Με λίγες ημέρες μόνο να απομένουν για τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, την επόμενη Τρίτη, αντίρροπες δυνάμεις, όπως η δυσαρέσκεια για την Κυβέρνηση Μπάιντεν από τη μία και αρκετοί προβληματικοί Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι από την άλλη, λειτουργούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι λίγες προβλέψεις μπορεί να γίνουν με σχετική ασφάλεια.
Μία από αυτές φαίνεται να είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο υψηλός πληθωρισμός, η εγκληματικότητα και η εν γένει απογοήτευση των ψηφοφόρων από τους Δημοκρατικούς, που αυτή τη στιγμή ελέγχουν τόσο τον Λευκό Οίκο όσο και το Κογκρέσο, μάλλον θα οδηγήσουν σε επιβεβαίωση του κανόνα που θέλει το κόμμα του Προέδρου να υφίσταται ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές. Αυτό που είναι πιο δύσκολο να προβλεφθεί είναι η έκταση της νίκης των Ρεπουμπλικάνων και σημαντικό λόγο για αυτό παίζει το γεγονός ότι όσο μεγάλη κι αν είναι η δυσαρέσκεια για τους Δημοκρατικούς, πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται ότι το πάλαι ποτέ κόμμα του Λίνκολν έχει χάσει τελείως το δρόμο του, με πολλούς υποψήφιούς του να ενστερνίζονται ακραίες απόψεις και βέβαια τη ρητορική του Τραμπ περί εκλογικής κλοπής το 2020. Με πιο μετριοπαθείς υποψηφίους και λιγότερο ακραία φυσιογνωμία εν γένει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι προοπτικές για τους Ρεπουμπλικάνους θα ήταν ακόμη καλύτερες.
Αν όμως στη Βουλή αυτή η αδυναμία τους κοστίσει μόνο ως προς την έκταση της νίκης τους, στη Γερουσία ενδέχεται να πληρώσουν ένα πιο ακριβό τίμημα για την αδυναμία τους να απεμπλακούν από την κληρονομιά του πρώην Προέδρου. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και τα δύο κόμματα έχουν σχεδόν ίδιες πιθανότητες να ελέγχουν την πλειοψηφία της Γερουσίας μετά τις εκλογές. Σε αυτό παίζει ρόλο κι ο εκλογικός χάρτης φέτος, αφού σε αντίθεση με τη Βουλή που κάθε 2 χρόνια όλοι οι Βουλευτές τίθενται στην κρίση του εκλογικού σώματος, στην Γερουσία (όπου η κάθε θητεία διαρκεί 6 χρόνια) μόνο το 1/3 των εδρών κρίνονται φέτος.
Οι περισσότερες έδρες της Γερουσίας για τις οποίες γίνονται εκλογές τώρα ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι έτσι έχουν πιο περιορισμένες αντικειμενικά δυνατότητες να αυξήσουν τη δύναμη τους σε σχέση με τους Δημοκρατικούς. Ταυτόχρονα, σε ορισμένες πολύ κρίσιμες Πολιτείες, Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι, όπως ο Γουόκερ στην Τζώρτζια, ο Μάστερς στην Αριζόνα και ο Οζ στην Πενσυλβάνια, έχουν σοβαρές πολιτικές αδυναμίες που τους καθιστούν ευάλωτους, οδηγώντας ακόμη και ψηφοφόρους αρνητικούς απέναντι στους Δημοκρατικούς να δυσκολεύονται να τους υποστηρίξουν.
Σε παλαιότερες εποχές, οι ατομικές αδυναμίες των υποψηφίων θα ήταν καταδικαστικές ανεξαρτήτως του γενικότερου πολιτικού κλίματος, αφού οι ψηφοφόροι έκριναν σε μεγάλο βαθμό βάσει των προσωπικών χαρακτηριστικών αντί των κομματικών προτιμήσεων. Ωστόσο, στην εποχή της ακραίας πόλωσης και της ραγδαίας ανόδου της κομματικής ταύτισης ως καθοριστικού παράγοντα για την εκλογική συμπεριφορά, είναι εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο Ρεπουμπλικανικό κύμα να συμπαρασύρει ακόμη και προβληματικούς υποψήφιους στη νίκη.
Αυτό είναι τελικά και το σημείο που θα κρίνει τον αγώνα για τη Γερουσία φέτος, δηλαδή το κατά πόσο οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι σε κάποιες κρίσιμες Πολιτείες θα καταφέρουν να πείσουν έναν κρίσιμο αριθμό ψηφοφόρων, απογοητευμένων και αρνητικών απέναντι στον Προέδρο Μπάιντεν, να τους στηρίξουν. Είναι όμως ενδεικτικό της πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ ότι, και για τα δύο κόμματα, οι ηγετικές τους φυσιογνωμίες, δηλαδή ο νυν και ο πρώην Πρόεδρος, συνιστούν μάλλον πολιτικά βαρίδια παρά θετικά σημεία αναφοράς εν όψει των επικείμενων εκλογών.
Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος