Αχρείαστες υπερβολές

Οι υπερβολές στην επικοινωνία, η αγχωμένη σπουδή για τη δημιουργία «κλίματος», μπορούν να βλάψουν τη χώρα και την κυβέρνηση όσο και η απειθαρχία στα μέτρα της καραντίνας.

Το γράφαμε, πάλι, πριν από λίγες ημέρες: ο σχεδιασμός της επικοινωνιακής στρατηγικής των ειδικών του ΕΟΔΥ και της κυβέρνησης είναι πολύ δύσκολος γιατί οι όροι της εξίσωσης που πρέπει να επιλυθεί δεν λειτουργούν συμπληρωματικά. Η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ πιο σύνθετο δίλημμα από το «Οικονομία ή δημόσια υγεία». Μια χώρα που εξαρτάται από τον τουρισμό, τον εξωτερικό δανεισμό και προσδοκά επενδύσεις, δεν πρέπει απλώς να καταφέρει να διαχειριστεί με επάρκεια την πανδημική κρίση αλλά να διατηρήσει την εικόνα της κι αυτό να το «βεβαιώσουν» πολλοί και διαφορετικοί επικοινωνιακοί πομποί. Οφείλει λοιπόν να «κάνει επικοινωνία» όπου μπορεί και όπως μπορεί.

Ας αφήσουν λοιπόν την εύκολη κριτική οι «επικοινωνιολόγοι των ψηφιακών καφενείων». Εδώ δεν μιλάμε για τη «μπουρδολογία» που διακινούσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μέσω των παπαγάλων τους για τις Πρέσπες. Μας έχει μείνει  αξέχαστο το μνημειώδες δημοσίευμα του TIME για το μελλοντικό νομπελίστα Αλέξη Τσίπρα το οποίο διακινούσαν και φιλελεύθεροι - δυστυχώς για κάποιους έχουμε πολύ δυνατή μνήμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι φίλοι του αυτά τα έκαναν προκειμένου να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στην κυβέρνηση. Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι αν ο Μητσοτάκης θα διατηρήσει την καρέκλα του (αυτό είναι το εύκολο) αλλά το αν θα αρχίσουμε να πεθαίνουμε μαζικά, ανά εκατοντάδες, από την πανδημία και αν θα πρέπει να οργανωθούν συσσίτια σε δεύτερο χρόνο. Κι όσοι νομίζουν ότι υπερβάλλουμε, μάλλον δεν διάβασαν τις προβλέψεις του ΔΝΤ το οποίο αν και στις προβλέψεις γενικά «δεν το χει», όπως έσπευσαν να θυμίσουν διάφοροι, όσο μεγάλο και να είναι το σφάλμα στους υπολογισμούς (κάτι εντελώς απίθανο) δεν είναι αρκετό για να αλλάξει την εικόνα της πραγματικότητας. Τα πράγματα είναι όπως τα έγραψε προχθές ο Θανάσης Μαυρίδης: θα πέσει πείνα.

Ναι, ήταν σαχλαμάρα το «σπινάρισμα» της είδησης για τα δήθεν εύσημα του Μπιλ Γκέιτς στην ψηφιακή πρωτοβουλία του ΕΟΤ και ήταν αχρείαστα κάποια δημοσιεύματα σε έγκριτα Μέσα υπογεγραμμένα από ελληνικά ονόματα γιατί δεν περιμένουν αυτά για να αγοράσουν το επταετές ομόλογο οι επενδυτές. Δηλαδή, φανταστείτε να υπογράψουμε εμείς ένα άρθρο υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη, να καταφέρουμε να το δημοσιεύσουμε στους New York Times και στη συνέχεια  να εμφανίζονται δημοσιεύματα του στυλ «Και οι New York Times καταγοητευμένοι με τον Μητσοτάκη!». 

Συνιστά «απόπειρα εξαπάτησης της ελληνικής κοινής γνώμης» αυτό πού έγινε; Σε καμία περίπτωση. Αν έπρεπε να περιγραφεί έτσι, θα το γράφαμε ανοιχτά. Το Liberal είναι το μοναδικό φιλοκυβερνητικό μέσο που από την πρώτη μέρα εξηγεί και αναλύει την πραγματικότητα για όσα μας ξημερώνουν. Αυτό που έγινε όμως ήταν μια αχρείαστη υπερβολή. 

Ναι, η εξίσωση είναι εφιαλτικά δύσκολη και δεν θα θέλαμε να βρισκόμασταν στη θέση των ομάδων του Μαξίμου και του ΕΟΔΥ. Έχουν να επιλύσουν ένα από τους πιο δύσκολους επικοινωνιακούς γρίφους. Όμως είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη στρατηγική η απόπειρα δημιουργίας κλίματος, όταν οι προβλέψεις για την εξέλιξη της κρίσης είναι πολύ δύσκολες επειδή στην πανδημία ο χρόνος μετριέται διαφορετικά: η διασπορά του ιού κάθε ημέρα γίνεται γνωστή μόνο μετά από δέκα ή και δεκαπέντε ημέρες. Αυτό καθιστά αδύνατη την αξιολόγηση της στρατηγικής μας ανά τακτά αλλά μικρά χρονικά διαστήματα, όπως επιβάλλουν οι κανόνες διαχείρισης των κρίσεων.  Και σε αυτό να προσθέσουμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα ακόμα δυσκολότερο εγχείρημα από την τήρηση των περιοριστικών μέτρων: τη σταδιακή άρση τους. 

Η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη και η αίσθηση ότι «τα πάμε καλά» δεν οφείλεται μόνο στο ότι η καμπύλη δείχνει τάσης άμβλυνσης αλλά στη διαπίστωση ότι μέσα σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση η Ελλάδα όχι απλώς ανταποκρίνεται αλλά βελτιώνεται και οργανώνεται καλύτερα. Οι Έλληνες βλέπουν την προσπάθεια η κρίση να μετατραπεί σε ευκαιρία.

Όμως σοβεί ο κίνδυνος η κυβέρνηση να καταλήξει να εκπέμπει διπλά μηνύματα που τελικά θα υπονομεύσουν την προσπάθειά της. Αυτό δεν θα συμβεί αν καταφέρει να περιορίσει τις υπερβολές.