Με φορολογία ή αύξηση χρέους θα καλυφθούν οι νέες ευρωπαϊκές δαπάνες
Shutterstock
Shutterstock

Με φορολογία ή αύξηση χρέους θα καλυφθούν οι νέες ευρωπαϊκές δαπάνες

Οι ευρωπαϊκές εκθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγνωσή τους. Διότι πίσω από τις λέξεις κρύβονται αριθμοί. Και οι αριθμοί αυτοί αρχίζουν να τρομάζουν. Όχι μόνο τους πολίτες με τον τριπλό ρόλο τους σαν εργαζόμενοι, σαν καταναλωτές και σαν φορολογούμενοι, αλλά και τους φορείς της βιομηχανικής παραγωγής.

Ήδη τα κόστη της πράσινης μετάβασης και της επίτευξης των κλιματικών στόχων, αναπροσαρμόζονται συνεχώς προς τα πάνω. Και γίνεται πλέον φανερό ότι η επίτευξη των καθαρών μηδενικών εκπομπών CO₂ έως το 2050 απαιτούν τεράστιες επενδύσεις σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, στην αποθήκευση ενέργειας και στις εγκαταστάσεις δέσμευσης άνθρακα. Σύμφωνα με πρόσφατες εκθέσεις απαιτούνται επενδύσεις της τάξεως των 800 δισ. ευρώ έως το 2030 και συνολικά 2,5 τρισ. ευρώ μέχρι το 2050.

Πέρα από το τεράστιο ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων, που θα αφορούν και την παροχή κινήτρων και την ενεργοποίηση δημόσιων πόρων, καθίσταται πλέον σαφής και ορατός ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης. Διότι το υπέρμετρο «κόστος» από τα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, ήδη έχουν οδηγήσει τη βιομηχανική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Η επί σειρά ετών μετανάστευση κρίσιμων ευρωπαϊκών βιομηχανιών, εκτός ΕΕ με βασικό προορισμό την Κίνα, ή ακόμα και την Τουρκία, γυρίζει σήμερα μπούμερανγκ. Ως γνωστόν το αυστραλιανό αυτό εργαλείο-όπλο έχει δυο άκρες. Έτσι όσον αφορά τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αφενός έχουμε μια αποδυνάμωση του παραγωγικού ιστού και αφετέρου τη μαζική εισαγωγή μη ευρωπαϊκών προϊόντων που εκτοπίζουν από τα ράφια, τα αντίστοιχα εναπομείναντα ευρωπαϊκά. 

Έτσι οι βιομηχανικοί φορείς και το ευρύτερο παραγωγικό οικοσύστημα της ΕΕ, οι οποίοι κλονίστηκαν από την ενεργειακή κρίση, που προκλήθηκε από τις προηγηθείσες άφρονες επιλογές των Ευρωπαίων πολιτικών, ζητούν ένα πιο ξεκάθαρο και διαφανές επιχειρηματικό σκηνικό. Και αναφέρονται με κάθε ευκαιρία στην επείγουσα ανάγκη για σαφήνεια, προβλεψιμότητα και εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και στη σχεδιαζόμενη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ.

Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε στο σημείο αυτό και τα κίνητρα που προσφέρει ο Λευκός Οίκος σε επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα και της ψηφιακής τεχνολογίας, για τη μετεγκατάσταση τους στο αμερικανικό έδαφος και ειδικότερα σε πολιτείες που εξελίσσονται σε επενδυτικούς και επιχειρηματικούς παραδείσους.

Την ίδια ώρα σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας (European Defence Agency /EDA), οι αμυντικές δαπάνες για το 2022 ξεπέρασαν τα 240 δισ. καταγράφοντας ένα ιστορικό ρεκόρ, που αντιστοιχεί στο 1,5% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου προϊόντος. Με πρωταγωνιστές τη Σουηδία με αύξηση +30%, το Λουξεμβούργο με +28%, τη Λιθουανία με +28%,  την Ισπανία με +19% και το Βέλγιο με +15%. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες, υπολείπονται σημαντικά του στόχου που έχει τεθεί, δηλαδή στο 2% του ΑΕΠ. Εάν απαιτηθεί η επίτευξη αυτού του στόχου κάτι που δεν είναι απίθανο λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων, τότε οι δαπάνες του 2022 θα είχαν ανέλθει στα 316 δισ. ευρώ, όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα.

Όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα οι συνολικές αμυντικές δαπάνες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολείπονται των αντίστοιχων της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Κάτι που αναμένεται να ανατραπεί τα επόμενα χρόνια, αφού η Ευρώπη θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τις αυξανόμενες δαπάνες της, από το κενό που θα αφήσει στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ η πλευρά των ΗΠΑ.

Συμπερασματικά, η Ευρώπη, θα πρέπει να χρηματοδοτήσει με αυξημένους πόρους τόσο την πράσινη μετάβαση, όσο και το νέο αμυντικό δόγμα, πέραν των πόρων που διοχετεύονται ήδη στο ταμείο RRF και στα προγράμματα της μεταναστευτικής πολιτικής. Η χρηματοδότηση αυτή σε ένα περιβάλλον διστακτικής ανάπτυξης όπως είναι το σημερινό, μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω αύξησης της φορολογίας, είτε μέσω αύξησης του δανεισμού. Δυο επιλογές που πριονίζουν την επάνοδο της ΕΕ σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.