Αλβανία, η πονεμένη χώρα

Αλβανία, η πονεμένη χώρα

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Εδώ στη γειτονιά έχουμε μόνο ένα μεγάλο εστιατόριο, το Marina, δίπλα στο ποτάμι. Είναι μπιραρία βασικά, καθώς ζυμώνει και τη δική του μπίρα σε κάτι πελώρια χάλκινα κωδωνόσχημα καζάνια που πιάνουν μπόλικο χώρο ανάμεσα στη σάλα και τις κουζίνες. Τον μισό χρόνο το Marina λειτουργεί και έξω, με πολλά ξύλινα τραπέζια στοιχισμένα πάνω σε μία ελαφρώς υπερυψωμένη πλατφόρμα, που είναι περιφραγμένη με έναν λουλουδάτο χαμηλό φράχτη από πυκνούς και πάντα καλοκουρεμένους θάμνους. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού έχει μανία με τα λουλούδια και την κηπουρική, κι όλο φωνάζει κηπουρούς να του φτιάξουν το ένα και το άλλο. Κάθε δεύτερο μήνα, ένα φορτηγό ξεφορτώνει δέκα πελώρια ζεμπίλια φορτωμένα με εκατό κιλά χώμα έκαστο — ένας τόνος χώμα για τις γλάστρες, τις ζαρντινιέρες και τα παρτέρια του.

Ο μαγαζάτορας έχει και μανία με τα (πολύ) ακριβά αμάξια και με το επίσης πολύ ακριβό ντύσιμο. Συχνά τον βλέπεις να έρχεται στο μαγαζί με μια τεράστια Ρολς Ρόις με κρεμ δερμάτινα καθίσματα και επίσης κρεμ ξύλινο ταμπλό, σαν να το πήρες από κότερο και να της το φόρεσες. Ο ίδιος φοράει πάντα πολύ καλά και κομψά κοστούμια, τόσο καλά μάλιστα που προσθέτουν πολύ στο παράστημά του — δεν είναι αρκετά ψηλός και έχει και μερικά κιλά παραπάνω. Για να τα συνδυάσουμε όλα αυτά, ας πούμε εδώ πως τον έχουμε δει να έρχεται με τη λιμουζίνα, να βγάζει από μέσα, σαν να κρατάει νυφικό ή άρρωστο σκυλί, ένα μάτσο φυντάνια, γεράνια και τέτοια, να κρεμάει κάπου το σακάκι τού σκούρου μπλε Ermenegildo Zegna, να σηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του, να παίρνει την τσάπα από το χέρι του κηπουρού και να φυτεύει ο ίδιος τα νέα φυτά στο φρέσκο χώμα δουλεύοντας για κάμποση ώρα. Όχι επειδή δεν εμπιστεύεται τον επαγγελματία? τον εμπιστεύεται. Απλώς τού αρέσει να καταγίνεται μ' αυτά.

Τώρα, το μαγαζί έχει δύο βασικούς σερβιτόρους που κάνουν την πιο πολλή δουλειά στην πλατφόρμα έξω και στη σάλα μέσα: έναν εξάδελφό του —μια ηλικία πάνω-κάτω με τον ίδιο: κάπου ανάμεσα στα πενήντα και τα πενήντα-κάτι— και έναν ανιψιό του, στα είκοσι πέντε με τριάντα. Από κοντά, δουλεύουν και τέσσερα-πέντε κορίτσια, βοηθοί σερβιτόρου, που οι περισσότερες πάνε κι έρχονται. Όμορφα κορίτσια, γελαστά, εξυπηρετικά, με εξίσου όμορφα ονόματα όλες τους: Αντελίνα, Αφροντίτα, Εντέλα, Ζαμίρα, Λιντίτα, Μπελίντα, Μαρσέλα, Ντορουντίνα, Ροβένα, Σιντορέλα. Παραπίσω στην κουζίνα, που αστράφτει, δουλεύει πολύς κόσμος, κάπου δέκα νοματαίοι. Η μπιραρία μας δεν μένει ποτέ από δουλειά, ακόμη και όταν δεν έχει κάποιο μεγάλο, διεθνές ματς για να το δείχνει στις μεγάλες τηλεοράσεις που παίζουν όλη μέρα αθλητικά, χωρίς ήχο.

