Η επίκαιρη διάλεξη του Χάγιεκ στα Νόμπελ Οικονομικών
Shutterstock
Shutterstock

Η επίκαιρη διάλεξη του Χάγιεκ στα Νόμπελ Οικονομικών

Πριν από 32 χρόνια - στις 23 Μαρτίου του 1992-  ο Αυστριακός οικονομολόγος, πολιτικός φιλόσοφος και νομπελίστας Φρίντριχ Χάγιεκ πέθανε σε ηλικία 92 ετών. Δεν θέλω να μείνω σ’ αυτή τη θλιβερή επέτειο, αλλά αντιθέτως στην επέτειο των 50 ετών, που συμπληρώνονται σε λίγους μήνες φέτος, από την ομιλία αποδοχής που εκφώνησε με αφορμή τη βράβευσή του με Νόμπελ Οικονομικών στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Ήταν μια πραγματικά ένδοξη στιγμή!

Από το 1969, όταν απονεμήθηκε το πρώτο Νόμπελ Οικονομικής Επιστήμης, μέχρι τη βράβευση του Χάγιεκ το 1974, εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, λαχταρούσα τη μέρα που θα τιμώταν με το βραβείο αυτό ένας γνήσιος φίλος της ελευθερίας και των ελεύθερων αγορών.

Φαινόταν κάθε χρόνο ότι το βραβείο πήγαινε σε κάποιον που προσπάθησε να ποσοτικοποιήσει το μη μετρήσιμο, να μετρήσει τους αγγέλους  που χωρούν στο κεφάλι μιας καρφίτσας ή να δικαιολογήσει τον κρατισμό. Νιώθαμε απελπισία, όπως είμαι σίγουρα ότι το ίδιο ένιωθε  και ο Άνταμ Σμιθ μέσα από τον τάφο.

Και ξαφνικά, το 1974, η Στοκχόλμη υπερέβη το κατεστημένο αναγνωρίζοντας τον Χάγιεκ. Δύο χρόνια αργότερα, ο Milton Friedman βραβεύθηκε ομοίως με το Νόμπελ. Στις δεκαετίες που πέρασαν από τότε, περισσότεροι οικονομολόγοι φιλικοί προς τις αγορές βραβεύθηκαν - συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως οι George Stigler, James Buchanan, Ronald Coase, Gary Becker, Robert Lucas, Robert Mundell, Vernon Smith, Elinor Ostrom και Angus Deaton.

Ακόμα κι έτσι, η Επιτροπή των Νόμπελ το 1974 δεν μπόρεσε να δώσει το βραβείο Οικονομικών εκείνης της χρονιάς μόνο στον Χάγιεκ. Το «εξισορρόπησε» δίνοντας ένα βραβείο και στον Σουηδό σοσιαλιστή Gunnar Myrdal - του οποίου η αλαζονεία φάνηκε όταν σνόμπαρε τον Χάγιεκ.

Ο τελευταίος ήταν πάντα ευγενικός. Αν και δεν έτρεφε κάποια κολακευτική άποψη για τον τραγελαφικό Myrdal, δεν το είπε ποτέ δημόσια. Ο αυτάρεσκος όμως εκείνος Σουηδός λάτρης του κράτους υποστήριξε ότι το βραβείο θα έπρεπε να καταργηθεί εάν το δίνουν σε επικριτές του κεντρικού σχεδιασμού όπως ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν.

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν κανείς δεν θυμάται τον Myrdal, και λιγότεροι τον αναφέρουν. Κανείς δεν θυμάται ένα καλό βιβλίο ή μια αξιοσημείωτη φράση που έγραψε. Η χώρα του, η Σουηδία, απομακρύνθηκε από τις αφελείς υποθέσεις του και τώρα υπερηφανεύεται για το ότι αποτελεί την 9η πιο ελεύθερη οικονομία στον κόσμο.

Ο Χάγιεκ, ωστόσο, αναφέρεται κάπου στον κόσμο κάθε μέρα, αν όχι κάθε ώρα. Το The Road to Serfdom (Ο Δρόμος προς τη Δουλεία), to The Constitution of Liberty (Το Σύνταγμα της Ελευθερίας), το The Denationalization of Money (Η Απεθνικοποίηση του Χρήματος), και το The Use of Knowledge in Society (Η Χρήση της Γνώσης στην Κοινωνία) είναι τέσσερα από τα πολλά έργα του που εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο είτε έχουν διαβάσει είτε έχουν ακουστά.

Αν μου έδιναν 50 δολάρια για κάθε φορά που έχω αναφέρει μόνο το εξής σπουδαίο απόφθεγμα του Χάγιεκ - «Το περίεργο καθήκον της οικονομικής επιστήμης είναι να δείξει στους ανθρώπους πόσο πραγματικά λίγες γνώσεις έχουν για όσα φαντάζονται ότι μπορούν να σχεδιάσουν» - θα μπορούσα να πάω κάπου ωραία για διακοπές!

Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπός από τη Βιέννη αξίζει να τον θυμόμαστε. Ενσάρκωνε την ευρυμάθεια, την ευγλωττία και την κομψότητα. Η προσφορά του στις κοινωνικές επιστήμες είναι μνημειώδης. Οι άνθρωποι σε έναν αιώνα από τώρα θα εξακολουθούν να τον αναφέρουν.

Αλλά στο μεταξύ, επιτρέψτε μου να μοιραστώ μερικά αποσπάσματα από την ομιλία του κατά την τελετή αποδοχής του Νόμπελ με τίτλο  «The Pretense of Knowledge» (Η πρόφαση της γνώσης), που εκφωνήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1974 στη Στοκχόλμη.

Στην εναρκτήρια παράγραφο, ο Χάγιεκ εξέφρασε μια ταπεινοφροσύνη που δυστυχώς απουσίασε από τον κλάδο του εκείνη την εποχή, καθώς κυριαρχούσε η νοοτροπία του σχεδιασμού της οικονομίας από τον εκάστοτε γυάλινο πύργο ή το κυβερνητικό γραφείο του οικονομολόγου. Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι οι οικονομολόγοι «καλούνται να πουν πώς θα απαλλαγεί ο ελεύθερος κόσμος από τη σοβαρή απειλή της επιτάχυνσης του πληθωρισμού που, πρέπει να παραδεχτούμε, έχει προκληθεί από πολιτικές τις οποίες η πλειονότητα των οικονομολόγων συνέστησε και μάλιστα παρότρυνε τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν. Αυτή τη στιγμή μάλιστα λίγους λόγους έχουμε να είμαστε υπερήφανοι: ως κλάδος τα έχουμε μπλεγμένα».

Ένας σημαντικός λόγος για αυτά τα λάθη, συνέχισε να εξήγησε, είναι ο πειρασμός να μεταφερθούν στα οικονομικά οι κανόνες, τα μέτρα και οι τεχνικές που ισχύουν στον πιο ακριβή κόσμο των φυσικών επιστημών. Όταν θεωρείται ότι η οικονομική θεωρία «πρέπει να διατυπωθεί με τέτοιους όρους ώστε να αναφέρεται μόνο σε μετρήσιμα μεγέθη», το αποτέλεσμα μπορεί μερικές φορές να δίνει την εντύπωση μιας ακριβείας και προβλεψιμότητας, αλλά αυτό είναι απατηλό.

Η απλή αλήθεια που γνωρίζουμε, είπε ο Χάγιεκ, είναι ότι υπάρχουν, «σε ό,τι αφορά την αγορά και τις παρόμοιες κοινωνικές δομές, πολλά γεγονότα που δεν μπορούμε να μετρήσουμε και για τα οποία έχουμε μάλιστα μόνο κάποιες πολύ ανακριβείς και γενικές πληροφορίες. Και επειδή τα αποτελέσματα αυτών των γεγονότων σε καμία συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν με ποσοτικά στοιχεία, απλώς παραβλέπονται από εκείνους που επιμένουν να παραδέχονται μόνο αυτά που θεωρούν ως επιστημονική απόδειξη: στη συνέχεια προχωρούν χαρούμενοι στην ψευδή αξίωση ότι μόνο οι παράμετροι τις οποίες μπορούν να μετρήσουν είναι αυτές που έχουν σημασία».

Όταν δίδασκα οικονομικά σε πανεπιστημιακό επίπεδο, επεδίωκα να εξοικειώσω τους φοιτητές μου με τα βασικά γνωρίσματα των «μαθηματικών οικονομικών», ενώ ταυτόχρονα τους προειδοποιούσα, με χαγιεκιανούς όρους, ενάντια στον πειρασμό να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία απ’ όση πρέπει σε γραφήματα, εξισώσεις και άλλα παρόμοια. Τα ανθρώπινα όντα δεν είναι άψυχοι τσιμεντόλιθοι.

Ένα απλό γράφημα προσφοράς και ζήτησης απεικονίζει μια υποθετική τομή, αλλά στην καλύτερη περίπτωση, δείχνει μια φευγαλέα χρονική στιγμή. Δεν μας λέει σχεδόν τίποτα για τις διάφορες δυνάμεις που επενεργούν στην εργασία (την υποκειμενική αξία και τον ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων) που το καθιστούν ξεπερασμένο ακριβώς την επόμενη στιγμή. Οι μαθηματικοί οικονομολόγοι λατρεύουν τα «σημεία ισορροπίας» επειδή δείχνουν παγωμένες αυτές τις δυνάμεις που δεν μπορούν να παγώσουν - στην πραγματικότητα, η μόνη διαρκής ισορροπία είναι γνωστή ως «θάνατος». Για να δανειστώ μια φράση που χρησιμοποίησε ο Χάγιεκ αλλού για να περιγράψει τον σοσιαλισμό, αυτός ο πειρασμός να μαθηματικοποιήσουμε μια κοινωνική επιστήμη είναι μια «μοιραία έπαρση». Στη διάλεξή του για το Νόμπελ είπε:

«Σίγουρα στον τομέα μου, αλλά πιστεύω και γενικότερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, αυτό που μοιάζει επιφανειακά με την πιο επιστημονική διαδικασία είναι συχνά το πιο αντιεπιστημονικό και, πέρα από αυτό, στα πεδία αυτά υπάρχουν σαφή όρια σε όσα μπορούμε περιμένουμε ότι μπορεί να επιτύχει η επιστήμη».

Δεν είναι ειρωνικό αυτό; Η απομείωση των πολύπλοκων ανθρώπινων ενεργειών και αλληλεπιδράσεων σε μια αριθμητική έκφραση δίνει έναν αέρα ακρίβειας και βαθέος εξευγενισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες δεν είναι συνήθως τίποτα περισσότερο από μια υπεραπλούστευση που μεγεθύνεται από την έπαρση εκείνων που την επιχειρούν. 24 αιώνες αφότου ο Σωκράτης είπε στον κόσμο ότι η επίγνωση της άγνοιάς μας είναι η αρχή της σοφίας», ο Χάγιεκ ορθώς υπέθεσε ότι ο κόσμος χρειαζόταν απεγνωσμένα μια υπενθύμιση αυτής της αρχής— και ιδίως τη χρειάζονταν οι επίδοξοι κεντρικοί σχεδιαστές (αυτούς που ο Άνταμ Σμιθ αποκάλεσε «άνθρωπους των συστημάτων»):

«Είναι πράγματι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με τον ενθουσιασμό που συνήθως παράγουν οι ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, οι γνώσεις που αποκτούμε από τη μελέτη της κοινωνίας τις περισσότερες φορές έχουν ως αποτέλεσμα τον μετριασμό των φιλοδοξιών μας - και μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα πιο ορμητικά νεότερα μέλη του κλάδου μας δεν είναι πάντα διατεθειμένα να το δεχτούν αυτό».

Η αξιοσημείωτη αυτή ομιλία του Χάγιεκ αναφέρθηκε στις θέσεις αυτές με τετράγωνη λογική. Το κρίσιμο δε χτύπημα διατυπώθηκε στην τελευταία, λαμπρή παράγραφο:

«Προκειμένου ο άνθρωπος να μην κάνει περισσότερο κακό απ’ ό,τι καλό στις προσπάθειές του να βελτιώσει την κοινωνική τάξη, θα πρέπει να μάθει ότι σε αυτό του το εγχείρημα, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς όπου κυριαρχεί μια ουσιώδης πολυπλοκότητα ενός οργανωμένου είδους, δεν μπορεί να αποκτήσει την πλήρη γνώση που θα του επιτρέψει να κυριαρχήσει επί των γεγονότων… Η αναγνώριση των ανυπέρβλητων ορίων στη γνώση μας πρέπει πράγματι να διδάξει στον μελετητή της κοινωνίας ένα μάθημα ταπεινότητας που θα τον προφυλάξει από το να γίνει συνεργός στη μοιραία προσπάθεια των ανθρώπων να ελέγξουν την κοινωνία – μια προσπάθεια που τον καθιστά όχι μόνο τύραννος επί των συνανθρώπων του, αλλά που μπορεί κάλλιστα να τον κάνει τον καταστροφέα ενός πολιτισμού που κανένας εγκέφαλος δεν έχει σχεδιάσει αλλά που αναπτύχθηκε από τις ελεύθερες προσπάθειες εκατομμυρίων ατόμων».

Μπράβο! Αυτή είναι η σοφία που λαχταρούσε να ακούσει ο κόσμος το 1974. Πενήντα χρόνια αργότερα, πρέπει να την ακούσουμε ξανά. Ενθαρρύνω τους αναγνώστες μου να μάθουν περισσότερα για τον Φρίντριχ Χάγιεκ και να γιορτάσουν την επέτειο του Νόμπελ που του άξιζε, αξιοποιώντας τις παρακάτω προτάσεις για περαιτέρω μελέτη.


*Ο Lawrence W. Reed είναι επίτιμος πρόεδρος του Foundation for Economic Education και συγγραφέας των βιβλίων Real Heroes: Inspiring True Stories of Courage, Character and Conviction και Excuse Me, Professor: Challenging the Myths of Progressivism.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Μαρτίου 2024  και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.