Η τελευταία «έξοδος» της ελληνικής κοινότητας του Σουδάν;
AP
AP

Η τελευταία «έξοδος» της ελληνικής κοινότητας του Σουδάν;

Οι Έλληνες του Σουδάν, που αριθμούν πια μόλις 150 περίπου, είναι μια μικρή σε αριθμό  αλλά πολύ σημαντική κοινότητα. Η αγωνιώδης προσπάθεια απομάκρυνσης τους από τη χώρα που έχει μετατραπεί σε θέατρο συγκρούσεων, μπορεί να σημάνει την τελευταία πράξη για τη μόνη ευρωπαϊκή μεταναστευτική κοινότητα σημαντικού μεγέθους και οικονομικής δύναμης που έχει αποδεκατιστεί από αντίστοιχες κρίσεις.  

Απεγκλωβίστηκαν άλλοι πέντε Έλληνες

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών γνωστοποίησε με ανακοίνωση του πως πέντε Έλληνες έφτασαν στο Τζιμπουτί από το Σουδάν, με πτήση ιταλικού στρατιωτικού αεροσκάφους. Το πρωί της Δευτέρας έγινε γνωστό ότι επιπλέον 10 Έλληνες και μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται ήδη στο Τζιμπουτί με τη βοήθεια της Ιταλίας και είναι καλά στην υγεία τους, ενώ οι δύο Έλληνες που είχαν τραυματιστεί απομακρύνθηκαν χθες Κυριακή από τη χώρα με γαλλικό αεροσκάφος προς το Τζιμπουτί.

Τα «χρυσά χρόνια»

Μετά από πολιτιστικές ανταλλαγές κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, μερικές εκατοντάδες Έλληνες - κυρίως στρατιωτικοί αξιωματικοί και έμποροι - εγκαταστάθηκαν στις έξι δεκαετίες μετά την αιγυπτιακή - τουρκική κατάκτηση του 1820 στην περιοχή όπου δημιουργήθηκε το σύγχρονο Σουδάν.

Περίπου εκατό από αυτούς παρέμειναν, είτε αναγκαστικά είτε σκόπιμα, όταν οι Οθωμανοί κατακτητές ηττήθηκαν από τις τοπικές  δυνάμεις το 1885. Με την ίδρυση του Αγγλο-Αιγυπτιακού Σουδάν το 1898, οι Έλληνες έμποροι, διοικητικοί υπάλληλοι και τεχνίτες έγιναν εκ των πραγμάτων οι στυλοβάτες του βρετανικά κυριαρχούμενου αποικιακού καθεστώτος. Όταν το Σουδάν απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1956, ο αριθμός τους είχε αυξηθεί σε περίπου 6.000-7.000, αλλά σύντομα μετά μειώθηκε, ιδίως μετά την εθνικοποίηση πολλών επιχειρήσεων το 1969 και την εισαγωγή του νόμου της Σαρία το 1983.

«Σταδιακά οι Έλληνες μετακινήθηκαν προς τα νότια σε όλη τη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής και εγκαταστάθηκαν ακόμη και στις πιο ερημωμένες περιοχές, όπου κανένας Ευρωπαίος δεν είχε επισκεφθεί ποτέ. Εκτός από την πολυπληθέστερη ευρωπαϊκή κοινότητα, οι Έλληνες ήταν από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής και οικονομικής ιστορίας του Σουδάν», έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ο Έλληνας συγγραφέας και ιστορικός Αντώνης Α. Χαλδαίος σε διάλεξη του για τους Έλληνες του Σουδάν το 2020  στην ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης. 

 

 

Τον 19ο αιώνα πολέμησαν στο πλευρό του στρατηγού Γκόρντον κατά τη θρυλική πολιορκία του Χαρτούμ. Αργότερα αποτέλεσαν τους κύριους προμηθευτές του στρατού του λόρδου Κίτσενερ στην προσπάθειά του να κατακτήσει το Σουδάν. Δεδομένου ότι οι Έλληνες ήταν επίσης πρωτοπόροι στον οικονομικό τομέα, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Σουδάν

Τον σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της χώρας από τους Έλληνες έχει διερευνήσει σε άρθρο του στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος και ο δημοσιογράφος Ντιν Καλυμνίου. 

