Wall Street: Οι τιμές σταθερές, η ψυχολογία αρνητική
Shutterstock
Shutterstock

Wall Street: Οι τιμές σταθερές, η ψυχολογία αρνητική

Με τον S&P 500 να έχει υποχωρήσει μόλις 200 μονάδες από τα υψηλά των 5.275,9 μονάδων και τον χρυσό να παραμένει και αυτός κάτω από τα ιστορικά υψηλά των $2448,8/oz, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει με σθένος ότι οι επενδυτές έχουν πανικοβληθεί μετά από τα τελευταία γεγονότα στη Μέση Ανατολή.

Το αρνητικό γεγονός της πρωτοφανούς άμεσης επίθεσης του Ιράν κατά του Ισραήλ, ακολουθήθηκε από την επιτυχημένη ανάσχεση των drones και των πυραύλων των μουλάδων από τους αμυντικούς εξοπλισμούς των IDF. Και η ανησυχία ότι θα υπάρξει μια άμεση κλιμάκωση της έντασης, προς το παρόν βρίσκεται σε μια υπολανθάνουσα κατάσταση.

Ωστόσο, ενώ δεν είναι ξεκάθαρη η πορεία των γεγονότων, αφού το Ισραήλ ζυγίζει από τη μια πλευρά την ανάγκη της άμεσης απάντησης και από την άλλη την εδραίωση ενός αντιϊρανικού κλίματος ανάμεσα στις χώρες της Αραβικής χερσονήσου, είναι ορατές οι γενικότερες ανησυχίες από τις επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.

Η τιμή του Brent στα συμβόλαια Ιουνίου (LCOM4) βρίσκεται στα επίπεδα των $90/βαρέλι. Σε αυτό συνηγορούν κατά πρώτον οι αυξανόμενες ανάγκες σε πετρέλαιο από την πλευρά της Κίνας, με δεδομένο ότι οι κινεζικοί ρυθμοί ανάπτυξης ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών. Κατά δεύτερον, το ενδεχόμενο νέων επιθέσεων των φρουρών της ιρανικής επανάστασης στα στενά του Ορμούζ. Κατά τρίτον, οι συνεχιζόμενες πυραυλικές επιθέσεις κατά των πλοίων που διαπλέουν την Ερυθρά Θάλασσα. Και κατά τέταρτον, η πιθανότητα επιβολής νέων αυστηρών και αποτελεσματικών κυρώσεων κατά του Ιρανικού πετρελαίου, που πάντα «βρίσκει τρόπους» να καταλήγει στις αγορές.

Έτσι μπορεί οι επενδυτές να νιώθουν σχετικά ασφαλείς, αφού βλέπουν ότι τα ταμπλό των χρηματιστηρίων δεν έχουν «κοκκινίσει» αρκετά, ωστόσο οι αυξημένες προσδοκίες για υποχώρηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, εξασθενούν από την ανθεκτικότητα που εμφανίζει ο πληθωρισμός. Αφού η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, μετακυλίεται στο σύνολο της πραγματικής οικονομίας, πυροδοτώντας νέες πληθωριστικές πιέσεις. Με τον πολυπόθητο στόχο του πληθωρισμού στο 2%, να παραμένει ανέφικτος.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι αγορές θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις εκτιμήσεις για τη μείωση των επιτοκίων, ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα οικονομικά στοιχεία των προϋπολογισμών τους ως προς το κόστος του χρήματος και ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο αδυναμίας των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους. Ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο υπήρχαν εκτιμήσεις για πτωχεύσεις 400 περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών, σε περίπτωση που δεν χαμηλώσουν άμεσα τα επιτόκια της Fed.

Οι σημαντικότεροι επενδυτικοί οίκοι, αλλά και τα περισσότερα μέλη του FOMC προέβλεπαν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων θα είχαν ήδη ξεκινήσει και ότι μέχρι το τέλος του 2024, θα είχαν ολοκληρωθεί τέσσερις μειώσεις της τάξεως των 100 μονάδων βάσης. Οι τελευταίες εκτιμήσεις της Bank of America και της Deutsche Bank αναφέρονται πλέον σε μια και μοναδική μείωση επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης τον Δεκέμβριο του 2024, σημειώνοντας μάλιστα τη γνωστή έκφραση «too little, too late», δηλαδή «πολύ λίγο, πολύ αργά». Μόνο η JP Morgan παραμένει σχετικά αισιόδοξη, αναμένοντας η πρώτη μείωση των επιτοκίων να αποφασιστεί από την Fed τον Ιούλιο του 2024.

Η καθυστέρηση στη μείωση των επιτοκίων επηρεάζει τις αναχρηματοδοτήσεις των παλαιότερων δανείων που είχαν ήδη αναχρηματοδοτηθεί με ευνοϊκούς όρους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και οι αναχρηματοδοτήσεις αυτές αφορούσαν στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία βρίσκονταν στο χείλος του «κοκκινίσματος», λόγω της ύφεσης που είχε δημιουργήσει ο covid. Έτσι οι δανειολήπτες αγωνιούν για τα μελλοντικά επιτόκια των δανείων τους, μετά από τη σχεδόν χαριστική χαμηλότοκη περίοδο.

Επομένως, τα νέα υψηλότοκα δάνεια, οι αναχρηματοδοτήσεις των παλαιών δανειακών συμβάσεων και η παραμονή των επιτοκίων των κρατικών αμερικανικών ομολόγων σε υψηλά επίπεδα, αποτελούν τους οικονομικούς και χρηματιστηριακούς κινδύνους στις ΗΠΑ.

Αυτά, όσον αφορά τους οικονομικούς αριθμούς και τις χρηματιστηριακές τιμές. Όσον αφορά την ψυχολογική διάθεση των επενδυτών ο δείκτης CNN Fear & Greed Index παρουσιάζει ραγδαία μεταβολή. Βρίσκεται πλέον στο 40, δηλαδή στη «ζώνη του φόβου», για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2023, όπως βλέπουμε στα ακόλουθα γραφήματα.

Παράλληλα η μεγάλη εικόνα του S&P 500 δείχνει ότι ο δείκτης παραμένει στην ουδέτερη ζώνη αλλά με σαφή πτωτική πορεία, προς τον κινητό μέσο όρο τον 125 ημερών.

Στα επίπεδα του υπερβολικού φόβου (extreme fear) βρίσκεται ο CBOE Volatility Index, γνωστός ως VIΧ, που πλησιάζει και αυτός στις τιμές που είχε τον περασμένο Oκτώβριο, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ενώ φαινομενικά οι τιμές των μετοχών και των δεικτών παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που στηρίζεται στην αίσθηση ότι το φάρμακο της υψηλής ρευστότητας θεραπεύει τους χρηματιστηριακούς φόβους, ο αρνητικός ψυχολογικός παράγοντας είναι παρών. Αφού αφουγκράζεται τα απόνερα από την πιθανή μεταβολή των μακροοικονομικών προσδοκιών. Κάτι που πιστοποιείται και από τους ωριαίους και ημερήσιους τεχνικούς δείκτες όπως βλέπουμε και στον ακόλουθο πίνακα, που δίνουν σήμα «strong sell».