Κάνουμε καλά και «χτίζουμε» πλεονάσματα;
Shutterstock
Shutterstock

Κάνουμε καλά και «χτίζουμε» πλεονάσματα;

Η έκπληξη που μας επιφύλασσε η ΕΛΣΤΑΤ για το κλείσιμο του 2023 ήταν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 1,8% του ΑΕΠ (4,1 δισ. ευρώ έναντι 2,59 δις ευρώ που ήταν η πρόβλεψη), το συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα έφτασε το 0,5%, μικρότερο από ότι είχε προβλεφθεί (2,1% του ΑΕΠ είχε προϋπολογιστεί και 1,6% του ΑΕΠ έφτασε) με αποτέλεσμα να καταγράψουμε την δεύτερη μεγαλύτερη μείωση (μετά την Πορτογαλία) ως ποσοστό του ΑΕΠ εντός της ΕΕ, φθάνοντας τελικά και συνολικά το χρέος στο 161,9% του ΑΕΠ.

Άλλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν επιδείξει παρόμοια επίδοση παρόλο που συνολικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα της Ευρωζώνης ως προς το ΑΕΠ ελαφρά μειώθηκαν. Τα υψηλότερα ελλείμματα παρουσιάστηκαν στην Ιταλία, Ουγγαρία και Ρουμανία.

Είναι εμφανές ότι παρόμοιες εξελίξεις έρχονται παράλληλα και αλληλοεπηρεάζονται με τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά στην πρόσφατη έκδοση του 30ετους ομολόγου (λήξεως 2054) με απόδοση 4,2% αλλά και την κανονική εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών μας κυρίως των δανείων του πρώτου μνημονίου ενώ παράλληλα διατηρείται το υψηλό ταμειακό πλεόνασμα του Ελληνικού δημοσίου (υψηλότερα από 35 δις ευρώ) για το οποίο ήλθε η εποχή να αρχίσει να μειώνεται.

Κάνει καλά η οικονομική πολιτική που επιτυγχάνει και διατηρεί υψηλά τα δημοσιονομικά πλεονάσματα; Γιατί να μην μοιράζεται στον κόσμο για να επιτυγχάνει και υψηλότερο πολιτική δημοτικότητα;

Να επισημάνουμε ότι παρατηρούμε μία ουσιαστική αλλαγή στην κουλτούρα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Δεν φαίνεται καταρχήν να είναι κοινωνικά ισχυρό ζητούμενο, η δημοσιονομική χαλαρότητα, παρόλο που το πληθωριστικό σοκ του 2021 – 2022 το έχει κάνει αντικειμενικά μία σημαντική ανάγκη τουλάχιστον για κοινωνικά (και πολιτικά) ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού (κυρίως χαμηλοσυνταξιούχους). Αλλά και η δημοσιονομική διοίκηση προτιμά να υποστεί το πολιτικό κόστος και να μην θέσει σε κίνδυνο τα μακροπρόθεσμα οφέλη της βελτίωσης της ενεργούς δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδος.

Ανεξαρτήτως εάν αυτό εκτιμάται ή όχι επαρκώς από την κοινωνία, η διατήρηση της πορείας αυτής θα έχει ως αποτέλεσμα την γενικότερη αναβάθμιση (και όχι μόνο δημοσιονομικά) της οικονομικής και γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδος σε ένα ιδιαίτερα ταραγμένο ευρύτερο περιβάλλον.

Τα οφέλη εξάλλου σταδιακά θα διαπεράσουν και τη λειτουργικότητα του τραπεζικού συστήματος καταλήγοντας σε φθηνότερη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Επιπροσθέτως η δημιουργία ισχυρής δημοσιονομικής θέσης επιτρέπει στην Ελληνική οικονομία να διαχειριστεί νέες μείζονες κρίσεις σύνθετου χαρακτήρα. Ας μην βρεθεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν πρόκειται να συμβεί μία νέα κρίση.

Γνωρίζουμε ότι η βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης προήλθε κυρίως από την πληθωριστική επίδραση επί των εισοδημάτων και τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογίας και τη μείωση της παραοικονομίας.

Πάντως στον βαθμό που προέρχεται από τη δεύτερη πηγή είναι προφανές ότι παρέχονται υψηλότεροι βαθμοί ελευθερίας διαχείρισης. Όσον αφορά την πρώτη πηγή, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη φορολογική τιμαριθμική διαχείριση του κατώτατου μισθού.

*Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής του ΕΚΠΑ.