Ακύρωση του Brexit μέσω Λουξεμβούργου;

Ακύρωση του Brexit μέσω Λουξεμβούργου;

Του Χάρη Τσιλιώτη*

Σήμερα εξεδόθη σε χρόνο ρεκόρ από την ημέρα που συζητήθηκε (27-11-2018) ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) η απόφαση του τελευταίου στην γνωστή υπόθεση Wightman κλπ κατά του Υπουργού αρμόδιου για θέματα αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ, η οποία προκλήθηκε κατόπιν παραπεμπτικού ερωτήματος Σκωτσέζικου Δικαστηρίου (Session Court of Scotland) προς το ΔΕΕ. Με την απόφαση αυτή το ΔΕΕ κρίνει ότι είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 50 Συνθήκης ΕΕ (ΣΕΕ) η δυνατότητα ανάκλησης εκ μέρους του ΗΒ της απόφασής του να αποχωρήσει από την ΕΕ, όπως αυτή κοινοποιήθηκε από την Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 29 Μαρτίου 2017. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στις αρχές του χρόνου μία μερίδα Σκωτσέζων μελών του Βρετανικού Κοινοβουλίου, του Σκωτσέζικου Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέθεσαν προσφυγή ενώπιον του Σκωτικού Δικαστηρίου με την οποία στρέφονταν κατά της διακηρυγμένης θέσης της Βρετανικής Κυβέρνησης ότι η απόφαση για το Βrexit δεν μπορεί με βάση το Δίκαιο της ΕΕ και ειδικά το άρθρο 50 ΣΕΕ να ανακληθεί, θεωρώντας (οι Βουλευτές) ότι υφίσταται νομική δυνατότητα για ανάκληση της απόφασης.

Στο παρόν στάδιο πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής δύο πολύ σημαντικά δεδομένα: 1. Την θέση αυτή υποστήριξε η Βρετανική Κυβέρνηση και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court) του ΗΒ στην γνωστή υπόθεση Miller κλπ, κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υποχρέωσε την Κυβέρνηση να ζητήσει την έγκριση του Κοινοβουλίου με νόμο για να γνωστοποιήσει την πρόθεση του ΗΒ να αποχωρήσει από την ΕΕ κατά το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ. Την θέση αυτή το Δικαστήριο την δέχθηκε με μία παράδοξη αιτιολογία ότι επ' αυτού συμφωνούν οι διάδικοι (και οι ενάγοντες στην δίκη για τους δικούς τους λόγους) και κατά συνέπεια το Ανώτατο Δικαστήριο θα έπρεπε να την δεχθεί. 2. Η Σκωτία ψήφισε στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 για το Brexit σε ποσοστό 66% κατά του Brexit και υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και επ' αυτού συμφωνούν όλα τα Σκωτσέζικα κόμματα (κυρίως το Εθνικιστικό κόμμα Σκωτίας και οι Πράσινοι) και ένα μεγάλο ποσοστό Σκωτσέζων ψηφοφόρων των παραδοσιακών Βρετανικών κομμάτων (κυρίως οι Εργατικοί και οι Φιλελεύθεροι).

Δεδομένης της αρνητικής θέσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου του ΗΒ στο συγκεκριμένο θέμα, οι Σκωτσέζοι Βουλευτές δεν περίμεναν το θέμα να προκύψει σε περίπτωση που η Βρετανική Κυβέρνηση έθετε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέμα ανακλησιμότητας της απόφασης, κάτι το οποίο θεωρείτο μάλλον απίθανο λόγω της πάγιας εκπεφρασμένης θέσης της Κυβέρνησης Μέι ότι «Brexit means Brexit», δηλ. η απόφαση του λαού του ΗΒ όπως αυτή εκφράσθηκε στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 θα γίνει σεβαστή και το ΗΒ θα αποχωρήσει από την ΕΕ. Για τον λόγο αυτόν προκάλεσαν δικαστικά το θέμα αυτό στο δικό τους «γήπεδο», στην Σκωτία ενώπιον ενός Σκωτσέζικου δικαστηρίου, με την ελπίδα το τελευταίο να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει το άρθρο 267 παρ. 2 Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ στο Λουξεμβούργο με θέμα την ανακλησιμότητα της απόφασης του Brexit. Το Σκωτσέζικο Δικαστήριο κάνοντας μία υπέρβαση ως προς το παραδεκτό του ερωτήματος και με μία ρηξικέλευθη ερμηνεία της Συνθήκης ανέστειλε την διαδικασία ενώπιον του και απηύθυνε όντως το ερώτημα στο Λουξεμβούργο.

Το εντυπωσιακό είναι ότι το ΔΕΕ ασπάσθηκε την τολμηρή ερμηνεία του Σκωτσέζικου Δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό του ερωτήματος και εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης. Στην απόφασή του δέχεται ότι υπό το καθεστώς του άρθρου 50 ΣΕΕ, το γράμμα του οποίου σημειωτέον σιωπά επί του θέματος και μπορεί να ερμηνευθεί αμφίσημα, είναι επιτρεπτό στο ΗΒ να ανακαλέσει και μάλιστα μονομερώς, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την ΕΕ, που κατέθεσε στις 29 Μαρτίου 2017 και κατά συνέπεια και την απόφασή του αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση για την ανάκληση θα ληφθεί κατ' αναλογίαν της παρ. 1 του άρθρου 50 ΣΕΕ σύμφωνα με τις εσωτερικές συνταγματικές του διαδικασίες, θα γνωστοποιηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατ' αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 εδ. α΄ του ιδίου άρθρου και δεν θα συνιστά κατάχρηση δικαιώματος σύμφωνα με γενική αρχή του Δικαίου της ΕΕ. Οι παραδοχές αυτές έχουν ήδη δώσει μεγάλη επιστημονική τροφή για σχολιασμό, κριτική ή αποδοχή, θα τις αφήσουμε, όμως, προς το παρόν στην άκρη και θα ασχοληθούμε με τις πολιτικές συνέπειες της απόφασης.

Τι σημαίνει πολιτικά η απόφαση αυτή; Σημαίνει ακύρωση του Brexit; Η απάντηση είναι ότι το Δικαστήριο δεν ακυρώνει την απόφαση του ΗΒ για αποχώρηση αλλά καθιστά σαφές ότι η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί και μάλιστα μονομερώς από το ΗΒ. Το εάν και το πώς θα γίνει αυτό είναι εσωτερικό θέμα του ΗΒ.

Από την άλλη, όμως, εάν δούμε την πολιτική κατάσταση στο ΗΒ αυτή την στιγμή δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι επικρατεί όχι μόνο αβεβαιότητα αλλά πολιτική κρίση και μάλιστα άνευ προηγουμένου. Δεν αποκλείεται η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο της Κυβέρνησης και να οδηγηθούμε σε καταστάσεις επικίνδυνες. Η ανατροπή της Κυβέρνησης Μέι και ένα no deal Brexit, δηλ. μία αποχώρηση χωρίς συμφωνία, μπορεί να επιφέρουν μεγάλες αναταράξεις όχι μόνο στο ΗΒ αλλά και στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, δεδομένης της αδυναμίας της Κυβέρνησης Μέι να διαπραγματευθεί μία νέα συμφωνία με την ΕΕ αλλά και των τεράστιων κινδύνων που ελλοχεύει μία αποχώρηση χωρίς συμφωνία, θα αρχίσουν να πληθαίνουν οι φωνές και να γίνονται πιο δυνατές για ένα νέο δημοψήφισμα με σκοπό την πολιτική ακύρωση του Brexit, ένα ενδεχόμενο που ο γράφων είχε ήδη επισημάνει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 10 Ιουλίου 2018.

Μένει να αποδειχθεί τους αμέσως επόμενους μήνες, εάν όχι εβδομάδες ή και ημέρες, εάν τελικά το νομικό ζήτημα της ανακλησιμότητας της απόφασης του Brexit και η νομική απάντηση που έδωσε σε αυτό το ΔΕΕ θα καθορίσει την πολιτική τύχη του.

 

* Ο κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.