400

400

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Το σημερινό είναι το 400ό κείμενό μου στη στήλη. Κατά τη συνήθεια που έχουμε αναπτύξει, ας κάνουμε πάλι μαζί, αν δεν έχετε αντίρρηση, μία μικρή ανασκόπηση.

Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω εδώ, στο Liberal, την Τετάρτη 2 Μαΐου του 2018, και σε εκείνο το πρώτο σημείωμα έλεγα κι αυτά ανάμεσα στα άλλα:

Έχουν γραφτεί τα πάντα, έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί και ξαναγραφτεί, από μεγάλους διανοουμένους, από επιστήμονες, από φιλοσόφους, από αναλυτές, από αρθρογράφους με πελώρια επάρκεια και ικανότητες αναλυτικού στοχασμού και συγκερασμού των δεδομένων που εμένα μού λείπουν απολύτως. Και εννοώ πως έχουν γραφτεί τα πάντα, όχι μόνο γενικώς, αλλά τα πάντα και για το δικό μας πρόβλημα, το Μεγάλο Ελληνικό Πρόβλημα, για το οποίο θα μιλάμε (κυρίως) εδώ, που είναι διακριτό και μας ενώνει όλους κάτω από τις φαρδιές, βαριές φτερούγες του. Όλα όσα αφορούν την Κρίση, τη χρεοκοπία του κράτους (του Δημοσίου, που λέμε), τους πρωταιτίους και τους υπαιτίους της, τη διαχείρισή της, όλα τα σχετικά με αυτούς που σπεκουλάρουν και σιτίζονται χάρη σε αυτήν, καθετί που έχει να κάνει με την καμπύλη της μεταπολιτευτικής πορείας της χώρας —από το ναδίρ στο ζενίθ, και από εκεί μέχρι ένα ακόμη χαμηλότερο ναδίρ— έχουν ήδη αναλυθεί εξονυχιστικά. Τα ξέρουμε όλα. Μάλιστα, τα ξέραμε —τα είχαμε διαβάσει, τα είχαμε διαπιστώσει, τα είχαμε φωνάξει, ή ψελλίσει, μας τα είχαν αναλύσει— και πριν την αποφράδα εκείνη ημέρα του Ιανουαρίου τού 2015, όταν μόνοι μας ανοίξαμε αγανακτισμένοι την πόρτα στο χάος. Δεν έχουμε κανένα ελαφρυντικό. […] Όλα έχουν ειπωθεί. Για όσα και όσους έφταιξαν, για την πορεία και τους σταθμούς της Κρίσης, για τις κρίσιμες καμπές, για τους λαϊκιστές που βέβαια ήρθαν (που φέραμε) στην εξουσία, για την προσπάθειά τους να αλλάξουν την πορεία της χώρας, για τη μερική και προσώρας αποτυχία τους (ο Θεός να 'χει καλά τις Μεγάλες Δυνάμεις), για τη νεογλώσσα και το πλιάτσικο, για την εγκαθίδρυση και επαναστελέχωση του κομματικού τους κράτους, για την ανάγκη να φύγουν διά παντός ως βασικοί παίχτες από τη σκακιέρα μπας και μπορέσει κάτι να σωθεί.

* * *

Την Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου του 2018, στο 100ό μου κείμενο, σημείωνα:

Υπήρξα λάτρης των εφημερίδων από μικρός, όπως πολλοί από εσάς που σήμερα είστε πάνω από τα σαράντα και τα πενήντα, και ήμουν ένας από αυτούς που τα σαββατόβραδα πάντα τον έβρισκαν είτε στο Κέντρο Τύπου, στη Διαγώνιο, είτε στην Ομόνοια πιο μετά, για να προμηθευτούν ένα πάκο κυριακάτικες. Δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί αυτό το ραντεβού, να χάσεις την αναστάτωση στο στομάχι σου όταν το Πρακτορείο έφερνε τα πάκα και τα πετούσε στο πεζοδρόμιο, ή την ηδονή της λύσης και οργάνωσης των ενθέτων του Βήματος και της Καθημερινής επιστρέφοντας στο σπίτι σου με το τρόλεϊ. Αλλά και πολλές από τις καθημερινές μάς έβρισκαν με εφημερίδες στα χέρια εκείνα τα χρόνια, είτε, φέρ' ειπείν, πάλι με την Καθημερινή το πρωί της Τρίτης, πηγαίνοντας στη δουλειά (σελίδα βιβλίου γαρ) είτε με την Ελευθεροτυπία κάθε Πέμπτη και Παρασκευή («9» και «Βιβλιοθήκη» αντίστοιχα), είτε με την Εποχή, έστω και μόνο για να διαβάσουμε την κριτική στο Ex libris της Μάρης Θεοδοσοπούλου — για να μνημονεύσω μόνο λίγες. Τα ίδια και με τα περιοδικά. Άλλο κακό κι αυτό. Είτε πολιτικά όπως το Αντί, είτε πολιτιστικά όπως το Τέταρτο ή από το μέλλον όπως το 01 ή βιβλίου όπως το Διαβάζω και ο Ιχνευτής, είτε ποικίλης ύλης, αυτοκίνησης, κινηματογράφου και ευζωίας όπως το Σινεμά, το Αθηνόραμα ή το Τρίποντο ή οι Τέσσερις Τροχοί. […] Όλα αυτά τα κείμενα —των εφημερίδων και των περιοδικών, είτε εντύπων είτε ηλεκτρονικών—, κι ας αφήσουμε απέξω τις σπουδαίες έρευνες και τα μεγάλα ρεπορτάζ, όλα τα «editorial», οι απόψεις, οι επιφυλλίδες και τα χρονογραφήματα, όλα μα όλα τους γράφονται από ανθρώπους που μοχθούν καθημερινά για να τα παραγάγουν. Δεν συντάσσονται εύκολα, δεν ξεπετιούνται στο πόδι, δεν δημιουργούνται ως εκ θαύματος, χωρίς κόπο και χωρίς πολλές ώρες περισυλλογής ακόμη και για την ίδια την επιλογή του θέματος. Καλό είναι να τα τιμάμε, όσο μπορούμε, αν μπορούμε. Καλό είναι να κρατήσουμε τις εφημερίδες, τον Τύπο στη ζωή.

* * *

Φέτος στις 11 Φεβρουαρίου, γιόρτασα το 200ό κείμενο, με μία σχετικώς εκτενή, ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά στην πρώιμη «καριέρα» μου στις εφημερίδες κάπου στα μέσα των 80s, που ξεκινούσε κάπως έτσι:

Αυτό που δεν είχα πει τότε ήταν ότι για ένα διάστημα φλέρταρα και με τη μόνιμη δουλειά στις εφημερίδες, κάπου εκεί το '87: συνολικά, όχι πάνω από ένα εξάμηνο όλο κι όλο. Για την ακρίβεια, δούλευα διορθωτής, και μάλιστα διορθωτής σε δύο εφημερίδες: το απόγευμα προς το βράδυ στη Μεσημβρινή, και το βράδυ μέχρι αργά τη νύχτα στη Βραδυνή. Με άλλα λόγια, ανέβαινα το απόγευμα πάνω από του Απότσου στα ωραία γραφεία τής Μεσημβρινής, και όταν τελείωνε η βάρδια κατηφόριζα στη Ζήνωνος, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα στη Λένορμαν, στις πιο «κλασικές» εγκαταστάσεις τής Βραδυνής, εκεί όπου τέσσερα χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί ο Τζώρτζης Αθανασιάδης — μάλιστα, οι συνάδελφοι στην αρχή νόμιζαν ότι ήμασταν συγγενείς? δεν ήμασταν.

* * *

Και πέντε μήνες μετά, στις 9 Ιουλίου, δημοσίευσα το 300ό μου κείμενο: 9 Ιουλίου, επαναλαμβάνω, δηλαδή δυο μέρες μετά τις εκλογές. Εκεί, έγραφα ανάμεσα στα άλλα:

Το ηθικό μου είναι πεσμένο και η χαρά μου λειψή και τζούφια, γιατί τόσο εσείς όσο κι εγώ αλλιώς τα περιμέναμε τα πράγματα κι αλλιώς μάς ήρθαν. Ναι, είναι πολύ σημαντική η νίκη του Μητσοτάκη —μια προσωπική του νίκη: χωρίς τον Μητσοτάκη η ΝΔ θα έβγαινε δεύτερη, και τα νούμερα θα ήταν αντεστραμμένα—, και άλλο τόσο σημαντική η αυτοδυναμία του κόμματός του. Και είναι ακόμη πιο χαρμόσυνο το γεγονός πως οι νεοναζί αποκλείστηκαν επιτέλους από τη Βουλή, πράγμα που θα σημάνει —σε συνδυασμό με την επιτάχυνση, επιτέλους, της δικαστικής διαδικασίας, που καθυστέρησε ανεπίτρεπτα και αφόρητα την τετραετία που μόλις αφήσαμε πίσω μας— το απόλυτο φυλλορρόημά τους: η ΧΑ θα ξαναγίνει μια συμμοριούλα της νύχτας, όπως πάντα ήταν. Και θα ξεδοντιάσει. Στο περιβάλλον της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ο φασισμός ηττάται μέσω των υπαρχουσών θεσμικών διαδικασιών — δεν κυνηγιέται στις αλάνες και στα πάρκα. Όλοι αυτοί είναι λόγοι μεγάλης χαράς και, για άλλον από εμάς περισσότερο για άλλον λιγότερο, και προσωπικής ικανοποίησης. Και προσμετρούνται στους υπόλοιπους, και προφανείς λόγους που έχουμε για να χαιρόμαστε. Δεν θα τους απαριθμήσω, τους ξέρετε. Θα πω μόνο έναν: η ΝΔ εξέλεξε 158 βουλευτές με σβηστές τις μηχανές από τις Ευρωεκλογές και μετά, και κυρίως χωρίς να υποσχεθεί την παραμικρή παροχή? μιλώντας μόνο για μείωση φορολογίας, που έχει ισοπεδώσει τη μεσαία τάξη, προσέλκυση επενδύσεων, δηλαδή μείωση της ανεργίας μεταξύ άλλων, και ασφάλεια, που είναι ο κυριότερος δημοκρατικός πυλώνας και η βασική προϋπόθεση ανάπτυξης και εμπέδωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ΑΥΤΟ επέλεξε η πλειοψηφία, γυρνώντας την πλάτη (η πλειοψηφία, επαναλαμβάνω) στις λαϊκιστικές υποσχέσεις. […] Παρ' όλα αυτά λοιπόν, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι; Δεν είμαστε ευχαριστημένοι γιατί δεν είχαμε τη χαρά να δούμε τον αντίπαλο να ταπεινώνεται. Γι' αυτό. Γιατί δεν μας νοιάζει η σωτηρία/ανάπτυξη/προκοπή της χώρας μόνο, αλλά και η βίαιη κατίσχυσή μας επί του αντιπάλου. Επί του άλλου. Γιατί, κάτι μέσα μας, έχει γίνει σαν αυτούς που χόρευαν στις πλατείες.

* * *

Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα: Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019, σημείωμα υπ' αριθμ. 400.

Μέσα σ' αυτά τα 400 κείμενα υπάρχουν —προφανώς— πολλά σχόλια για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα (και στον κόσμο, αλλά σε αισθητά μικρότερο βαθμό). Προσωπικά σχόλια —και μάλλον στρατευμένα—, και όχι «αναλύσεις». Δεν γράφω αναλύσεις, γιατί δεν ξέρω να τις κάνω. Υπάρχουν επίσης μερικά «χρονογραφήματα» (ένα είδος που δεν το σηκώνει η στήλη? δεν με πληρώνουν για να γράφω χρονογραφήματα), καθώς και κείμενα γύρω από τον μικρομέγαλο κόσμο των social media. Υπάρχουν επίσης συνεντεύξεις — περί τις 50 περίπου, αν τις μετρώ καλά. Είμαι πολύ υπερήφανος γι' αυτές? για όλες μαζί και για καθεμιά τους ξεχωριστά. Και ευχαριστώ πολύ για άλλη μία φορά τους καλούς και άξιους αυτούς ανθρώπους (από τον πολιτικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό κόσμο αλλά και από την Κοινωνία των Πολιτών και του εθελοντισμού) που προθυμοποιήθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου. Τέλος, κάπου 50 είναι και τα κείμενα που αφορούν το βιβλίο: κάθε Παρασκευή, η στήλη εδώ ασχολείται αποκλειστικώς με το βιβλίο, βρέξει-χιονίσει — με την αγορά του βιβλίου, με τη φιλαναγνωσία και τη βιβλιοφιλία, με συγκεκριμένους τίτλους της πρόσφατης παραγωγής, με συζητήσεις με ανθρώπους του χώρου (εκδότες, συγγραφείς, επιμελητές, βιβλιοπώλες, κριτικούς κ.ά.).

Κάποια από αυτά τα 400 κείμενα διαβάστηκαν αρκετά. Και κοινοποιήθηκαν αρκετά. Κάποια άλλα (τα περισσότερα), όχι τόσο. Περιττό να πω, για όσους τουλάχιστον με ξέρουν, ότι το πρώτο με ξαφνιάζει κάθε φορά, ενώ το δεύτερο με λυπεί φυσιολογικά. Παρά ταύτα, δεν θα έπρεπε ίσως να κρύψω πως όλα τους είναι γραμμένα με τον ίδιο κόπο. Ή μάλλον με ολοένα και μεγαλύτερο κόπο: μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ακόμα να βρω τον τρόπο, τη «συνταγή» για να γράφω (πιο) γρήγορα αυτό που με μια σχετική ελαφράδα συνηθίσαμε να λέμε «άρθρα», ίσα-ίσα — πράγμα, δε, που δεν θα πάψω ποτέ να θαυμάζω στους πραγματικούς επαγγελματίες του χώρου. Υπήρξαν πάρα πολλές φορές που δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε άλλο όλη την ημέρα από το να ψάχνω για θέμα, είτε ψάχνοντας και ξαναψάχνοντας την επικαιρότητα, είτε απλώς κοιτώντας τον τοίχο. Φυσικά δεν γκρινιάζω: σε σχέση με σχεδόν όλες τις άλλες, αυτή εδώ είναι μια εύκολη δουλειά. Και ευχαριστώ τη διεύθυνση που μου επιτρέπει να την έχω. Να σημειώσω μάλιστα ότι είναι μια δουλειά που στην πλειονότητα των άλλων Μέσων δεν πληρώνεται.

Τέλος, δεν μου διαφεύγει ότι με κάποια κείμενα θύμωσα και στενοχώρησα κάποιους. Ορισμένοι μάλιστα, με αιχμηρά σχόλια και μηνύματα, δεν το άφησαν να περάσει έτσι. Και πολύ καλά έκαναν, και κάνουν. Έτσι πρέπει.

Κατά τα άλλα, δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω όλους εσάς που είστε κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα εδώ: ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟ ΑΥΤΟ. Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη και, αν μου επιτρέπετε, ένα κάποιο δέος. Να είστε καλά.