Η πρόσφατη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι σε περίπτωση επανάκαμψης του στον Λευκό Οίκο όχι μόνο δεν θα προστάτευε κράτη μέλη του ΝΑΤΟ που «δεν πληρώνουν τον λογαριασμό» απέναντι σε ενδεχόμενη Ρωσική επίθεση, αλλά αντίθετα θα ενθάρρυνε τη Ρωσία να προχωρήσει, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και σχολίων για το επικείμενο τέλος της Συμμαχίας.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση το γιατί η δήλωση αυτή ήταν τουλάχιστον ατυχής. Το οικοδόμημα του ΝΑΤΟ έχει εξαρχής δομηθεί πάνω στην ισχύ των ΗΠΑ και στη δέσμευση και αποφασιστικότητα της να σταθεί στο πλευρό κάθε συμμάχου της απέναντι σε οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, ιδιαιτέρως τη ρωσική.
Η απειλή απόσυρσης αυτής της ομπρέλας δεν αφήνει απλώς εκτεθειμένο κάποιο κράτος απέναντι στις ρωσικές βλέψεις αλλά τελικά υπονομεύει συνολικά το οικοδόμημα του ΝΑΤΟ, το οποίο, όπως κάθε σοβαρή συμμαχία, εν τέλει βασίζεται στην εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συμμάχους ότι θα κινηθούν βάσει κοινού γεωπολιτικού συμφέροντος και όχι μονομερών επιδιώξεων. Ο Τραμπ ποτέ δεν έκρυψε ότι βλέπει το ΝΑΤΟ περισσότερο ως ένα περιττό βάρος για τις ΗΠΑ παρά ως πυλώνα του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας και ως εκ τούτου θεμελιώδους για την ισχύ των ίδιων των ΗΠΑ.
Το γεγονός ότι αυτή η δήλωση έρχεται σε συνέχεια παλαιότερων δηλώσεων του πρώην Προέδρου που υποδείκνυαν ότι υφίσταται μία ανοχή, αν όχι συμπάθεια εκ μέρους του προς αυταρχικούς ηγέτες, αλλά και τον Πούτιν ειδικότερα, λειτουργεί ενισχυτικά στην όξυνση της ανησυχίας που υπάρχει για το μέλλον της Βορειοατλαντικής συμμαχίας σε μία δεύτερη θητεία Τραμπ. Ο ίδιος ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του, Τζον Μπόλτον, που ήρθε σε ρήξη μαζί του, προειδοποίησε ότι οι απειλές αυτές πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη και ότι το μέλλον του ΝΑΤΟ είναι επισφαλές.
Από την άλλη πλευρά, η άποψη Τραμπ ότι θα πρέπει οι Σύμμαχοι των ΗΠΑ να αφιερώνουν τουλάχιστον 2% των ετήσιων δαπανών τους για την άμυνα δεν είναι καινοφανής. Αντίθετα, αποτελεί γενικευμένη αντίληψη του αμερικανικού κατεστημένου, που θα ήθελε τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ να αναλάβουν και αυτά τις δικές τους ευθύνες αντί να βασίζονται αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως μοχλός πίεσης στους συμμάχους των ΗΠΑ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες παρά ως γνήσια παρότρυνση του Τραμπ προς τον Πούτιν.
Ούτε προκαλεί σε κανέναν πια εντύπωση η ακραία ρητορική Τραμπ, ειδικά όταν βρίσκεται ενώπιον του εκλογικού κοινού του, όπου συνηθίζει να ξεφεύγει από το κείμενο της ομιλίας του και να προβαίνει σε αυθόρμητα σχόλια. Ήδη κάποιοι εσωκομματικοί σύμμαχοι του έχουν προσπαθήσει να τον δικαιολογήσουν λέγοντας ότι προφανώς δεν το εννοούσε, ότι σε κάθε περίπτωση το ΝΑΤΟ επιβίωσε ήδη μίας προεδρικής θητείας του και το ίδιο θα συμβεί και στην επόμενη.
Μάλιστα το γνωστό «γεράκι» σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και στενός σύμμαχος, αν και πρώην πολέμιος, του Τραμπ, ο Γερουσιαστής Λίντσει Γκρέιχαμ πήγε ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας πως ο Πούτιν δεν τόλμησε να κάνει τίποτα όσο ήταν Πρόεδρος ο Τραμπ εν αντιθέσει με την εισβολή στην Κριμαία και την επίθεση στην Ουκρανία που αμφότερες συνέβησαν επί Δημοκρατικών Προέδρων.
Ο πιο ουσιαστικός λόγος ανησυχίας για το ΝΑΤΟ στην περίπτωση νέας θητείας Τραμπ δεν είναι τόσο μία απολύτως σχεδιασμένη διάλυση της συμμαχίας από αυτόν αλλά το απρόβλεπτο των αντιδράσεών του κι ένας άλλος παράγοντας που ενδέχεται γενικότερα να οδηγήσει σε μία θητεία αρκετά πιο ριζοσπαστική στην πράξη από την πρώτη. Μεταξύ 2016-2020 ο Τραμπ στελέχωσε κατά βάση την κυβέρνηση του με άτομα προερχόμενα από το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Αυτοί οι άνθρωποι, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μπόλτον ή τους Υπουργούς Εξωτερικών του, εν πολλοίς τον επηρέασαν έτσι ώστε να μην αποκλίνει από «ορθόδοξες» ρεπουμπλικανικές πολιτικές, ειδικά ως προς το ΝΑΤΟ. Έκτοτε, και ειδικά μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών αυτών έχει είτε ουσιαστικά αποχωρήσει από το προσκήνιο, είτε έρθει σε ρήξη μαζί του, είτε απολύτως συμβιβαστεί με το νέο εσωκομματικό δόγμα. Για το πάλαι ποτέ κόμμα του Ρέιγκαν, ο πυρήνας αυτού του δόγματος είναι η τυφλή αφοσίωση στον Τραμπ, ο λαϊκισμός και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής ένας ολοένα και αυξανόμενος απομονωτισμός.
* Ο Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ και Δικηγόρος.