Καθώς οι κάλπες αρχίζουν να κλείνουν στις ΗΠΑ, η αίσθηση που υπάρχει ανάμεσα στους περισσότερους αναλυτές είναι πως οι Ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται πολύ κοντά στην ανάκτηση του ελέγχου του Κογκρέσου, βοηθούμενοι από την παράδοση που θέλει το αντιπολιτευτικό κόμμα να καταγράφει σχεδόν πάντα σοβαρή ενίσχυση των δυνάμεων του στις Ενδιάμεσες Εκλογές, σε συνδυασμό με τον καλπασμό του πληθωρισμού και την κακή δημοσκοπική εικόνα του Προέδρου Μπάιντεν.
Ορισμένοι Δημοκρατικοί διατηρούν βεβαίως την ελπίδα ότι, σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις θα έχουν υποτιμήσει τις δικές τους επιδόσεις και όχι αυτές των Ρεπουμπλικάνων. Μια μικρή, εξάλλου, απόκλιση από τις δημοσκοπήσεις, που δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, θα μπορούσε να τους επιτρέψει να διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας.
Οι παράγοντες που θεωρούν ότι τους διατηρούν ανταγωνιστικούς, ιδιαιτέρως στις έξι κρίσιμες Πολιτείες όπου οι αναμετρήσεις θα κρίνουν τον έλεγχο της Γερουσίας, είναι αφενός η απόφαση Dobbs του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις και αφετέρου η αντιπάθεια που ακόμη αισθάνεται η πλειοψηφία των Αμερικανών για τον πρώην Πρόεδρο Τραμπ.
Ο τελευταίος, παρά την ελπίδα πολλών Ρεπουμπλικάνων ότι θα έμενε στο παρασκήνιο κατά την προεκλογική εκστρατεία, τουλάχιστον σε ορισμένες κρίσιμες Πολιτείες (όπου ηττήθηκε το 2020), έκανε το ακριβώς αντίθετο και μάλιστα προ ημερών φρόντισε ουσιαστικά να προαναγγείλει ότι την επόμενη εβδομάδα θα προβεί σε επίσημη αναγγελία της υποψηφιότητας του εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024.
Συνήθως τα μεγάλα φαβορί, όπως αναμφίβολα είναι ο πρώην Προέδρος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, δεν βιάζονται να ανακοινώσουν την υποψηφιότητα τους, όμως ορισμένοι θεωρούν ότι αυτό είναι ουσιαστικά ένδειξη φόβου από πλευράς του Τραμπ· ότι μπορεί κάποιος άλλος υποψήφιος ενδεχομένως να τον προκαλέσει εσωκομματικά με επιτυχία, με το μυαλό όλων να πηγαίνει στον Κυβερνήτη Ντε Σάντις της Φλόριντα (ο οποίος βαδίζει προς μία θριαμβευτική επανεκλογή σε μία κρίσιμη και μεγάλη Πολιτεία). Το περιβάλλον του Τραμπ από την άλλη, αναμένει έναν εκλογικό θρίαμβο των Ρεπουμπλικάνων σε Βουλή και Γερουσία, τον οποίο θα επιχειρήσει να πιστωθεί ο πρώην Προέδρος για να αναγγείλει σε κύμα ευφορίας την υποψηφιότητα του αμέσως μετά.
Δεδομένου ότι μοιάζει απίθανο, ακόμη και σε ένα καλό σενάριο για τους Δημοκρατικούς, οι Ρεπουμπλικάνοι να μην ελέγχουν τουλάχιστον τη Βουλή των Αντιπροσώπων τον Ιανουάριο του 2023, οι ΗΠΑ βαδίζουν προς μία ακόμη πιο αυξημένη εσωστρέφεια, που θα δυσχεράνει την λήψη αποφάσεων σε πολλούς τομείς.
Η νομοθετική ατζέντα της Κυβέρνησης Μπάιντεν θα βαλτώσει και ο Πρόεδρος θα περιοριστεί στην έκδοση διαταγμάτων, με περιορισμένες δυνατότητες. Ενδεχομένως να υπάρξει δυσκολία ακόμη και για την επίτευξη συμφωνίας για τον προϋπολογισμό και την αύξηση του ορίου χρέους της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, ενδεχόμενα που θα δημιουργήσουν περαιτέρω αναταράξεις στις αγορές.
Ταυτόχρονα, ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή έχουν προαναγγείλει τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών για πλειάδα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του Χάντερ Μπάιντεν. Ένας Λευκός Οίκος που θα βρίσκεται υπό πολιτική πολιορκία και τα στελέχη του οποίου θα κλητεύονται να καταθέτουν συνεχώς σε επιτροπές της Βουλής, εκ των πραγμάτων θα λειτουργεί λιγότερο αποτελεσματικά.
Ως προς την εξωτερική πολιτική, θα επηρεαστεί λιγότερο από την εσωτερική αφού εκεί ο Πρόεδρος έχει ξεκάθαρα τον πρώτο λόγο. Ωστόσο και εκεί πιθανόν να υπάρξουν συνέπειες, αφού, αν και οι πιο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι τάσσονται υπέρ της συνέχισης της στήριξης του ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας, οι πιο στενοί σύμμαχοι του Τραμπ έχουν ήδη αφήσει υπονοούμενα ότι πιθανόν να πιέσουν για μια μείωση της βοήθειας προς το Κίεβο, εκμεταλλευόμενοι την εξουσία που έχει η Βουλή επί των οικονομικών της Κυβέρνησης, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού και των δαπανών.
Αν μάλιστα στον έλεγχο της πλειοψηφίας της Βουλής προστεθεί και αυτός της Γερουσίας, τότε ο Πρόεδρος Μπάιντεν, πέρα από το ότι θα αναγκαστεί να ασκήσει επανειλημμένα το προεδρικό βέτο για να μπλοκάρει νομοσχέδια που θα ψηφιστούν από τις Ρεπουμπλικανικές πλειοψηφίες στο Κογκρέσο, θα αντιμετωπίσει και το πρόβλημα αδυναμίας έγκρισης των διορισμών ομοσπονδιακών δικαστών αλλά ακόμη και κυβερνητικών στελεχών.
Σε παλαιότερες εποχές, ο έλεγχος του Λευκού Οίκου από το ένα κόμμα και του Κογκρέσου από το άλλο, ουδόλως απέκλειε πιθανές συνεννοήσεις, ακόμη και ιστορικούς συμβιβασμούς σε μεγάλης σημασίας ζητήματα και σίγουρα δεν σήμαινε απαραιτήτως μία διακυβέρνηση περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, στην εποχή της αρνητικά φορτισμένης πόλωσης, όπου οι περισσότεροι ψηφοφόροι ψηφίζουν εναντίον του αντιπάλου παρά υπέρ του δικού τους κόμματος, φαίνεται πως βαδίζουμε προς μία ακόμη πιο δύσκολη διετία για τις ΗΠΑ.
* Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος