρχή όλης της μετέπειτα ζωής μου. Αδιάψευστη μαρτυρία γι’ αυτό είναι τα εγγόνια μου, στις φλέβες των οποίων κυλάει αίμα έξι εθνικοτήτων. Είναι αλήθεια όμως πως το τελευταίο διάστημα άρχισαν να με βασανίζουν αμφιβολίες αν αυτό είναι καλό.  Μήπως είναι πιο σοφοί εκείνοι οι λαοί που προστατεύουν το έθνος τους, αποφεύγοντας τους μεικτούς γάμους και διατηρώντας την αυθεντικότητά τους; Εφόσον καταγράφουμε στην Κόκκινη Βίβλο τα υπό εξαφάνιση ζώα και φυτά, μήπως ήρθε η ώρα να το κάνουμε και για μερικές υπό εξαφάνιση εθνότητες; Γιατί η γλώσσα και ο πολιτισμός κάθε λαού είναι κτήμα ολάκερης της ανθρωπότητας. Πρέπει να τους προστατεύουμε. 

Οι συμμαθητές μου δέχτηκαν με χαρά τον νεοφερμένο, αλλά τα αγόρια των άλλων τάξεων, αποφάσισαν να «ελέγξουν» τους ξενομερίτες. Με σκληρούς καβγάδες εγώ και ο Δημήτρης υπερασπιστήκαμε την τιμή μας κι έτσι μας αναγνώρισαν ως άξιους της φιλίας τους. Έκανα στενή παρέα με τον Τόιβο Κουχρίνεν. Ήταν το στερνοπούλι μιας μεγάλης φινλανδικής οικογένειας από το χωριό Κουγιάλοβο, έξω από το Λένινγκραντ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εκτέλεσαν τον πατέρα του και τη μητέρα με τα τέσσερα παιδιά στις αρχές του πολέμου, τους «απομάκρυναν» στέλνοντάς τους στη Σιβηρία. Αρχικά από τον «Δρόμο της ζωής», μέσα από τους μισοβομβαρδισμένους πάγους της λίμνης Λάντοζκα και στη συνέχεια με βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών. Η μητέρα τους αρρώστησε κατά τη διαδρομή και πέθανε στο νοσοκομείο του σταθμού Τίνσκαγια, πριν φτάσει στη Ζαβόντοβκα. Ο Τόιβο μου στάθηκε σαν αδελφός και τώρα με χαρά συνειδητοποιώ πως η σχεδόν εβδομηντάχρονη φιλία μας άντεξε όλες τις δοκιμασίες του χρόνου και έφτασε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Θα ήταν σωστό να σημειώσουμε πως το Κουγιάλογο ήταν ένα φινλανδικό χωριό και πως η πρώτη λέξη που είπε στα ρωσικά ο Τόιβο στη Ζαβόντοβκα, ήταν η λέξη «σκρόφα», ενώ τώρα πια στη «μητρική» του γλώσσα κάθε δύο λέξεις που λέει, πετάει και μία βρισιά. Βλέπετε, οι Φιλανδοί στη γλώσσα τους δεν έχουν βρισιές. Μία συνηθισμένη σκηνή εκείνης της εποχής: όλοι όσοι ήταν από τις χώρες της Βαλτικής έκαναν φασαρία στη γλώσσα τους, κουνούσαν τα χέρια τους, αλλά έβριζαν στα ρωσικά. 

