Ας ξεχάσουμε τις τράπεζες που ξέραμε

Ας ξεχάσουμε τις τράπεζες που ξέραμε

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Οι βασικές αρχές της τραπεζικής στηρίζονται στο γεγονός ότι οι τράπεζες εμπορεύονται χρήματα. Δέχονται καταθέσεις και προσφέρουν δάνεια. Πληρώνουν τους καταθέτες για να προσελκύσουν τις καταθέσεις τους και πληρώνονται από τους δανειολήπτες για να τους χορηγήσουν δάνεια. Έτσι οι τράπεζες αποκομίζουν έσοδα και κέρδη, από τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού και τα επιτόκια καταθέσεων.

Αυτά δεν γνωρίζαμε σε γενικές γραμμές όλοι μας, μέχρι χθες; Αν όχι μέχρι χθες, μέχρι πριν από λίγο καιρό. Μέχρι τότε δηλαδή, που έκαναν την εμφάνισή τους τα αρνητικά επιτόκια και τα πράγματα άλλαξαν. Και πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τραπεζικό σύστημα που παρουσιάζει μια διαφορετική λειτουργία.

Η πηγή όλων των δεινών βρίσκεται στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας. Και είναι το τραπεζικό σύστημα της Δανίας, αυτό που εγκαινίασε την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Έτσι η Nordea Bank χορηγεί 20ετή στεγαστικά δάνεια με επιτόκιο 0%. Εξάλλου η Jyske Bank, που είναι η τρίτη σε μέγεθος τράπεζα της Δανίας, χορηγεί δεκαετή στεγαστικά δάνεια με αρνητικό ετήσιο επιτόκιο της τάξης του -0,5%. Δηλαδή ο δανειολήπτης πληρώνεται για το στεγαστικό δάνειο που του χορηγεί η τράπεζα. Η Jyske είχε υιοθετήσει και αρνητικά επιτόκια για καταθέσεις πελατών που υπερβαίνουν τα 7,5 εκατ. κορόνες Δανίας που ισοδυναμούν με $1 εκατ., χρεώνοντάς τους με ένα επιτόκιο της τάξης του 0,6%.

Σήμερα οι τράπεζες στη Δανία επεκτείνουν τις αρνητικές αποδόσεις που προσφέρουν στους μεγαλοκαταθέτες τους και στα τραπεζικά διαθέσιμα των εταιρειών, αλλά και στους μικρούς ιδιώτες καταθέτες. Και αυτό διότι θεωρούν πως οι θετικές αποδόσεις, ακόμα και στις μικρές καταθέσεις, τους αυξάνουν υπερβολικά το κόστος. Οι καταθέτες στη Δανία, που αποτελούν τμήμα μιας κοινωνίας που είναι γενικά εθισμένη στο ψηφιακό και πλαστικό χρήμα, δεν προβαίνουν σε μαζικές αναλήψεις των χρημάτων τους, διότι δεν είναι συνηθισμένοι στη διαχείριση μετρητών και υπομένουν καρτερικά το κόστος των αρνητικών επιτοκίων «φύλαξης» των καταθέσεών τους.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον των μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων που κυριαρχούν στην Ευρώπη, με το τελικό κτύπημα να έρχεται από τα μακροχρόνια κρατικά ομόλογα, οι τράπεζες αναζητούν τρόπους να στηρίξουν την κερδοφορία τους. Ένας τρόπος είναι η μείωση του λειτουργικού κόστους και η αντικατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού από ρομποτάκια.

Ένας άλλος τρόπος είναι η αύξηση των προμηθειών που χρεώνουν οι τράπεζες σε κάθε τραπεζική συναλλαγή αλλά και σε συναλλαγές που άπτονται των χρηματιστηρίων, των εμπορευμάτων, του συναλλάγματος και των ασφαλιστικών προϊόντων. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντικατοπτρίζονται και στην πορεία των μετοχών τους και βασικά του δείκτη Stoxx Europe 600 banks index που καταγράφει τις χαμηλότερες τιμές του, έπειτα από την παγκόσμια χρηματιστηριακή και χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Η αλλαγή της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος έχει ήδη εισβάλλει και στη Γερμανία, παράλληλα με τους φόβους για ύφεση, που εδράζονται στην επιβράδυνση της οικονομίας της. Το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας που αριθμεί πάνω από 1.600 τραπεζικά ιδρύματα, διασκορπισμένα σε όλα τα κρατίδια και με συμμετοχή στη μετοχική τους βάση διάφορων επαγγελματικών φορέων και φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες. Πρώτα απ' όλα δεν έχει «καθαρίσει» τα προβληματικά στοιχεία των ισολογισμών τους. Δευτερευόντως αδυνατεί να αποκομίσει κέρδη είτε από την πρωτογενή είτε από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων.

Ήδη όμως στη Γερμανία εγείρονται νομικά θέματα σχετικά με τα αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις των Γερμανών καταθετών και στα λεγόμενα «πέναλτι», που αφορούν τη διαχείριση των μικροκαταθέσεων. Μπορεί στην Ελλάδα προς το παρόν να μη μας απασχολεί το πρόβλημα των αρνητικών επιτοκίων, διότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει και να λύσει. Όμως και εδώ στη χώρα μας οι καταθέτες έρχονται αντιμέτωποι με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις, αλλά και με υπερβολικές προμήθειες σε κάθε είδους συναλλαγών τους με τις τράπεζες.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 4 Οκτωβρίου