Περί (κύρους και λογικής μιας) εκδικητικής εκκλησίας
Eurokinissi
Eurokinissi

Περί (κύρους και λογικής μιας) εκδικητικής εκκλησίας

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας δεν μπορούσε παρά να τοποθετηθεί. Και μάλιστα να τοποθετηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο και τόνο στο ζήτημα της νομοθετικής πρόβλεψης/θέσπισης του γάμου ομοφύλων ζευγών. Και δεν μπορούσε παρά να προχωρήσει σε ένα τέτοιο διάβημα, γιατί μπορεί μεν οι Ιεράρχες να μην εκλέγονται από το ποίμνιο, δηλαδή από το λαϊκό στοιχείο των πιστών, ωστόσο λογοδοτούν σε αυτό.

Με άλλα λόγια, η ισχύς τους εξαρτάται από την ευρύτερη κοινωνική τους ανταπόκριση, δηλαδή από την ευθυγράμμισή τους στις ευαισθησίες και αξιώσεις της κοινωνικής τους βάσης. Όπως ακριβώς και των κομματαρχών η ισχύς.

«Τούτο πράττουσα», μάλιστα, η εκκλησιαστική Ιεραρχία εν προκειμένω δεν εκφράζει μόνο τις ευαισθησίες των πιστών, αλλά και ευρύτερες ανησυχίες. Αφού φαίνεται να αναδεικνύει και θέματα που πολλοί μη θρησκευόμενοι πιστεύουν πως έχουν -βιοηθικής φύσης- λογική.

Βέβαια, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, μη θιγόμενα από τους «Αγίους», τα οποία ωστόσο άπτονται θεμάτων όχι αποκλειστικά ηθικών, αλλά και ευρύτερης κοινωνικής, καθότι -και- δημοσιονομικής, σημασίας.

Για παράδειγμα, -και έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το αναδεικνύω από κάθε δημόσιο βήμα- η νεοθεσπιζόμενη νομοθεσία μπορεί να οδηγήσει σε εικονικούς γάμους ομοφύλων, αλλά όχι ομοφυλοφίλων ανθρώπων, χάριν σκοπών όχι «συγκλήρωσις του βίου παντός», αλλά συνταξιοδοτικών ή/και κληρονομικών.

Ενδέχεται, δηλαδή, να ωθηθούν άτομα του ιδίου φύλου, ωστόσο ετεροφυλόφιλα, να συνάψουν έναν τέτοιο «γάμο», κυρίως αν ο ένας εξ αυτών είναι μεγάλης ηλικίας, προκειμένου ο άλλος να διασφαλίσει τη σύνταξη του πρεσβύτερου ή να τον/την κληρονομήσει με πολύ μικρότερη φορολογική επιβάρυνση.

Με τέτοιο σκοπό θα μπορούσε για παράδειγμα, να γίνει γάμος μεταξύ δύο πολύ αγαπημένων φίλων, μεταξύ -όχι πολύ στενών, ώστε να υπάρχει νομικό κώλυμα- συγγενών, ή ακόμη μια γηραιά κυρία θα μπορούσε να έρθει «εις γάμου κοινωνία» με την κοπέλα που την περιποιείται και τη φροντίζει, προκειμένου μετά τον θάνατό της να της προσφέρει τις προαναφερόμενες μορφές διασφάλισης (Ας αφήσουμε δε το ενδεχόμενο, η «θεραπενίς» να πιέσει προς την κατεύθυνση αυτή τη συναισθηματικά εξαρτημένη ηλικιωμένη).

Αυτά ασφαλώς, εις βάρος του δημόσιου Προϋπολογισμού, άρα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Και βεβαίως, θα αντιτείνει κάποιος, γάμοι καθαρά συμφέροντος γίνονται και μεταξύ διαφορετικού φύλου ανθρώπων, πρωτίστως με μεγάλη διαφορά ηλικίας.

Ωστόσο, τέτοιοι γάμοι σπανίως μένουν ερωτικώς «ανολοκλήρωτοι», άρα υπό αυτή την έννοια δεν είναι εικονικοί, έστω και αν η «ολοκλήρωση» δεν τους προσδίδει -ίσως το αντίθετο- μικρότερη ηθική απαξία σε σχέση με τους πιθανολογούμενους μελλοντικούς γάμους μεταξύ ετεροφυλόφιλων ιδίου φύλου, χάριν οικονομικής διασφάλισης του νεότερου.

Ανεξαρτήτως ωστόσο των -πάντα επιδεκτικών υποκειμενικής αξιολόγησης- ηθικών κρίσεων επί του όποιου ζητήματος, για το οποίο υπάρχει τοποθέτηση της Εκκλησίας (ή της πολιτείας ή τμήματος της κοινωνίας ή των πολιτικών δυνάμεων ή οποιουδήποτε θεσμού ή συλλογικού φορέα), με άλλα λόγια με δεδομένο το ότι, ουδέποτε είναι προφανής η απάντηση στο ηθικής τάξης ερώτημα «τι είναι σωστό και τι λάθος», οι θέσεις ενός θεσμού δεν κρίνονται τόσο από την πάντα αμφιλεγόμενη ηθική τους βάση.

Κρίνονται από την εσωτερική συνοχή τους.

Τη συμβατότητα και την ανταπόκρισή τους, δηλαδή, στο όλο αξιακό σύστημα του φορέα που τις εκφράζει. Σωστές ή λάθος, επομένως, ηθικές ή ανήθικες, κοινωνικά υποστηρίξιμες ή όχι, οι θέσεις της Εκκλησίας για τον γάμο ομοφύλων βρίσκονται σε αρμονία με το όλο ιδεολογικό -φιλοσοφικό, αν θέλει κάποιος- υπόστρωμα που διέπει αυτόν τον θεσμό.

Και επομένως ουδείς μπορεί να της προσάψει κάτι, ενώ τέτοιες τοποθετήσεις δεν υπονομεύουν το κύρος της. Απλώς με αυτές επικοινωνεί -παρακαλώ να μην παρεξηγηθεί η λέξη ως ευτελής- με την «πελατεία» της και έτσι προστατεύει τα -υλικά ή όχι- συμφέροντά της.

Ωστόσο, κατά την άποψή μου, η εκκλησία ήδη έχει υπονομεύσει τη θέση και το κύρος της -άρα και το κύρος ακόμη και «λογικών» τοποθετήσεών της, όπως η συγκεκριμένη- με τη στάση της σε άλλο ζήτημα, αναιρετική του ίδιου του πυρήνα των αξιών της. Εξηγώ:

Η εκκλησία -ισχυρίζεται- εκφράζει έναν Θεό πανάγαθο και φιλεύσπλαχνο. Παράλληλα υποστηρίζει πως μόνο δια της βάπτισης σώζεται ένας άνθρωπος, απαλλασσόμενος από το κληρονομούμενο προπατορικό αμάρτημα.

Ωστόσο, αρνείται να «σώσει» βρέφη για κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται τα ίδια, αλλά για αλλότριο «αμάρτημα»: δηλαδή τη μη τέλεση θρησκευτικού γάμου από τους γονείς τους (Ξέρει, βέβαια, ότι κάποιοι εκ των γονέων αυτών, ενδεχομένως εκβιαζόμενοι, θα τελέσουν «γαμοβάπτιση», επίσης όμως ξέρει πως κάποιοι άλλοι θα αρνηθούν).

Πώς όμως γίνεται ο «θεσμικός υπηρέτης» ενός Θεού πανάγαθου να καταδικάζει στο «αιώνιο πυρ» τα -ανεύθυνα- τέκνα αυτών των ζευγαριών, διατηρώντας παράλληλα την εσωτερική λογική συνοχή της φιλοσοφίας του θεσμού που εκφράζει;

Και πώς γίνεται αυτή η κραυγαλέα αντίφαση να μην υπονομεύει και τις θέσεις της εκκλησίας επί άλλων θεμάτων, οι οποίες τουλάχιστον δεν στερούνται εσωτερικής συνοχής, άρα είναι αδιαμφισβήτητα «σωστές», για το τμήμα της κοινωνίας που πιστεύει σε αυτήν;

* Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΜΜΑ, Η Αβασίλευτη του Μεσοπολέμου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη