Την Τρίτη 4 Απριλίου, ο Ντόναλντ Τραμπ θα γράψει, για ακόμη μια φορά, ιστορία όταν γίνει ο πρώτος πρώην ή εν ενεργεία Προέδρος των ΗΠΑ που θα καταθέσει ενώπιον του Δικαστή Juan Merchan κατόπιν της ποινικής δίωξης που του ασκήθηκε ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, Alvin Bragg και απόφασης του αρμόδιου ειδικού σώματος Ενόρκων (Grand Jury,όπως είναι γνωστά στις ΗΠΑ).
Οι λεπτομέρειες της ποινικής δίωξης δεν είναι ακόμη γνωστές όμως ξεκινούν από την περιβόητη υπόθεση της εξαγοράς της σιωπής της Stormy Daniels πριν τις εκλογές του 2016 και συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον ένα κακούργημα. Η βάση της υπόθεσης ξεκινά από ένα ζήτημα το οποίο ουσιαστικά αφορά παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας των ΗΠΑ, αφού η δωροδοκία της Stormy Daniels ουσιαστικά αποτελούσε μη δηλωμένη εκλογική συνεισφορά και δαπάνη στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ. Ωστόσο, θα πρέπει να περιμένουμε την δημοσιοποίηση του κατηγορητηρίου για να έχουμε την πλήρη εικόνα, αφού οι κατηγορίες αναφέρονται σε πολλαπλές παράνομες πράξεις.
Ο ίδιος ο Τραμπ είχε προ ημερών ουσιαστικά προαναγγείλει την ποινική δίωξη εναντίον του και μάλιστα προέβλεπε και την σύλληψη του, καλώντας σε ξεσηκωμό τους οπαδούς του. Όταν όμως έγινε επισήμως γνωστή η άσκηση της δίωξης οι δικηγόροι του δήλωσαν πως θα εμφανιστεί κανονικά ενώπιον του Δικαστή, θα συνεργαστεί και πως δεν θα χρειαστεί να του φορεθούν χειροπέδες.
Ως προς το νομικό σκέλος της, η υπόθεση θα πάρει τον δρόμο της και θα πρέπει να δούμε που θα οδηγήσει, αφού είναι πολύ διαφορετικό να πειστεί ένα σώμα Ενόρκων να ασκήσει δίωξη από το να καταδικαστεί τελικά ένας οποιοσδήποτε πολίτης, πολύ περισσότερο ένας πρώην Πρόεδρος.
Ωστόσο αυτό που έχει προκαλέσει ακόμη περισσότερες συζητήσεις είναι οι πολιτικές συνέπειες. Ο Τραμπ δεν είναι απλώς ένας πρώην Προέδρος αλλά το φαβορί για να κερδίσει εκ νέου το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων και εξαιρετικά δημοφιλής στην εκλογική βάση του Κόμματος. Μία εκλογική βάση η οποία ούτως ή άλλως ελάχιστη εμπιστοσύνη έχει στους θεσμούς του «κατεστημένου», ιδιαιτέρως στον αφροαμερικανό προοδευτικό Εισαγγελέα μίας εκ των πιο Δημοκρατικών πόλεων στις ΗΠΑ.
Δεν προξενεί καθόλου έκπληξη λοιπόν, η καθολική οργή με την οποία σχεδόν το σύνολο των Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, ακόμη και εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τραμπ, όπως ο Ρον Ντε Σάντις, υποδέχθηκαν την άσκηση της ποινικής δίωξης, αναφερόμενοι σε κυνήγι μαγισσών και συνομωσία του «βαθέος κράτους», των προοδευτικών ελίτ και της κυβέρνησης Μπάιντεν εναντίον του πρώην Προέδρου.
Γνωρίζουν πολύ καλά πως ο δρόμος για να κερδίσουν το χρίσμα στις εσωκομματικές εκλογές δεν είναι η ένδειξη εμπιστοσύνης στους θεσμούς αλλά συμπαράστασης στον Τραμπ απέναντι στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Έτσι, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε αυτή τη συμπαράσταση, για να μην αποξενώσουν το μεγαλύτερο κομμάτι του εσωκομματικού ακροατηρίου και τον υπερβολικό ζήλο που πιθανόν απλώς να ενισχύσει τον ίδιο τον Τραμπ εις βάρος τους. Η ελπίδα του Ντε Σάντις, που μάλλον είναι ο μόνος με ρεαλιστικές πιθανότητες να επικρατήσει του Τραμπ, είναι πως το κομμάτι των Ρεπουμπλικάνων που επιθυμεί μία εναλλακτική από τον πρώην Πρόεδρο θα αυξηθεί λίγο, την ίδια στιγμή που ο ίδιος δεν θα έχει στρέψει εναντίον του αυτούς που μάλλον συμμερίζονται την άποψη πως η ποινική δίωξη συνιστά κυνήγι μαγισσών.
Όσο για τον ίδιο τον Τραμπ, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο η ποινική δίωξη θα του στοιχίσει πολιτικά. Η πρόβλεψη του από το 2016 πως οι πιστοί ψηφοφόροι του δεν θα τον εγκαταλείψουν ακόμη κι αν πυροβολήσει κάποιον σε δημόσια θέα, έχει μάλλον επαληθευτεί σε πλειάδα περιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της περυσινής καταδίκης του Trump Organization για φοροδιαφυγή, πάλι στη Νέα Υόρκη.
Σε μία εποχή που ολοένα και περισσότερο η εκλογική στάση υπαγορεύεται από τις κομματικές ταυτίσεις και την αντιπάθεια προς τους πολιτικούς αντιπάλους, οι ψηφοφόροι είναι πρόθυμοι να παραβλέψουν όχι απλώς ακραίες, αλλά ακόμη και παράνομες συμπεριφορές, εκλογικεύοντας κάθε τι άβολο που είναι ασύμβατο με την εν γένει πολιτική τους θεώρηση.
Η εκλογική βάση που αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει τον Τραμπ ακόμη και μετά την άρνηση του αποτελέσματος των εκλογών του 2016 και την εισβολή στο Καπιτώλιο δεν θα το κάνει επειδή του ασκήθηκε δίωξη στο Μανχάταν για μία υπόθεση που είναι ευρέως γνωστή και έχει συζητηθεί εξαντλητικά ήδη από το 2017.
Ο Τραμπ θα χάσει το χρίσμα μόνο εφόσον κάποιος άλλος Ρεπουμπλικάνος, με πιο πιθανό τον Ντε Σάντις, πείσει τη βάση του κόμματος ότι είναι εξίσου συντηρητικός και μαχητικός εναντίον του «προοδευτικού κατεστημένου» όσο κι ο πρώην Πρόεδρος αλλά ταυτόχρονα είναι λιγότερο βεβαρυμμένος από το παρελθόν κι άρα έχει περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί.
* O Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος