Α. Μ. Λαρινά - Μπουχάρινα: Η τελευταία επιστολή του Νικολάι Ιβάνοβιτς Μπουχάριν

Α. Μ. Λαρινά - Μπουχάρινα: Η τελευταία επιστολή του Νικολάι Ιβάνοβιτς Μπουχάριν

54 χρόνια μετά την εκτέλεση του συζύγου της, η Λαρίνα - Μπουχάρινα, παίρνει στα χέρια της την τελευταία επιστολή που της έστειλε πριν την επαίσχυντη δίκη που είχε ενορχηστρώσει το κομμουνιστικό καθεστώς εναντίον του Νικολάι Μπουχάριν. 

Ήταν τα χρόνια της Μεγάλης σταλινικής Τρομοκρατίας. Η ίδια είχε μια δύσκολη ζωή, την οποία ο αναγνώστης μπορεί να μάθει διαβάζοντας εδώ και εδώ.

* * *

Οκτώβριος 1992

Είναι δύσκολο να περιγράψω την ψυχική μου κατάσταση, αφού διάβασα το γράμμα του Νικολάι Ιβάνοβιτς, το οποίο μου έφεραν στο νοσοκομείο 54 χρόνια αφ’ ότου γράφτηκε. Αυτό που για τον αναγνώστη είναι απλά ιστορία, έγινε για μένα ξαφνικά το σήμερα. Μέσα σε μία στιγμή, μεταφέρθηκε στην αιματοβαμμένη επικράτεια της Μεγάλης Τρομοκρατίας. 

Το διαμέρισμα μας ήταν νεκρό εκείνες τις ημέρες που προηγήθηκαν της σύλληψης, ούτε μία ζωντανή ψυχή δεν τολμούσε να επισκεφτεί εκείνον, τον οποίο οι εφημερίδες καθημερινά κατηγορούσαν για ανήκουστα εγκλήματα. Η μόνη που τόλμησε ήταν η Αυγούστα Πετρόβνα Κοροτκόβα, η αποκαλούμενη Φυλλοσκόπος, η οποία όντως θύμισε το πουλάκι με την εύθραυστη φιγούρα και ζει ακόμη.

Την νεκρική σιγή του διαμερίσματος έσπαγαν συχνά οι ταχυδρόμοι, οι οποίοι έφερναν τον ένα μετά τον άλλο τους φακέλους με τις συκοφαντικές καταθέσεις κατά του Μπουχάριν, ενώ τρεις φορές χτύπησε το κουδούνι ο ταχυδρόμος που έφερε ένα γράμμα από τον Μπορίς Παστερνάκ και ένα τηλεγράφημα από τον Ρομέν Ρολάν. 

Μία από εκείνες τις ημέρες, πριν την μοιραία Ολομέλεια Φεβρουαρίου - Μαρτίου του 1937 (μοιραία όχι μόνο για εμάς αλλά και για τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων), μαζί με τον Νικολάι Ιβάνοβιτς ήμασταν στο γραφείο. Ξαφνικά μπήκαν τρεις. Ανακοίνωσαν στον «σύντροφο Μπουχάριν», - έτσι εκφράστηκαν - πως πρέπει να μετακομίσει  από το Κρεμλίνο. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν πρόλαβε να πει τίποτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Στάλιν: 

- Τι γίνεται Νικολάι; Δηλαδή, πως ζεις, αγαπητέ μου; 

- Ήρθαν να με διώξουν από το Κρεμλίνο. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου το Κρεμλίνο, το μόνο που παρακαλώ να βρεθεί ένα χώρος για την βιβλιοθήκη μου. 

Εκείνη την στιγμή, το μόνο πράγμα που ενδιέφερε τον Νικολάι Ιβάνοβιτς, ήταν η βιβλιοθήκη του. Ήταν, όμως, ξεκάθαρο πως επίκειται η σύλληψη, προφανώς, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ήθελε να συνεχίσει την συζήτηση με τον Στάλιν, τον οποίο από καιρό ήθελε να συναντήσει. 

- Στείλτ’ τους στο διάβολο, είπε ο Κόμπα και κατέβασε το ακουστικό. Αυτοί που είχαν έρθει εξαφανίστηκαν αμέσως. Ήταν ανόητη η σκέψη να διώξουν τον Νικολάι Ιβάνοβιτς από το Κρεμλίνο, λίγες ημέρες αργότερα ο Κόμπα του έδωσε το τελευταίο του διαμέρισμα στο κελί. Ένα χρόνο αργότερα, ούτε το κελί χρειαζόταν... Ο Στάλιν, όμως, δεν ήθελε να σταματήσει να παίζει. 

Το παιχνίδι αυτό κρατούσε καιρό και ο Νικολάι Ιβάνοβιτς δεν το καταλάβαινε. Την άνοιξη του 1935 ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ήταν στην τελετή αποφοίτησης των Στρατιωτικών Ακαδημιών. Η πρώτη πρόποση έγινε από τον Στάλιν και δεν αφορούσε στρατιωτικό: 

- Ας πιούμε, σύντροφοι, στην υγεία του Νικολάι Ιβάνοβιτς, όλοι τον γνωρίζουμε και τον αγαπούμε κι όποιος σβήνει το παρελθόν, να του βγουν τα μάτια. 

Η «προλεταριακή σπάθα» όμως ήταν από τότε έτοιμη. Σήμερα είναι γνωστό το «θεωρητικό έργο» του Γιεζόφ που βρέθηκε στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. με τίτλο «Από τον φραξιονισμό στην ανοιχτή αντεπανάσταση», το οποίο περιέχει την βασική εκδοχή των κατηγοριών κατά των «δεξιών» Μ. Π. Τόμσκι, Ν. Ι. Μπουχάριν και Α. Ι. Ρίκοφ. Ο Γιεζόφ, άρχισε να δουλεύει αυτό το έργο το 1935. Ο Στάλιν προσωπικά επιμελήθηκε αυτό το «έργο». 

Επιστρέφω στο γραφείο του Νικολάι Ιβάνοβιτς. Δεν ήμασταν εκεί τυχαία. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς με παρακάλεσε να τον βοηθήσω να ψάξουμε στο γραφείο του ένα μικρό σημείωμα, το οποίο είχε βρει στα τέλη του 1928 ή στις αρχές του 1929. Μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ανακάλυψε πως είχε πέσει από την τσέπη του το μολυβάκι, με το οποίο του άρεσε να κρατάει σημειώσεις. Επέστρεψε στην αίθουσα της συνεδρίασης, έσκυψε να ψάξει το μολυβάκι κι εκεί βρήκε ένα χαρτί. Ήταν ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Στάλιν που έγραφε: «θα πρέπει να εξοντώσουμε τους μαθητές του Μπουχάριν». Ο Κόμπα, προφανώς έριξε στο πάτωμα αυτό το χαρτί. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς λίγο πριν την έρευνα, αποφάσισε να απαλλαγεί από αυτό, για να μην κατηγορεί για πλαστογραφία, κλοπή, οτιδήποτε... Βρήκαμε αυτό το σημείωμα και το καταστρέψαμε, ήταν το μοναδικό έγγραφο που καταστρέψαμε πριν την έρευνα. Ήμουν συγκλονισμένη και ρώτησα τον Νικολάι Ιβάνοβιτς: 

- Συνεπώς, γνώριζες για τι είναι ικανός ο Στάλιν; 

- Νόμιζα πως αποφάσισε να τους εξοντώσεις ως ομοϊδεάτες μου, προκειμένου να με απομονώσει. Τώρα δεν αποκλείσω πως θα τους εκτελέσει όλους. 

Η ιστορία των φιλικών σχέσεων, που ήταν γεμάτες αγάπη, αφοσίωση και σεβασμού, μεταξύ του Νικολάι Ιβάνοβιτς και των μαθητών του, τελείωσε τραγικά. 

«Το δικό μου, εντελώς αθώο κεφάλι, θα σύρει πίσω του χιλιάδες αθώους» Ή «Η ιστορία δεν ανέχεται τους μάρτυρες βρώμικων υποθέσεων». 

Όλα επιβεβαιώθηκαν! Αυτά τα είχε γράψει στο κάλεσμα «των μελλοντικών γενιών των ηγετών του κόμματος». Σήμερα, διάφοροι τα ειρωνεύονται αυτά, εκείνη, όμως, την εποχή ο Νικολάι Ιβάνοβιτς σε ποιον μπορούσε να απευθυνθεί; 

Η επιστολή του Νικολάι Ιβάνοβιτς, αν και έχει αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα, έχει και ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι γνωστό το ερώτημα: γιατί οι κατηγορούμενοι στις ανοιχτές δίκες της Μόσχας ομολόγησαν την ενοχή τους σε τρομακτικά εγκλήματα; Και γιατί σε αυτό πίστευαν οι άνθρωπο, αν και, για παράδειγμα, η «ομολογία» του Μπουχάριν είναι εμφανώς τυπική; Μόνο ένα μικρό τμήμα της διανόησης, δεν αναφέρομαι καν στον «απλό λαό», καταλάβαινε πως οι δίκες ήταν χαλκευμένες. Ο Ιλιά Έρενμπουργκ μου είπε πως ακόμη και ο Μιχαήλ Κολτσόγ του πρότεινε να πάει να δει τον «φιλαράκο» του, εκφράζοντας την αποστροφή του προς τον Νικολάι Μπουχάριν. Σύντομα, είχε την ίδια τύχη. Ο Ε. Α. Γκνεντίν, γνωστός επιφυλλιδογράφος και διπλωμάτης (ο οποίος, άλλωστε, δούλευε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο τμήμα διεθνών ειδήσεων της εφημερίδας «Ιζβέστια), ο οποίος δεν γλίτωσε από τις διώξεις, έγραψε στο βιβλίο του: «Πρόσεξα, μεταξύ των άλλων, πως οι αναφορές που υπάρχουν στα απομνημονεύματα του Ιλιά Έρενμπουργκ για την αφέλεια που είχαν, νηφάλιοι άνθρωποι, προκαλούν απλά την δυσπιστία των σύγχρονων αναγνωστών». 

Ο Μπουχάριν (και όχι μόνο αυτός) γνωρίζοντας πως οι κατηγορούμενοι στις δύο προηγούμενες δίκες τον είχαν συκοφαντήσει, δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί ομολογούν την ενοχή τους, γιατί υπογράφουν ομολογίες, οι οποίες έχουν ως τίμημα τον θάνατο. Δεν πίστευε, αυτό που σήμερα είναι γνωστό σε όλους: ο εγκέφαλος φοράει ένα προστατευτικό κάλυμμα. Αυτή είναι η ψυχολογία του καταδικασμένου ανθρώπου. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχανε κάθε κίνητρο για να παλέψει. 

Όταν κάποτε ρώτησα τον Νικολάι Ιβάνοβιτς, για ποιο λόγο ο Ζινόβιεφ να σκοτώσει τον Κίροφ, απάντησε: «Θα σκοτώσουν κι εμένα και τον Αλεξέι (Ρίκοφ), ήδη σκότωσαν τον Τόμσκι, συνεπώς, είναι ικανοί για όλα». 

Έτσι σκέφτονται με τις κατηγορίες της σιδερένιας λογικής, η οποία, όμως, ποτέ δεν καταλήγει στις σωστές απαντήσεις. Ωστόσο, η άποψη του Νικολάι Ιβάνοβιτς άλλαξε κατά την διάρκεια της ημέρας, αρκετές φορές. Ένοχοι στα μάτια του ήταν τα διεφθαρμένα στελέχη της N.K.V.D. τα οποία στον αγώνα τους για τα παράσημα και την δόξα, εκμεταλλεύονται αυτές τις συκοφαντίες και απαιτούν κι άλλες, θεωρούσε επίσης πως έφταιγε η αρρωστημένη καχυποψία του Στάλιν. Δεν θεωρούσε άμοιρη την πίεση που ασκούσε ο Στάλιν στα στελέχη της N.K.V.D., ωστόσο, θεωρούσε ως βασικούς φταίχτες τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ και αυτά που είπαν στην δίκη του. Εναντίον τους εξαπέλυσε βροντές και κεραυνούς, τους έβριζε. Και δεν ήταν ο μόνος. Παραθέτω λίγες γραμμές από την επιστολή του Τόμσκι προς τον Στάλιν, την οποία έγραψε πριν αυτοκτονήσει, από 22 Αυγούστου 1936. 

«Απευθύνομαι σε εσένα όχι μόνο ως ηγέτη του κόμματος, αλλά και ως παλιό σύντροφο και αυτή είναι η τελευταία μου παράκληση, μην πιστεύεις στην άθλια συκοφαντία του Ζινόβιεφ, ποτέ δεν συμμετείχα μαζί του σε κανένα μπλοκ, ποτέ δεν συμμετείχα σε συνομωσίες κατά του κόμματος». 

Ο «παλιός σύντροφος» τον ευχαρίστησε ως εξής: συνέλαβε την σύζυγό του, εκτέλεσε τους δυο γιους του. Ο τρίτος, ο Γιούρι Μιχαήλοβιτς, υπέστη διώξεις και μετά από όσα έζησε, είναι παράλυτος εδώ και δέκα χρόνια. 

Στην επιστολή του ο Νικολάι Ιβάνοβιτς γράφει: «. Να θυμάσαι πως η μεγάλη υπόθεση της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι ζωντανή και πως ΑΥΤΟ είναι το σημαντικότερο, οι προσωπικές τύχες είναι εφήμερες και μίζερες συγκριτικά με αυτό». Όντως, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς, πίστευε πως το 1935 ήταν η αρχή της αλλαγής της ιδεολογικής ατμόσφαιρας. Ήλπιζε στον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, σε συνάρτηση με το προσχέδιο του νέου Συντάγματος, το νομικό τμήμα του οποίου είχε γράψει ο Μπουχάριν. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς κοιτούσε πίσω, μόνο μπροστά. Η Σοβιετική Ένωση είχε γίνει το στήριγμα του κόσμου απέναντι στον επελαύοντα φασισμό. Στα μέσα του 1935 η Κομμουνιστική Διεθνής, τάχθηκε, επιτέλους, με την πλευρά της άποψης, την οποία ο Μπουχάριν προσπάθησε να υπερασπιστεί από το 1929: τον 7ο Συνέδριο κάλεσε για τον σχηματισμό ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού όλα τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα. Η καθυστέρηση ήταν μοιραία, ο φασισμός νίκησε στην Γερμανία, αλλά έπρεπε να σταματήσει η επέλαση του φασισμού. 

Ήδη το 1923, στο 12ο συνέδριο του κόμματος, ο Μπουχάριν μιλούσε για τον κίνδυνο της χιτλερικής οργάνωσης που είχε κάνει την εμφάνισή της εκείνη την εποχή στην Βαυαρία. Η ομιλία του Μπουχάριν στον 18ο συνέδριο του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), τον Φεβρουάριο του 1934, όταν δεν ήταν πλέον μέλος του Πολιτικού Γραφείου και είχε απογυμνωθεί από κάθε εξουσία, σχεδόν προκλητικά διέφερε από το τμήμα διεθνούς πολιτικής της εισήγησης του Στάλιν με την σε έντονους τόνους υπόδειξη στον γερμανικό κίνδυνο, τον οποίο ο Στάλιν δεν ήθελε να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του. Η τελευταία εισήγηση, την οποία έκανε εν ζωή ο Νικολάι Ιβάνοβιτς, ήταν στις 3 Απριλίου 1936 στο Παρίσι με τίτλο «Βασικά προβλήματα του σύγχρονου πολιτισμού» και στρεφόταν κατά του φασισμού: «Ο φασισμός τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά οδήγησε στα άκρα της αντιατομικιστικές τάσεις, έθεσε υπεράνω όλων των θεσμών το πανίσχυρο «ολοκληρωτικό κράτος», το οποίο αποπροσωποποιεί τα πάντα, με εξαίρεση του ηγέτες και τους υπερ-ηγέτες... Η αποπροσωποποίηση των μαζών, είναι ευθέως ανάλογη της εξύμνησης του ηγέτη». 