Ύστερα από λίγο με εξέλεξαν γραμματέα της τοπικής οργάνωσης της Κομσομόλ. Ήμουν πολύ περήφανος και ήθελα από τη νέα μου θέση να κάνω κάτι χρήσιμο και σημαντικό. Είχα ακούσει πως πέρα από τους βάλτους, κοντά στο Κρασλάγκ–161, σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοβκα, έβρισκαν κομμάτια λιθάνθρακα. Στην αρχή του χειμώνα λοιπόν, πρότεινα να οργανώσουμε τη γεωλογική «αποστολή» για να αναζητήσουμε φλέβες λιθάνθρακα, που τόσο μεγάλη ανάγκη είχε η Πατρίδα. Όλα τα μέλη της Κομσομόλ ανταποκρίθηκαν στο τυχοδιωκτικό μου κάλεσμα και με το έπεσε το πρώτο χιόνι, πήραμε τον δρόμο χρησιμοποιώντας αυτοσχέδια πέδιλα του σκι. Για τα δεδομένα της Σιβηρίας, δεν έκανε πολύ κρύο, ήταν μόλις 15 βαθμοί υπό το μηδέν, αλλά δεν ήταν για μένα. Εγώ ακόμη και τους ζεστούς σχετικά χειμώνες στο Τμπιλίσι, υπέφερα. Έτσι, δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα, όταν πάγωσαν τα χέρια στα μανίκια μου που είχαν επένδυση από τομάρι σκύλου και τα πόδια μου, παρόλο που φορούσα τσόχινες μπότες. Θόλωσαν τα μάτια μου από τον πόνο. Οι φίλοι μου όταν είδαν πως δεν είμαι καθόλου καλά, αποφάσισαν να φτιάξουν καταφύγιο και να ανάψουν φωτιά. Η ανιψιά του διευθυντή του σχολείου, χωρίς καμία υστεροβουλία, θέλοντας να με φροντίσει, ξεκούμπωσε τον επενδύτη της και μου είπε να βάλω τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες της. Αγγίζοντας το ζεστό κορμί μιας ήδη μεγάλης, δεκαπεντάχρονης κοπέλας, μου κόπηκε η ανάσα, νόμιζα ότι το μελαψό μου δέρμα δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι έγινα κόκκινος σαν παντζάρι. Κανείς όμως δεν πρόσεξε τίποτα ή δεν έδωσε την παραμικρή σημασία σε αυτό, ενώ εγώ για ώρα πολλή δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τα «ζωώδη ένστικτα» που με είχαν κυριεύσει. Αχ, αυτό το εκρηκτικό μείγμα του ελληνο-αρμενικού αίματος, με μικρή δόση ιουδαϊκού νέκταρ. Ωρίμασα πολύ νωρίς και οι ορμόνες από τότε κιόλας χοροπηδούσαν, αλλά «στη λειψή γελάδα δεν έδωσε κέρατα το Θεός». Είμαι κοντός και αυτό σφράγισε τη δύσκολη ζωή μου.

Βρήκαμε όμως λιθάνθρακα και ήταν ευτυχισμένοι. Στείλαμε επιστολή στη διοίκηση της περιοχής και παραμονές της Πρωτοχρονιάς πήραμε απάντηση στην οποία μας έλεγαν πως είναι τα κατάλοιπα του κοιτάσματος Κανσκ-Ατσίνσκ και δεν έχουν αξία. Φυσικά εμείς απογοητευτήκαμε, δηλαδή δεν θα μας θεωρούσαν πια ήρωες των σταλινικών πεντάχρονων πλάνων, αλλά παρηγορούσαμε τον εαυτό μας με τη λέξη «προς το παρόν» που υπήρχε στην απάντηση. Η λέξη αυτή αποδείχτηκε προφητική: ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όταν δούλευα στο Υπουργείο Ενέργειας και Ηλεκτρισμού της Ε.Σ.Σ.Δ. άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων. 

Η ζωή στη Σιβηρία δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη ζωή στο γενέθλιο Τμπιλίσι. Η φτώχεια της καθημερινής ζωής και του ηθικού μιας χούφτας ντόπιων-«εποίκων» και της συντριπτικής πλειοψηφίας των παλιών εξόριστων, επιδρούσε άσχημα, προκαλώντας τρομακτική κατάθλιψη. Πολύ γρήγορα συνηθίσαμε στις διαρκείς βρισιές και τα μεθύσια, θεωρώντας πως είναι ένα συνηθισμένο στοιχείο της καθημερινής ζωής, υπήρχαν όμως πράγματα τα οποία ήταν οριακά με την πρωτόγονη βαρβαρότητα και τα οποία ήταν αδύνατο να τα αποδεχτούμε. Για παράδειγμα, η σπιτονοικοκυρά μας, εκεί όπου μας εγκατέστησαν προσωρινά αμέσως μετά την άφιξή μας, σκότωνε τις ψείρες και τα αυγά τους με το μαχαίρι στα κεφάλια των παιδιών της, μετά το σκούπιζε στη φούστα της και έκοβε το ψωμί για να τους δώσει να το φάνε. Δεν ήταν κάποια αμόρφωτη χωρική, αλλά η σύζυγος του προϊσταμένου του Γραφείου Σχεδιασμού της αγροκτήματος χημικής επεξεργασίας. Η «αφρόκρεμα» της τοπικής κοινωνίας, θα λέγαμε. Δεν μπορούσα να συνηθίσω και τους απόπατους που είχαν. Οι τοίχοι των ετοιμόρροπων «σημείων γενικής χρήσης» (συνήθως ένα για αρκετά σπίτια), ήταν εσωτερικά πασαλειμμένοι με κόπρανα... Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σκουπιζόταν με τα χέρια του... Δεν αναφέρω καν για το πόσο επιδέξια φυσούσαν τη μύτη τους στον δρόμο, πιέζοντας τα ρουθούνια με τα δάχτυλά τους. Χρειάζεται, άραγε, να μιλήσω για οδοντόβουρτσες; Εγώ προσωπικά για έξι χρόνια ούτε καν θυμόμουν την ύπαρξή τους. 

Κι όμως, πόσοι άνθρωποι επιβίωναν σε αυτή τη βαρβαρότητα. Από τους «αριστοκράτες που γλίτωσαν» μέχρι τους «πραγματικούς κομμουνιστές». Αυτούς τους ανθρώπους, όντως, τους συνάντησα στη συνέχεια στις εσχατιές της Σιβηρίας. Με τα κόκαλα της ελίτ πολλών λαών έχει εμπλουτιστεί η γη της Σιβηρίας. 

Την άνοιξη άρχιζαν οι δραπετεύσεις των φυλακισμένων από τη «Ζώνη» του Στρατοπέδου Καταναγκαστικών Έργων του Κρασνογιάρσκ Νο 16, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη Ζαβόντοβκα. Οι φυγάδες κατάδικοι ήταν πολύ επικίνδυνοι, κάθε συνάντηση μαζί τους οδηγούσε σε κακό, αφού αυτοί, συνήθως, δεν άφηναν ζωντανούς μάρτυρες, μιας και δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Μια φορά, σε έναν από τους συνοικισμούς κοντά στο χωριό μας, προκειμένου να βρουν τρόφιμα, έσφαξαν μία ολόκληρη οικογένεια. Όταν έβρισκαν τα ίχνη τους και τους περικύκλωναν οι «τυφεκιοφόροι» (οι δεσμοφύλακες του στρατοπέδου που ανήκαν στις στρατιωτικές μονάδες του Υπουργείου Εσωτερικών), δεν έπαιζαν μαζί τους, τους πυροβολούσαν επί τόπου και συνέτασσαν Πρωτόκολλο «για απόπειρα δραπέτευσης». Τώρα καταλαβαίνω πόσο μεγάλο κίνδυνο διατρέχαμε όταν συχνά πυκνά η παρέα μας πήγαινε να διανυκτερεύσει στην ταϊγκά κι ανάβαμε φωτιές.

Οι «τυφεκιοφόροι» ζούσαν σαν κι εκείνους που φυλούσαν. Συχνά, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, πήγαιναν να κυνηγήσουν φυγάδες ή απλά όταν ήταν σε άδεια, έρχονταν σ’ εμάς στη Ζαβόντοβκα, μεθούσαν σαν γουρούνια και έκαναν θηριωδίες σαν πραγματικοί εγκληματίες. Ένα βράδυ, πυροβόλησαν με τα αυτόματά τους τον φράχτη του περιβολιού μας. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν όλοι στο σπίτι και φτιάχναμε πιλμένι2. Μαζί μας ήταν και μία φίλη της οικογένειας, η Ζόγια, σύζυγος του «δεσμοφύλακά» μας, ενός χρυσού ανθρώπου, νεαρού ανθυπολοχαγού της μυστικής αστυνομίας, του Βίκτωρα Αλεξάντροβιτς Πολούχιν. Αυτά τα περιστατικά τρόμαζαν ακόμη και τους άντρες της μυστικής αστυνομίας, αλλά δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τους αποχαλινωμένους στρατιώτες. Συχνά είχαμε και μαζικούς καβγάδες ανάμεσα στους ντόπιους νεαρούς για τα μάτια κάποιας κοπέλας. Μία φορά έδειραν τον Δημήτρη μας, έτσι, χωρίς λόγο και αφορμή, του έσπασαν ένα δόντι. Απλά, βρέθηκε στον δρόμο ενός μεθυσμένου. Μια άλλη φορά οι φίλοι του Δημήτρη συνάντησαν έναν στρατιώτη που δεν τους είχε πειράξει ούτε είχε κάνει κάτι, αλλά τον έδειραν για «εκδίκηση». Έτσι ζούσαμε, σε ένα περιβάλλον αμοιβαίου μίσους. Εμάς όμως, τα μέλη των Οκτωβριανών3 και των Πιονιέρων, μας δίδασκαν πως «Στρατός και Λαός ενωμένοι». 

Θυμάμαι μία λεπτομέρεια από τη ζωή μας στο Τμπιλίσι. Όταν ήταν να γίνει η μεταγωγή του πατέρα μαζί με μία μεγάλη ομάδα κρατουμένων στην εξορία, η μητέρα και μερικές άλλες γυναίκες θέλησαν να πάνε στον σταθμό και έστω από μακριά να δουν τους δικούς τους. Στον δρόμο όμως συνάντησαν ένα γνωστό τους που επέστρεφε από εκεί και τρομαγμένος τους είπε: «Για όνομα του Θεού, μην πάτε εκεί, δεν είναι στρατιώτες, μα θηρία. Οι Ρώσοι δεν ξέρουν τι θα πει συμπόνια, από δεκάδες μέτρα οπλίζουν τα ντουφέκια τους και σημαδεύουν». Αυτοί είναι οι Ρώσοι στρατιώτες, τους οποίους εμείς σώζαμε από τους χιτλερικούς; Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Ήταν εκείνοι στους οποίους, εμείς τα μικρά παιδιά, πηγαίναμε στα νοσοκομεία για να ακούσουμε τις μεγάλες τους διηγήσεις για τον αληθινό ηρωισμό του Ρώσου στρατιώτη. Τους θαυμάζαμε κι εκείνοι μερικές φορές μας φίλευαν, δίνοντάς μας κάτι φαγώσιμο. Κι εμείς όμως ήμασταν πολύ ψυχοπονιάρηδες. Συχνά μοιραζόμασταν το τελευταίο κομμάτι ψωμιού με τους αιχμαλώτους πολέμου Γερμανούς, ένας τεράστιος αριθμός των οποίων εργάζονταν σε διάφορες οικοδομές. Ακούγαμε και για τους δικούς τους «ηρωισμούς» με μεγάλο ενδιαφέρον και δεν μας φαίνονταν τόσο τρομεροί όπως τους έδειχναν στα κινηματογραφικά έργα. 

Μία άλλη κατηγορία κατοίκων του στρατοπέδου στο Κρασνογιάρσκ, με τους οποίους ερχόμασταν συνεχώς σε επαφή ήταν οι λεγόμενοι «λογοτιμήτες». Δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι ποινικοί, η ποινή των οποίων έληγε ύστερα από λίγο. Συνήθως, συνεργάζονταν με τη διοίκηση. Συμπεριφέρονταν πολύ καλύτερα από τους «τυφεκιοφόρους». Εκτός από βότκα και γυναίκες, δεν ήθελαν τίποτα άλλο. Οι αμετανόητοι εγκληματίες τους φώναζαν περιφρονητικά «ανεμοδούρες». Ορισμένοι από αυτούς, μετά τη λήξη της ποινής τους, έμεναν μαζί με τις «φίλες» τους στη Ζαβόντοβκα. Βλέπετε, πολλοί κατάδικοι έβλεπαν τις οικογένειές τους να διαλύονται ύστερα από πολλά χρόνια στη φυλακή και δεν είχαν πού να πάνε. Δεν τους περιμένουν όλους να βγουν από τη φυλακή. Οι ποινές στην χώρα μας είναι εξοντωτικές, ακόμη και για ήσσονος σημασίας παραπτώματα. Δεν είναι χωρά η δική μας, μα μια τεράστια «Ζώνη4». 

Μέρες ολόκληρες τα μεγάφωνα που ήταν στην στέγη του γραφείου του αγροκτήματος, μεταδίδοντας σε όλο το χωριό και στην ταϊγκά εκεί γύρω, πότε ανακοινώσεις για τις «επιτυχίες μας στη δουλειά», πότε μοντέρνα αισιόδοξα τραγούδια και πότε μελαγχολικά λαϊκά. Σε αυτά τα τραγούδια μπορούσες να καταλάβεις πώς αισθανόταν κάπου μακριά στη στέπα ο αμαξάς, ο αλήτης στην περιοχή πέραν της Βαϊκάλης, ο φυλακισμένος στο φρούριο Σλέσιμπεργκ, οι ναυτικοί που τα ίχνη τους χάθηκαν στη Βόρεια θάλασσα. Κι όλες εκείνες τις στιγμές ήθελες να ουρλιάξεις σαν λύκος από το αίσθημα του απόλυτου αδιέξοδου που σ’ έπνιγε. Πιο πολύ απ’ όλα με τσάκιζε η αίσθηση της τεράστιας απόστασης που με χώριζε από το γενέθλιο Τμπιλίσι. Την εποχή εκείνη δεν ξέραμε καν πως υπάρχει αεροπορική συγκοινωνία, ενώ, για να φτάσουμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς, έπρεπε να ταξιδέψουμε δύο εβδομάδες. Η ζωή στο Τμπιλίσι, με τον πολιτισμό του, τα θέατρά του, τους συγγενείς, τους φίλους, ήταν μία απόκοσμη οφθαλμαπάτη. Ενώ εκεί... ταϊγκά, ταϊγκά, ταϊγκά, χωρίς αρχή και τέλος. Ο τρόμος με τις δασικές πυρκαγιές που καταβρόχθιζαν ολόκληρες περιοχές. Ποτέ δεν θα λησμονήσω πως έτρεξα οκτώ χιλιόμετρα με δάκρυα στα μάτια για να προειδοποιήσω τους κατοίκους της Ζαβόντοβκα, ότι πλησιάζει μία πυρκαγιά και στη συνέχεια να προσπαθήσω μαζί με τους συντρόφους μου να τη σβήσουμε. Τότε ο Θεός μάς λυπήθηκε και η φωτιά δεν πέρασε στις κορφές των δέντρων, διαφορετικά θα είχαμε χαθεί όλοι. Μόνο μία φορά είδα πυρκαγιά να καίει τις κορφές των δέντρων, αλλά από ασφαλή απόσταση, όταν ταξίδευα με ατμόπλοιο σε κάποιο από τα ποτάμια της Σιβηρίας. Είναι ένα μεγαλειώδες και τρομακτικό θέαμα. Η φωτιά μεταδίδεται με τρομερή ταχύτητα, πράγμα που δεν επιτρέπει ούτε στα αγρίμια να γλιτώσουν. Συνήθως, τρέχουν μόλις νιώσουν τον κίνδυνο από χιλιόμετρα μακριά. 

Παρόλα αυτά, έπρεπε να ζήσουμε και να επιβιώσουμε σε αυτές τις συνθήκες. 

Λίγο μετά την άφιξή μας, μας έδωσαν ένα ξεχωριστό οίκημα, το μισό ενός καλού, ξύλινου σπιτιού, το οποίο χωριζόταν στην «τραπεζαρία», ένα μέρος του δωματίου με ένα χοντροκομμένο τραπέζι, πάγκους, ένα ξυλοκρέβατο και ράφια για τα οικιακά σκεύη, και μέσα από ένα λεπτό χώρισμα ήταν η «κρεβατοκάμαρα» με τρία ξυλοκρέβατα. Αυτά ήταν όλη κι όλη η φτωχή μας επίπλωση. Κρεμούσαμε τα ρούχα σε καρφιά στους τοίχους. Δίπλα στην είσοδο υπήρχε ένα τεράστιο τζάκι, μέρος της οποίας ήταν μία μαντεμένια πλάκα, πάνω στην οποία ετοιμάζαμε το φαγητό μας. Το δωμάτιο χωριζόταν από την είσοδο με ένα ευρύχωρο προθάλαμο, όπου υπήρχε ένα τεράστιο βαρέλι χωρητικότητας 200 λίτρων με λάχανο τουρσί, καλάθια με μανιτάρια και αγγουράκια. Την άνοιξη βάζαμε άλλο ένα βαρέλι 200 λίτρων, το οποίο γεμίζαμε με χυμό σημύδας, ρίχναμε κομμάτια μαύρου ψωμιού και έτσι είχαμε ένα θαυμάσιο κβας με το οποίο σβήναμε τη δίψα μας όλο το καλοκαίρι. Εκτός από αυτό, αποθηκεύαμε για τον χειμώνα τριμμένα με ζάχαρη φρούτα του δάσους, σμέουρα, βατόμουρα, κόκκινα και λευκά φραγκοστάφυλα. Απολαμβάναμε και τους σπόρους των κέδρων. Το γεγονός ότι δεν πεινούσαμε ήταν ένα από τα θετικά της ζωής μας στη Σιβηρία σε σχέση με τα χρόνια της πείνας στο Τμπιλίσι. Η Σιβηρία είναι γενναιόδωρη, αρκεί να μην τεμπελιάζεις. 

Είχαμε ένα αρκετά μεγάλο νοικοκυριό. Έξω από το χωριό είχαμε ένα πατατοχώραφο, ενώ στο περιβόλι μας καλλιεργούσαμε παπαρούνα, αγγούρια, λάχανα, μπιζέλια, φασόλια, ντομάτες. Βέβαια, δεν προλάβαιναν να ωριμάσουν για να πάρουν εκείνο το εκτυφλωτικά κόκκινο χρώμα. Τα βάζαμε μέσα σε τσόχινες μπότες δίπλα στο τζάκι για να ωριμάσουν. Τον χειμώνα γεμίζαμε το υπόγειο με πατάτες (μέχρι 50 τσουβάλια), για να φτάσει για εμάς, την αγελάδα με το μοσχαράκι και τα τρία γουρουνόπουλα. Είχαμε τα πάντα, κρέας, γάλα, σμετάνα, ανθότυρο, τυρί, ξινόγαλα. Η μητέρα φρόντιζε για τα πάντα. Είχε όμως ελεύθερο χρόνο για να μας καλομαθαίνει με νόστιμες πίτες. Μερικές φορές όμως η μητέρα είχε κρίσεις πονοκεφάλων που την έφερναν σε σημείο να χάνει τις αισθήσεις της. Ο τοπικός νοσοκόμος κουνούσε τα χέρια του, δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει την αρρώστια της, ούτε και να τη βοηθήσει κάπως. Οι κύριοι βοηθοί της μητέρας ήμασταν εγώ με τον Δημήτρη. Τον χειμώνα, τις πιο δύσκολες δουλειές, να κουβαλήσει νερό, να κόψει ξύλα, τις έκανε ο Δημήτρης, ανεξάρτητα από τη νεαρή του ηλικία, αφού ήταν πολύ δυνατός. Εγώ βοηθούσα στο περιβόλι και καθάριζα το παχνί. Τον χειμώνα καθαρίζαμε συχνά το παχνί, γιατί όταν έχει παγωνιά η κοπριά πάγωνε στο πάτωμα και τότε έπρεπε να το σπάνε με λοστό. Αν και ήμασταν αγόρια, μάθαμε να αρμέγουμε την αγελάδα. 

Ο πατέρας στο μεταξύ έγινε «μεγάλος και τρανός» στο χωριό μας. Ήταν επιστάτης και υπεύθυνος για όλες τις υποδομές της Ζαβόντοβκα: για την πριονοκορδέλα, το ξυλουργείο, το γκαράζ, τον σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, το τουβλοποιείο, ακόμη και για τα λουτρά. Ουσιαστικά, εκείνος τα είχε φτιάξει όλα. Έφευγε στις έξι η ώρα το πρωί, ερχόταν βιαστικά να φάει μεσημεριανό και επέστρεφε στο σπίτι αργά το βράδυ. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και κύρους στο χωριό. Αποκτήσαμε φίλους. Ανάμεσα στους στενούς φίλους της οικογένειάς μας, ήταν οι Έλληνες Μαρκόπουλοι, οι Αρμένοι Γκεβορκιάν, οι Εβραίοι Καγκάν, ο Απχάζιος Τσέιμπα, οι νεαρές δασκάλες μου στο σχολείο, λίγο μεγαλύτερες από τον Λάζαρο και, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η οικογένεια του ανθυπολοχαγού του διοικητηρίου (όργανο, επιφορτισμένο με τη φύλαξη των κρατουμένων) Βίκτωρ Πολούχιν. 

Πρέπει να πούμε πως η ζωή στη Σιβηρία έδειχνε τον χαρακτήρα των ανθρώπων, φώτιζε δυνατά και τα καλά και τα άσχημα, ανεξάρτητα από το αν ο άλλος ήταν εξόριστος, ποινικός ή δεσμοφύλακας. Ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες των κατοίκων υπήρχαν και θηρία, αλλά και αξιοπρεπείς άνθρωποι. Ο Βίκτωρ Πολούχιν ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους, στους οποίους η υπηρεσία στα όργανα Ασφαλείας, δεν χάλασαν τον χαρακτήρα του και δεν τον έκαναν να είναι σκληρός. Τον θυμάμαι ως ιδεαλιστή και ρομαντικό, αλλά και ως παθιασμένο κυνηγό. Η φιλία μας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της εξορίας μας, όταν μετά το 1955 θα αποστρατευτεί και θα πάει να ζήσει στην περιοχή της Μόσχας. 

Στο ήθος πολλών καταδίκων αναφέρθηκα ήδη, αλλά μεταξύ των πολιτικών κρατουμένων υπήρχαν άνθρωποι εξαιρετικά καλλιεργημένοι, οι οποίοι κάποτε κατείχαν υψηλόβαθμα αξιώματα στην κοινωνία, πραγματικοί διανοούμενοι, τόσο εξωκομματικοί, όσο και πραγματικοί κομμουνιστές με αρχές. Οι ντόπιοι πιτσιρικάδες σε τούτες τις ερημιές της Σιβηρίας οφείλουν πολλά για τη μετέπειτα πορεία, μόρφωση και καλλιέργειά τους. Πολλοί φίλοι και συνομήλικοί μου, οι οποίοι κατάφεραν να «γίνουν άνθρωποι», με βαθιά ευγνωμοσύνη τιμούν τη μνήμη αυτών των «εχθρών του λαού», οι οποίοι τους μπόλιασαν με την αγάπη για τη γνώση.

Η ανάγκη να ζήσουν καλά σε εκείνα τα μέρη, κατά τη διάρκεια της μακράς εξορίας, ίσως και για πάντα, υποχρέωνε τους εξόριστους να καλύψουν τις δυσκολίες της βιοτής, να προσαρμοστούν στις συνθήκες. Οι καταγόμενοι από τη Βαλτική διανοούμενοι οργάνωναν στη λέσχη καλλιτεχνικές δραστηριότητες, μουσικές βραδιές και χορούς, ιδίως στις αργίες. Στο σχολείο, είχαμε τον δικό μας «θίασο». Εγώ που κάποτε διοργάνωνα παραστάσεις για όλη τη γειτονιά μας στο Τμπιλίσι, έπαιζα την «Απαγωγή του θείου Τομ» έναν νέγρο, ενώ στη «Νεαρή φρουρά6» τον Ράντικ Γιούρκιν. 

