Δικαιοσύνη, δημοκρατία και δημοσιονομική πολιτική

Δικαιοσύνη, δημοκρατία και δημοσιονομική πολιτική

Για τις πασίδηλες δυσλειτουργίες των δικαιοδοτικών μηχανισμών της χώρας μας πολλές «θεραπευτικές» ιδέες θα μπορούσαν να προταθούν. Κάποιες στοχευμένες στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης ή στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και την παρεμπόδιση της συναλλαγής των δικαστικών λειτουργών με φορείς άλλων εξουσιών από τους οποίους εξαρτάται η σταδιοδρομία τους.

Άλλες αναφερόμενες στην αποτροπή έκδοσης αποφάσεων -πρωτίστως από το περιβόητο και κακόφημο «μισθοδικείο» του άρθρου 88 του Συντάγματος, αλλά και από το παρεμφερούς σύνθεσης Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας αποφάσεων προκλητικά ιδιοτελών και ευνοϊκών για τα μέλη του δικαστικού σώματος που ενίοτε λειτουργούν ως «τηβεννοφόρος συντεχνία».

Σχετικές προτάσεις μάλιστα - δημοσιευμένες στο Liberal.gr τις 3.11.2023 - έκανε και η νεοσυσταθείσα ομάδα «Δικαιοσύνης Ώση» ή «ΔικαίΩση», στους κόλπους της οποίας δραστηριοποιούνται σημαντικές προσωπικότητες της επιστήμης (πχ Γιώργος Χρούσος, Βαγγέλης Γαζής, Πάνος Αργυράκης, Μιχάλης Τσινισιζέλης κοκ), της πολιτικής (Μίμης Ανδρουλάκης, Φωτεινή Πιπιλή, αλλά και τ. υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ), της δημοσιογραφίας (Γιώργος Βότσης, Πάσχος Μανδραβέλης, Ηλίας Κανέλλης κοκ), νομικοί, πολλοί καθηγητές πανεπιστημίων, δεκάδες γιατροί-διευθυντές μεγάλων κλινικών και άλλοι.        

Ωστόσο, η πιο σημαντική, ίσως, δυσλειτουργία της ελληνικής Δικαιοσύνης συνίσταται στην αποκτηθείσα εδώ και χρόνια τάση της να ανατρέπει τον κρατικό προϋπολογισμό, επιδικάζοντας με διάφορες νομιμοφανείς ερμηνείες τεράστια αναδρομικά ποσά - όχι απλώς στους ίδιους τους δικαστές, αλλά και - σε ισχυρές επαγγελματικές ομάδες, κατά κανόνα κρατικοδίαιτων, που έχουν τους πόρους και την οργάνωση για να προσφεύγουν στα δικαστήρια με διάφορες διεκδικήσεις. 

Η δικαστική αυτή πρακτική ωστόσο, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει διαστάσεις πανδημίας, είναι πολλαπλώς προβληματική.

Για τους εξής λόγους:

  1. Είναι αντιδημοκρατική, γιατί αποσπά την ευθύνη της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους από τα αιρετά και λογοδοτούντα στον λαό όργανα της πολιτείας. Πράγματι οι φορείς θεσμικών πολιτικών αξιωμάτων θα πρέπει να απολογούνται για τις ανατροπές του δημόσιου προϋπολογισμού που επιβάλλουν οι δικαστικές αποφάσεις (εφόσον, μη εισέτι αποκαλυφθέντων λεφτόδεντρων από τα οποία εκφύονται 500ευρα, από κάπου πρέπει να αφαιρεθούν -συνήθως από κοινωνικά απόκληρους και συνδικαλιστικά αδύναμους, από έργα υποδομής και ανάπτυξης κοκ- τα ποσά που επιδικάζονται στους προσφεύγοντες…)
  2. Είναι αντικοινωνική εφόσον, κατά τα προλεχθέντα, κατά κανόνα οι ευεργετούμενοι από τέτοιες δικαστικές αποφάσεις είναι οι διαθέτοντες ισχυρή συνδικαλιστική εκπροσώπηση και ανάλογη επικοινωνιακή στήριξη, ενώ οι αδύναμοι και οι «φορομαστιγούμενοι» συνήθως πληρώνουν το τίμημα…
  3. Είναι προβληματική για το κύρος της ίδιας της Δικαιοσύνης που δεν αρκεί να είναι τιμία, όπως όλοι ελπίζουμε και ευχόμαστε να είναι, αλλά πρέπει και να φαίνεται τέτοια…  (Μιλούσα τελευταία με διπλωμάτη, ευεργετηθέντα κατά την τελευταία περίοδο, όπως όλοι ουσιαστικά οι συνάδελφοί του, με αναδρομικά άνω των 150.000 ευρώ, εφόσον πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις έκριναν μη φορολογητέο το επίδομα αλλοδαπής. Και μου έλεγε: «Ρε συ, εκείνοι οι δικηγόροι που αναλαμβάνουν εργολαβικά τις υποθέσεις  κλάδων ολόκληρων λες να τους δίνουν κάτι τις, για να διασφαλίζουν, τέτοιες αποφάσεις;». Ας πούμε, όπως θέλω να ελπίζω, πως η διερώτηση είναι αποτέλεσμα νοσηρής καχυποψίας. Όταν όμως ακόμη και ένας ευεργετημένος από τέτοιες δικαστικές αποφάσεις,  έχει τη συγκεκριμένη αντίληψη για τους δικαστικούς λειτουργούς που τον ευεργέτησαν..., τότε τι συμβαίνει με το «φαίνεσθαι» του δικαστικού σώματος;)

Βέβαια με τις προαναφερόμενες προτάσεις της η ομάδα «Δικαιοσύνης Ώση» ή «ΔικαίΩση» - αν και γενικώς επιχειρεί να προωθεί ιδέες που μπορούν να υλοποιηθούν με απλή νομοθετική παρέμβαση - προτείνει συνταγματική αναθεώρηση αποσκοπούσα στον αποκλεισμό της ανατροπής του κρατικού προϋπολογισμού από δικαστικές αποφάσεις.

Ωστόσο, εν προκειμένω δεν πρωτοτυπεί. Πρώτος με έμφαση επέμενε πως πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο ένας παλιός πολιτικός, το όνομα του οποίου μάλλον δεν είναι άγνωστο στον σημερινό πρωθυπουργό: ονομαζόταν Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ασφαλώς, αυτός έκανε τις σχετικές προτάσεις του όταν ήταν πια εκτός ενεργού πολιτικής. Ίσως γιατί ο λαός δεν του έδωσε την ευκαιρία δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας. Στον γιο του όμως έδωσε… (Και δεν νομίζω πως, αν επιχειρούσε σήμερα να δρομολογήσει μια τέτοια αλλαγή τους Συντάγματος, δεν θα έβρισκε και σε κόμματα της αντιπολίτευσης ερείσματα τέτοια που θα επέτρεπαν στην επόμενη Βουλή να ολοκληρώσει τη σχετική αναθεώρηση με μόλις 151 θετικές ψήφους…) 

* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.