Το όνομα του Στάλιν, φυσικά, δεν αναφερόταν, αν και για τον σύγχρονο αναγνώστη εδώ γίνεται εμφανές, εξίσου με το όνομα του Χίτλερ. Μήπως, όμως, ο Μπουχάριν να χρησιμοποιούσε την γλώσσα του Αισώπου και εννοούσε, παρ’ όλα αυτά τον Κόμπα; Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του Νικολάι Ιβάνοβιτς, αμφιβάλω. Ωστόσο, ο Στάλιν, θεώρησε πως με τα λόγια αυτά, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς υπονοούσε αυτόν. 

Σε εκείνη την εισήγηση μεγάλη προσοχή έδωσε στον σοσιαλιστικό ανθρωπισμό. «Ο σοσιαλισμός, είπε ο Νικολάι Ιβάνοβιτς, - απορρίπτει την αισθητική εξύμνηση του κακού». Απορρίπτοντας την αισθητική εξύμνηση του κακού, την στιγμή που είχαν αρχίσει τα μαζικά τρομοκρατικά όργια, δεν μπορούσε επ’ ουδενί να ταιριάξει με την «σοσιαλιστική κοινωνία» που είχε αρχίσει να οικοδομεί ο Στάλιν. 

Ακούγονται φρικτά τα λόγια της τελευταίας του επιστολής: «Ό,τι κι αν πουν για μένα, ό,τι κι αν πω εγώ». Σημαίνουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως αποφάσισε να παραδοθεί και να συμπεριφερθεί στην δίκη, έτσι όπως απαιτούσαν οι δήμιοι. Μία από τις αιτίες, είναι προφανής: την παραμονή της επίθεσης του φασισμού, δεν ήθελε να εκθέσει την Σοβιετική Ένωση αποκαλύπτοντας τι συμβαίνει μέσα στις φυλακές του Γιεζόφ. Για μένα, όμως, αυτή η εξήγηση δεν είναι αρκετή. Υπήρχαν κι άλλες, σοβαρότερες περιστάσεις που έκαναν τον Νικολάι Ιβάνοβιτς να σπάσει.

Έμαθα πως υπέγραψε τις κατηγορίες στις αρχές Ιουνίου. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης, στην φυλακή, συνέχιζαν να έρχονται ολόκληρα πακέτα με συκοφαντικές καταθέσεις εναντίον του, ανακρίσεις επαγγελματιών προβοκατόρων, μεταξύ αυτών και του πρώην μαθητή του Β. Αστρόφ, τον οποίο στρατολόγησε η Ο.ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΘ., ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο ανακριτής Λέβ Σέινιν, απειλούσε τον Νικολάι Ιβάνοβιτς με διώξεις κατά των μελών της οικογένειάς του (αυτή είναι η χειρότερη τιμωρία), στην περίπτωση που δεν ομολογήσει. Στο κελί του Νικολάι Ιβάνοβιτς φυλάκισαν τον αναπληρωτή διευθυντή της περιφερειακής διοίκησης της N.K.V.D. στην περιοχή του Σαράτοφ, με την υποχρέωση να απομνημονεύει κάθε του λέξη (το ίδιο έκαναν και μ’ εμένα όταν ήμουν στην απομόνωση στο Νοβοσιμπίρσκ). Τέλος, τον Νικολάι Ιβάνοβιτς τον ανέκριναν 12 - 14 ανακριτές, οι οποίοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Υπέφερε από κατάθλιψη και του έδιναν διεγερτικές ουσίες, πιθανόν και άλλες που υπέσκαπταν την βούλησή τους. Στην προετοιμασία του Νικολάι Ιβάνοβιτς για την δίκη έλαβαν μέρος ο Γιεζόφ και ο Βισίνσκι, ενώ εκ μέρους του Πολιτικού Γραφείου, συμμετείχε ο «φίλος» του Βοροσίλοφ. Τα πάντα γίνονταν σε συμφωνία με τον Στάλιν. Είμαι σίγουρη πως του υποσχέθηκαν να του χαρίσουν την ζωή και νομίζω πως το πίστεψε. Πολύ περισσότερο που στην προηγούμενη δίκη, δεν είχαν εκτελέσει ούτε τον Σοκόλνικοφ ούτε τον Ράντεκ, τους χάρισαν την ζωή, νομίζω, για να ξεγελάσουν τον Μπουχάριν και τους άλλους. Μετά από λίγο εξοντώθηκαν χωρίς δίκη, με τελευταίο τον Ρακόφσκι, το 1941. 

Το 1988 με επισκέφτηκε το πρώην στέλεχος της αγγλικής πρεσβείας Φ. Ρόι Μακλίν, σε προχωρημένο γήρας. Ήρθε να με συγχαρεί για την αποκατάσταση του Μπουχάριν. Με ενημέρωσε πως παρακολουθούσε καθημερινά την δίκη, πως τέτοιον κατηγορούμενο, ο οποίος τυπικά είχα ομολογήσει την ενοχή του και, ουσιαστικά, δεν είχε παραδεχτεί τίποτα, είχε δει για πρώτη φορά. Είπε, επίσης, πως τα στενογραφημένα πρακτικά της δίκης, δεν ανταποκρίνονται καθόλου στις αντιπαραθέσεις που είχε με τον Βισίνσκι. 

Η απολογία του Μπουχάριν στην δίκη «Κάλεσμα των κατηγορουμένων, είναι μεσαιωνική νομική αρχή», σήμαινε όχι μόνο την δικαίωσή του, αλλά και εκείνων που κατέθεσαν εναντίον του. Συνεπώς, αν ο Βισίνσκι «ό,τι κι αν πουν για μένα» είχε καταπληκτικό αποτέλεσμα, το «ό,τι κι αν πω» του Μπουχάριν, παρ’ όλα αυτά δεν συνέβη, όσο και αν προσπάθησαν να του το αποσπάσουν οι οργανωτές της δίκης. 

Στον φάκελο της δίκης, είναι καταγεγραμμένα τα λόγια του Μπουχάριν: «Η παγκόσμια ιστορία, είναι μία παγκόσμια δίκη». Φευ, η σύγχρονη ιστορία επιβεβαιώνει, πόσο δίκιο είχε. Δεν θεωρώ αναγκαίο να απορρίψω τις διαβόητες, μοχθηρές επινοήσεις, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εκδόσεις, πως ήταν εχθρός της ρωσικής αγροτιάς, ποιος; Εκείνος που έκανε την πιο ισχυρή αντιπολίτευση στον Στάλιν στο ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης και της αποκουλακοποίησης και γι’ αυτόν τον λόγο υπέφερε. Μου προκαλούν όμως πόνο παρατηρήσεις, ιδιωτικές και απερίσκεπτες, όχι από κακία αλλά από άγνοια, που είναι όμως οδυνηρές, σαν εκείνες που δημοσιεύτηκαν στην «Ιζβέστια» στην εφημερίδα που ήταν η τελευταία του δουλειά και την οποία υπηρέτησε με τόσο ζήλο. Αυτές ειδικά οι «δημοσιεύσεις» αποδεικνύουν το βάθος του σημερινού, ιστορικού μηδενισμού. 

Αναφορικά με τα 100 χρόνια από την γέννηση του Οσίπ Μαντελστάμ, ο ποιητής Αντρέι Βοζνεσιένσκι, τον Ιανουάριο του 1991 δημοσίευσε ένα άρθρο γι’ αυτόν. Εκεί, γράφει τα εξής: «Ο Μπουχάριν ήταν θαυμαστής του Παστερνάκ, ασκούσε δημόσια κριτική στον Τρότσκι, ο οποίος ήταν θαυμαστής του Γιεσένιν. Ο Στάλιν ανέλαβε τον Μαγιακόφσκι. Και μόνο ο Μαντελστάμ απέμεινε χωρίς μαικήνα». Γιατί δεν έκανε τον κόπο, να ρίξει μία ματιά στα απομνημονεύματα της Ναντιέζντα Μαντελστάμ, της συζύγου του ποιητή! «Για όλες τις αχτίδες της ζωής του, γράφει η Ναντιέζντα Γιάκοβλεβνα, ο Όσια τις οφείλει στον Μοουχάριν, η ποιητική συλλογή του 1928 δεν θα κυκλοφορούσε χωρίς την ενεργό ανάμειξη του Νικολάι Ιβάνοβιτς, ο οποίος πήρε με το μέρος του τον Κίροφ. Το ταξίδι στην Αρμενία, το διαμέρισμα, τα δελτία τροφίμων, τα συμβόλαια για τις επόμενες εκδόσεις... όλα αυτά ήταν έργο του Μπουχάριν...». Μπορώ να προσθέσω πως ο Νικολάι Ιβάνοβιτς, έλαβε μέτρα για την απελευθέρωση του συλληφθέντα αδελφού του Οσίπ Μαντελστάμ, του Γιεβγκένι. Το 1934, όμως, όταν έγραψε τους μοιραίους στίχους για τον Στάλιν, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς ήταν ήδη σε δυσμένεια. 