Κάποιες φορές, στις αργίες, μας έφερναν στη Ζαβόντοβκα κινηματογράφο. Έρχονταν στην πρωτεύουσα του αγροκτήματος και οι κάτοικοι των κοντινών συνοικισμών. Έδειχναν ταινίες με τις ώρες, αλλά σταδιακά. Κάθε δέκα λεπτά, κούρδιζαν τη μηχανή προβολής. Στη συνέχεια, έκαναν την εμφάνισή τους σύγχρονες κινηματογραφικές μηχανές των 16 χιλιοστών και το κούρδισμα γινόταν κάθε τριάντα λεπτά. Οι πολυχρησιμοποιημένες όμως ταινίες κόβονταν πολύ συχνά και τότε, ανάβοντας το φως, η νεολαία φώναζε: «Κάρβουνο χασάπη!» Πάντα μετά τον κινηματογράφο χορεύαμε. Φεύγοντας από τη λέσχη που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, ακολουθώντας τον μοναδικό δρόμο, χωρίζαμε σε παρέες και εξαφανιζόμασταν στο σκοτάδι. Δεν θυμάμαι να είχαμε ηλεκτρικούς φανοστάτες. Η πρωτόγονη ατμοκίνητη ηλεκτροπαραγωγική μηχανή δούλευε με κάρβουνα και έκλεινε στις 10 η ώρα το βράδυ. Αν η νύχτα ήταν αφέγγαρη, τότε, κυριολεκτικά, δεν μπορούσες να δεις πέρα από τη μύτη σου. Είναι δύσκολο να το φανταστεί αυτό κάποιος κάτοικος της πόλης ή ένας από τους κατοίκους των σύγχρονων χωριών. Για να εμψυχωθεί η παρέα των νεαρών, ο ακορντεονίστας «ο πρώτος του χωριού», έπιανε το ακορντεόν και τότε σε όλο το χωριό ακούγονταν τα σκωπτικά τετράστιχα. Όσο πιο σκοτεινή ήταν η νύχτα, τόσο πιο τολμηρά ήταν τα τετράστιχα. Τα αγόρια ξελαρυγγίζονταν φωνάζοντας: «Φούσκωσα την μπάκα της Μαριώς, μ’ έσυραν σε δίκη, μπροστά πηγαίνει τ' ακορντεόν, πίσω σέρνουν την κουφάλα!» Τα κορίτσια χωρίς χρονοτριβή, συνέχιζαν: «Φίλη καλή μου, σου δίνω συμβουλή, μην το δίνεις σε κανένα, κλείσε μ’ εφημερίδα το μ**νι» Τέτοια σκωπτικά στιχάκια θυμάμαι πολλά, παρά τις δεκαετίες που πέρασαν. 

Ένα άλλο «γεγονός», που έδινε ζωή στην καθημερινότητά μας, ήταν το λουτρό κάθε Κυριακή. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι πλένονταν οι άντρες, μετά το μεσημέρι οι γυναίκες. Πρέπει να πούμε πως κάθε άλλο παρά ντροπαλός ήμουν, αλλά δεν μπορούσε να ξεντύνομαι μπροστά στην ακόμη νεαρή γειτόνισσα με την οποία κάναμε μαζί μπάνιο κι έτσι κρυβόμουν πίσω από άλλους, πράγμα που γινόταν αντικείμενο πειραγμάτων. Οι πιο βιαστικές γυναίκες δεν περίμεναν πότε θα φύγουν και οι τελευταίοι άντρες που απολάμβαναν τον ατμό και, γελώντας φωναχτά, εισέβαλαν στο λουτρό έτσι όπως τις είχε γεννήσει η μάνα τους. Πόσο ζωηρές γίνονται οι γυναίκες όταν είναι πολλές μαζί! 

Με τον Δημήτρη λέγαμε πως το φουστάνι είναι και καλό και κακό. Δεν είχαμε μάθει να καπνίζουμε, αλλά μέσα σε μερικές εβδομάδες μάθαμε να βρίζουμε εξίσου καλά με τους ντόπιους, αλλά μόνο έξω από το σπίτι. Ποτέ δεν άκουσα τον πατέρα μου να βρίζει, Θεός φυλάξοι. Γι’ αυτό και δεν τολμούσαμε να δείξουμε μέσα στο σπίτι πόσο είχε εμπλουτιστεί το λεξιλόγιό μας. Την ημέρα των δέκατων έκτων γενεθλίων μου, δοκίμασα για πρώτη φόρα βότκα. Μιμούμενος τους ντόπιους, ήπια μονορούφι ένα ποτήρι. Συνήλθα ύστερα από ένα εικοσιτετράωρο, αλλά έπαψα πια να νιώθω «σαν την τρίχα στο ζυμάρι» ανάμεσα στους συνομήλικούς μου. 