Το Marina έκλεισε αυτές τις μέρες, σε ένδειξη πένθους για τον φονικό σεισμό στην Αλβανία. Ο ιδιοκτήτης του, και όλο το προσωπικό, είναι Αλβανοί. Περνάμε από μπροστά —είναι η βόλτα μας— και, θέλοντας και μη, το μυαλό μας πάει πια όλο εκεί, στους ανθρώπους που υποφέρουν από τα αποτελέσματα του σεισμού — δηλαδή από τα αποτελέσματα του αθροίσματος του σεισμού και της ανθρώπινης-διοικητικής ανεπάρκειας: οι σεισμοί, τις 999 από τις 1.000 φορές, δεν σκοτώνουν από μόνοι τους.

Δεν θέλω να πω άλλα για τους σεισμούς —έχω ζήσει όλους τους μεγάλους από το '79 και μετά, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα—, μα ούτε και για την Αλβανία και τους Αλβανούς, τους πανάξιους αυτούς ανθρώπους: τα έχω πει πολλές φορές με άλλες ευκαιρίες, και μάλλον γίνομαι κουραστικός. Απλώς πάντα βγάζω το καπέλο σε όποιον δεν το βάζει κάτω, διασχίζει βουνά και θάλασσες, και πάει κάπου αλλού για να στεριώσει, να καζαντίσει και να δρέψει το μερίδιο της ευτυχίας που δικαιωματικά τού αναλογεί. Σε όποιον κυνηγά με πείσμα όλα αυτά που για εμάς —τους Έλληνες της Μεταπολίτευσης και δώθε— είναι αυτονόητα.

Τα γράφω αυτά για δυο άλλους λόγους. Ο ένας είναι προφανής: για να ενώσω κι εγώ τη φωνή μου —όση αξία μπορεί να έχει κάτι τέτοιο— με όλους τους συμπατριώτες μας που εύχονται κουράγιο και δύναμη στους αδελφούς μας Αλβανούς.

Ο άλλος είναι ο εξής.

Ο ένας από τους δύο σερβιτόρους, ο μεγάλος, μιλά πολύ καλά ελληνικά. Πολύ καλά. Έζησε κάμποσα χρόνια στην Ελλάδα, την αγαπά πολύ, δεν την ξεχνά, και πάει ακόμα για διακοπές εκεί με την οικογένειά του. Μ' αυτόν είναι που μιλάμε περισσότερο και που μας λέει διάφορα. Για παράδειγμα, μας εκμυστηρεύτηκε τις προάλλες πόσο δυσκολεύεται ο ξάδελφός του, ο ιδιοκτήτης της μπιραρίας, να βρει προσωπικό ανάμεσα από τους ντόπιους. (Γι' αυτό και αναγκάζεται ο ίδιος να δουλεύει στο μαγαζί, αν και οι δικοί του ζουν σε άλλη χώρα). Μας λέει όμως κι άλλα. Είναι και χωρατατζής και τον αγαπάμε πολύ. Είναι ένας από αυτούς που χτίσανε τα Μεγάλα Έργα στη χώρα μας, και μας βοήθησαν να κάνουμε και τους Αγώνες το 2004.

Ο άλλος σερβιτόρος τώρα, ο νεαρός ανιψιός του ιδιοκτήτη, καλό και σεβαστικό παιδί, όμορφος και καλοστεκούμενος, που αγαπά πολύ τα σκυλιά και όλο παίζει με τα δικά μας (αφήνοντας τη δουλειά!), έφτασε αργότερα εδώ στην Πράγα και στο μαγαζί, και πληροφορήθηκε βέβαια αμέσως πως εμείς είμαστε Έλληνες. Δεν ξέρω τι έχει μάθει από πιτσιρίκι, τι έλεγαν μέσα στο σπίτι του για το κυνήγι και τις βρισιές που έφαγαν, και πόσο βαθιά είναι τα τραύματα που ακόμα κουβαλά αυτό το παλικάρι μέσα του. Πάντως, όταν τον ρωτήσαμε τον πρώτο καιρό που ήρθε εδώ από πού είναι, βιάστηκε να μας πει χωρίς να μας κοιτά στα μάτια:

«Από την Ιταλία».

Ντραπήκαμε πολύ για λογαριασμό μας. Και δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ αυτό. Ποτέ.