Στο ιωβηλαίο τεύχος για τα 75 χρόνια της «Ιζβέστια» λέγεται για τον Νικολάι Ιβάνοβιτς: «Αυτός έδινε το τυπωθείτο για την κυκλοφορία των τευχών με τις επαίσχυντες αναφορές στις επαίσχυντες δίκες...»

Ναι, στην ταυτότητα της εφημερίδας μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1937, αναφέρεται το όνομα του διευθυντή της: Νικολάι Μπουχάριν. Μόνο που τα τεύχη αυτή δεν τα ενέκρινε ο ίδιος από τον Αύγουστο του 1936. Το γνωρίζω αυτό καλά και τώρα έχω στα χέρια μου και τις αποδείξεις. Ο Αμερικανός ιστορικός Στίβεν Κοέν, βιογράφος του Μπουχάριν, ανακάλυψε πρόσφατα στο αρχείο ένα σημείωμα του Νικολάι Ιβάνοβτις προς την «Ιζβέστια»: «Προς τον συν. Βελικοντβόρσκι για την κομματική συνέλευση. Ο Μπουχάριν ζητάει συγγνώμη που δεν «μπορεί να παραστεί στην συνέλευση, στην οποία ήταν υποχρεωμένος ως διευθυντής». Εξηγεί την αιτία: «Χθες, έστειλα στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου μία μεγάλη επιστολή, με γεγονότα, ανάλυση κ.λπ. Στο τέλος γράφω πως σωματικά, πνευματικά και πολιτικά δεν είμαι σε θέση να εργάζομαι, όσο δεν έχουν αρθεί οι εναντίον μου κατηγορίες». Ημερομηνία: 28 Αυγούστου 1936. Παρ’ όλα αυτά η δημοσίευση στην «Ιζβέστια» κειμένων εναντίον του Μπουχάριν συνεχιζόταν με το όνομά του ως διευθυντή στην ταυτότητα της εφημερίδας. 

Σήμερα, αλλάζουν οι εποχές. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς σήμερα, μοιάζει εξωγήινος. Κανείς δεν χρειάζεται το κάλεσμά του προς τους αγρότες: «Πλουτίστε», με τα λόγια: «Με τούβλα δεν θα χτίσεις τον μελλοντικό σοσιαλισμό», ο συνεταιρισμός για το εμπόριο, τα δάνεια, τις αγορές, η ωρίμανσή του σε σοσιαλισμό, η ιδέα του για τον συνδυασμό της ατομικής, ομαδικής, κοινωνικής, κρατικής πρωτοβουλίας. 

Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι ούτε και ο Μιτροφάνουσκα του Φοφιζιν, ο οποίος θεωρούσε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να μελετούμε την γεωγραφία. Ο Νικολάι Ιβάνοβιτς αγαπούσε το απόφθεγμα του Κοζμά Προυτκόφ: «Μερικοί άνθρωποι είναι σαν το σαλάμι, με ό,τι τους γεμίζουν, αυτό κουβαλούν». Ελάχιστοι ενδιαφέρονται στρεφόμενοι προς το παρελθόν να φανταστούν την πραγματική μορφή ενός πολιτικού και εκείνες τις συνθήκες, στις οποίες υποχρεώθηκε να φερθεί έτσι όπως φέρθηκε και όχι αλλιώς. Θα ήθελα, την ιστορική προσωπικότητα του Μπουχάριν να την αντιμετωπίζουν μόνο έτσι.