Την άνοιξη μαζί με τον Δημήτρη και τους φίλους μας αρχίσαμε να δουλεύουμε στη δουλειά του πατέρα, στο συνεργείο, κουβαλώντας τα πυρότουβλα για τα τζάκια. Το αγρόκτημα είχε αγοράσει ειδικό ημιεπαγγελματικό μηχάνημα για να τα φτιάχνουν. Το μηχάνημα αυτό το δούλευαν μόνο το καλοκαίρι και μέσα στους λίγους μήνες που διαρκούσε, έπρεπε να προμηθεύει με τούβλα όλα τα νέα έργα μέχρι την επόμενη χρονιά. Όλη σχεδόν η δουλειά ήταν χειρωνακτική, έπρεπε να κουβαλάμε άργιλο και νερό, να τα ανακατεύουμε σε μία πρωτόγονη μπετονιέρα και μετά να ρίχνουμε αυτό το μείγμα που έμοιαζε με ζυμάρι στην επονομαζόμενη κρεατομηχανή, να κόψουμε από τον «κιμά» τούβλα, να τα βάζουμε στον φούρνο και την επόμενη ημέρα να τακτοποιούμε τα έτοιμα σε στοίβες. Ο επικεφαλής του συνεργείου ήταν ενήλικας, τα υπόλοιπα μέλη ήμασταν πιτσιρικάδες. Η αμοιβή ήταν, κατ’ αποκοπή, μεροκάματο. Ύστερα από λίγους μήνες, έχοντας κερδίσει αρκετά χρήματα, κατάφερα να πραγματοποιήσω το όνειρο μου, ένα μονόβολο κυνηγητικό όπλο διαμέτρου 16 χιλιοστών. Δεν κατάφερα να χορτάσω κυνήγι όμως μέσα στο πυκνό δάσος. 

Τελείωσα το επτατάξιο κι έπρεπε να αποφασίσω για το μέλλον μου και τι θα σπουδάσω. Δεκατάξιο σχολείο υπήρχε μόνο στην «πρωτεύουσα» της επαρχίας. Δεν είχε κανένα νόημα όμως να συνεχίσω το σχολείο εκεί. Το θέμα ήταν ότι τα παιδιά των «εχθρών του λαού», δεν γίνονταν δεκτά σε Α.Ε.Ι. και γι’ αυτό, μαζί με τον Φιλανδό φίλο μου Τόϊβο, αποφασίσαμε ότι, αν πρέπει να φύγουμε για να σπουδάσουμε, τότε να πάμε στο Κρασναγιάρσκ και να φοιτήσουμε στην τεχνική σχολή ποτάμιας ναυσιπλοΐας. Γιατί ποτάμιας; Γιατί ήμασταν ρομαντικοί και θέλαμε να γίνουμε καπετάνιοι. Κάνοντας ένα άλμα στο μέλλον, θα πω πως ο Τόιβο έγινε όχι μόνο καπετάνιος δάσκαλος, αλλά στη συνέχεια θα γίνει και ο πρώτος μηχανικός του ποτάμιου λιμένα του Γιακούτς. Η δική μου πορεία ήταν εντελώς διαφορετική. Τότε όμως, στο τέλος του καλοκαιριού του 1951, με τον Τόιβο πήγαμε στο Κρασνογιάρσκ για να βρούμε την τύχη μας. Δύο χρόνια αργότερα, στο Κρασνογιάρσκ θα έρθουν και τα αδέλφια μου για να σπουδάσει στη Γεωλογική Τεχνική Σχολή ο Λάζαρος μετά το δεκατάξιο σχολείο, έγινε δεκτός κατευθείαν στο τρίτο έτος, ενώ ο Δημήτρης στο πρώτο. Έτσι ολοκληρώθηκε ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μας, παρόλο που η Ζαβόντοβκα δεν εξαφανίστηκε εντελώς από αυτή, αφού οι γονείς μας συνέχιζαν να ζουν εκεί μέχρι το 1955 και εμείς τους επισκεπτόμασταν στις διακοπές. 

Διαβάστε το μέρος Α εδώ και το Β μέρος εδώ

Παραπομπές

1. Κρασλάγκ-16: στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων (Σ.τ.Μ.)

2.  Πιλμένι, πιτάκια κατεψυγμένα γεμιστά με κρέας, πατάτες, μανιτάρια ή τυρί. (Σ.τ.Μ)

3.  Οκτωβριανοί, οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ε.Σ.Σ.Δ. για παιδιά προσχολικής ηλικίας και των πρώτων τάξεων του σχολείου (Σ.τ.Μ)

4.  Ζώνη: το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων (Σ.τ.Μ.)

5. Κβας, είδος ρωσικής μπύρας, χωρίς αλκοόλ. Παρασκευάζεται από μαύρο σικαλίσιο ψωμί (Σ.τ.Μ)

6. Νεαρή φρουρά, μυθιστόρημα του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ (Σ.τ.Μ.)