Tα χρέη δεν πληρώνονται με ονόματα

Tα χρέη δεν πληρώνονται με ονόματα

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Η Ελλάδα είναι ένα  «θεματικό πάρκο» παρατυπίας, με τεράστιες ουρές στην είσοδο κάθε παιχνιδιού. Χρώματα, λαϊκοί ήρωες, ζογκλέρ, μικροί και μεγάλοι απατεώνες.

Όλοι κάπου ψάχνουν το μύθο τους. Κι όσο για τους δρόμους της αναρρίχησης, οι κανόνες μοιάζουν περισσότερο με κομπογιαννίτικα τρικ παρά με μαφιόζικους νόμους. Γιατί ο κεντρικός εγγυητής κάθε αποκλίνουσας  δραστηριότητας είναι το ίδιο το κράτος και όχι το παράπλευρο σύστημα. Όλα ξεκινούν και καταλήγουν σε κάποιο δημόσιο μηχανισμό που ενθαρρύνει την «αυτόνομη» δράση και ταυτόχρονα, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεπλύνει τον δράστη. Ας αναρωτηθούμε πώς θα λειτουργούσαν, για παράδειγμα, το παραδικαστικό κύκλωμα, οι «παράγκες» του ποδοσφαίρου, τα δίκτυα των εργολάβων και  η φοροδιαφυγή αν δεν παρείχε το Δημόσιο τις εγγυήσεις του (πολυνομία, γραφειοκρατία, παραγραφή, αναβολές, μετάθεση ευθυνών κτλ)…

Αναρτήθηκαν χθες, στην ιστοσελίδα της γενικής γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα ονόματα 13.730 οφειλετών του Δημοσίου με ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 150.000 ευρώ, η εξυπηρέτηση των οποίων καθυστερεί για διάστημα μεγαλύτερου του ενός έτους. Περιλαμβάνονται ονόματα εταιρειών που είναι χρεοκοπημένες εδώ και 25 χρόνια και επιχειρήσεις που έχουν βάλει λουκέτο προ πολλού, όπως η Ακρόπολις Χρηματιστηριακή, από την οποία το ελληνικό Δημόσιο διατηρεί αξιώσεις  δισεκατομμυρίων ευρώ. Περιλαμβάνεται επίσης το όνομα της Ολυμπιακής Αεροπορίας και αλλά γνωστά λουκέτα της τελευταίας δεκαετίας, όπως οφειλές των σούπερ-μάρκετ Ατλάντικ που ανέρχονται σε 654 εκατομμύρια ευρώ, των εταιρειών του ομίλου Λαυρεντιάδη, ασφαλιστικών εταιρειών που έχουν πτωχεύσει, του επίσης κλειστού Οργανισμού Ιπποδρομιών Ελλάδος, του Μινιόν, της εταιρίας του Λάκη Γαβαλά αλλά και των εταιριών του ομίλου Κοσκωτά.

Όπως και στο παρελθόν, η πολιτικάντικη τακτική του ελληνικού κράτους δεν αισθάνεται καμία ευθύνη απέναντι στην ουσία αλλά προσφεύγει  στον εντυπωσιασμό. Απευθύνεται ως συνήθως, στο ίδιο άτομο μειωμένης αντίληψης που αποτελεί και τον «χρήσιμο ηλίθιο» της κοινής γνώμης. Αυτόν ακριβώς, που τη μία μέρα μιλάει με δέος για κάποιον που ξεπλένει χρήματα – «Ρε συ, γνώρισα κάποια που ο  πατέρας της είναι στη λίστα Λαγκάρντ!» - και την άλλη χαίρεται να ακούει ότι «διαπομπεύονται» κάποιοι για χρέη στο Δημόσιο. Τα ονόματα των οποίων βέβαια, ούτε διαβάζει, ούτε γνωρίζει ούτε και θα τον απασχολήσουν ποτέ…

Αυτό το παιχνίδι της «έντεχνης» απάτης για μικροκομματικά οφέλη, αποτελεί  μέρος της διαχρονικής νοσηρότητας που περιγράφεται κάπως έτσι: Συσσωρευμένα χρέη στις εφορίες, στα ασφαλιστικά ταμεία, στις κρατικές τράπεζες, στις ΔΕΚΟ δεν θα είχαν συσσωρευτεί αν το ελληνικό κράτος είχε λάβει τα μέτρα του. Επεσα από τα σύννεφα πριν από καιρό, όταν υπάλληλος του ΙΚΑ Καλλιθέας μου έδειξε μακροχρόνιο χρέος οφειλέτη που ξεπερνούσε τις 600.000 ευρώ! «Και γιατί έφτασε τόσο πολύ;» τον ρώτησα; «Γιατί δεν το πλήρωνε!» μου απάντησε. « Και γιατί δεν απαιτούσε το ταμείο τα ποσά, που αυγάτιζαν; Γιατί οι εργαζόμενοι δεν διαμαρτύρονταν για τα ένσημά τους;» Γιατί τα ένσημα έμπαιναν κανονικά – το ταμείο πλήρωνε, χρεωνόταν και χρέωνε(!)-, γιατί δεν είχαν καμία αρμοδιότητα να τον πιέσουν, γιατί κανένα σύστημα αυτοματισμού δεν τον κατέτασσε σε μαύρη λίστα, γιατί, γιατί, γιατί…!

Ποιος λοιπόν υπέθαλπε την εγκληματικότητα εναντίον του Δημοσίου; Ποιος διεύρυνε ιδιωτικά χρέη σε τράπεζες, οργανισμούς και φορείς; Το ίδιο το Δημόσιο! Αυτό που τώρα, υποδύεται τον εκδικητή χωρίς και πάλι, να ενδιαφέρεται παρά μόνο για την επίφαση του «τιμωρητικού» ρόλου.

Αν υπήρχε η δυνατότητα να αποδοθεί δικαιοσύνη και να κερδίσει κάτι η κοινωνία από αυτή την υπόθεση, θα έπρεπε να ζητηθούν καίριες ευθύνες από πρόσωπα που ανέλαβαν ευθύνη στο παρελθόν. Από διοικητές ταμείων, τραπεζών, προϊστάμενους ΔΟΥ και πολλούς άλλους που έβαζαν τις υπογραφές τους ή έκαναν πλημμελείς ελέγχους.

Έτσι κι αλλιώς όμως, τα περισσότερα έχουν παραγραφεί στα χαρτιά και στις συνειδήσεις όλων μας. Το μόνο που έχει μείνει άφθαρτο και σε αφθονία, είναι το θράσος των κυβερνήσεων να προσποιούνται  τον εισπράκτορα σε «πεθαμένους» και σε εταιρίες- φαντάσματα. Αλλά είπαμε, εκείνο που θα μείνει τελικά είναι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και η «διαπόμπευση» των «ανύπαρκτων» ονομάτων.

Η πραγματική διαπόμπευση είναι του ίδιου του ελληνικού κράτους και όχι τελικά των οφειλετών του…