«Την ατυχή αποστολή του Χικς το 1883 για την ανάκτηση του Σουδάν ενάντια στις δυνάμεις του Μοχάμεντ Αχμάντ, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν Μαχντί ή μεσσιανικός λυτρωτής, καθοδηγούσε ένας Έλληνας έμπορος. Αυτός ο ανώνυμος Έλληνας έμπορος, όπως και οι άλλοι Έλληνες έμποροι που παγιδεύτηκαν στο Χαρτούμ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, εμφανίζεται ως απλή υποσημείωση στις σελίδες της ιστορίας. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτόν, ωστόσο ορισμένοι ιστορικοί εικάζουν ότι αυτός ήταν που οδήγησε σκόπιμα τους Βρετανούς στην ενέδρα που εξολόθρευσε τον βρετανικό στρατό. Χωρίς την παρέμβαση αυτού του ανώνυμου Έλληνα, η ηρωική στάση του στρατηγού Γκόρντον στο Χαρτούμ δεν θα είχε συμβεί ποτέ, ο λόρδος Κίτσενερ δεν θα είχε σταλεί από ένα αγανακτισμένο βρετανικό κοινό και έναν απρόθυμο Γκλάντστοουν κάτω από τον Νείλο για να οπλίσει με πολυβόλα τους σουδανικές φυλές που κρατούσαν δόρατα, εδραιώνοντας έτσι τα στρατιωτικά του διαπιστευτήρια, ο νεαρός Ουίνστον Τσώρτσιλ, που τον συνόδευε, δεν θα είχε ποτέ αποκτήσει δημοτικότητα και φήμη χάρη στην καθηλωτική περιγραφή του "πολέμου του ποταμού", η Βρετανία δεν θα είχε αναμφισβήτητα επιτύχει την αποικιακή κυριαρχία στην Αφρική που απέκτησε στη συνέχεια και ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία θα ήταν αισθητά διαφορετική.», αναφέρει χαρακτηριστικά. 

Όταν την 1η Ιανουαρίου 1956 το Σουδάν απέκτησε την ανεξαρτησία του, οι Έλληνες έποικοι στη χώρα έλαβαν πιστοποιητικά σουδανικής ιθαγένειας και γενικά συνέχισαν να ευημερούν τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Η κοινότητα έφτασε στο μεγαλύτερο αριθμό της το 1957, γύρω στις 6.000 ενώ υπάρχουν αναφορές και για 7.000. 

Οι Έλληνες κατέλαβαν πολλές θέσεις στο δημόσιο τομέα, ήλεγχαν κέντρα παραγωγής τόσο σημαντικά όσο το Gezira Cotton Scheme και επηρέασαν σημαντικά τμήματα της αστικής οικονομίας και των καθημερινών δραστηριοτήτων της. 


Αμέσως μετά την Ανεξαρτησία, η κυβέρνηση του Σουδάν ανέθεσε στον Έλληνα αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Κωνσταντίνο Αποστόλου Δοξιάδη, ο οποίος σχεδίασε και το Ισλαμαμπάντ, να καταρτίσει το 1958 το γενικό σχέδιο για την ανάπτυξη του αστικού Χαρτούμ.  Αν και το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ συστηματικά  ο Δοξιάδης έχει αναγνωριστεί ως ο πατέρας της νέας επέκτασης του Αμαράτ. 

Ένας άλλος Έλληνας αρχιτέκτονας, ο Γιώργος Στεφανίδης με έδρα το Χαρτούμ, σχεδίασε πολλές βίλες στο Αμαράτ. 

Ωστόσο, μετά από αυτά τα «χρυσά χρόνια» τα στοιχεία του Έλληνα ιστορικού Αντώνιου Χαλδαίου δείχνουν ότι ο αριθμός των Ελλήνων στο Σουδάν μειώθηκε μέχρι το 1965 σε 4.000.

Εξεγέρσεις και σαρία 

Ένας λόγος για την έξοδο αυτή ήταν προφανώς η κλιμάκωση της εξέγερσης στο νότιο Σουδάν και η βίαιη αντεπανάσταση των διαδοχικών κυβερνήσεων στο Χαρτούμ. 

Η μεγάλη έξοδος  των Ελλήνων από το βόρειο Σουδάν ξεκίνησε το 1969 μετά την επανάσταση του Μάη του στρατιωτικού καθεστώτος υπό τον Γκααφάρ Νιμέιρι, το οποίο στην πρώιμη φάση του ακολούθησε πολιτική εθνικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν  μεγάλες επιχειρήσεις Ελλήνων όπως του Κοντομίχαλου και του Τσακίρογλου να πληγούν σημαντικά και οι περισσότεροι από τους αποκληρωμένους επιχειρηματίες μετανάστευσαν, πολλοί από αυτούς στη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική. 

Μέχρι το 1970, ο αριθμός των Ελλήνων είχε μειωθεί σε περίπου 2.000. 

Στο πλαίσιο αυτής της δημογραφικής παρακμής, η άλλοτε πολυπληθής ελληνική κοινότητα του Πορτ Σουδάν αυτοδιαλύθηκε το 1974 και μετέφερε τα κεφάλαια από την πώληση των ακινήτων της στην κοινότητα του Χαρτούμ. Η τοπική εκκλησία του Αγίου Μάρκου παραχωρήθηκε στο Κοπτικό Πατριαρχείο.

Ένα άλλο σκληρό χτύπημα για την ελληνική κοινότητα ήταν η εισαγωγή των δρακόντειων «Νόμων του Σεπτεμβρίου» ως ερμηνεία της Σαρία το  1983, σύμφωνα με τα οποία όλα τα αλκοολούχα ποτά στο Χαρτούμ έπρεπε να πεταχτούν θεαματικά στον Γαλάζιο Νείλο εν μία νυκτί. Μέχρι την απαγόρευση αυτή, το εμπόριο τέτοιων αγαθών καθώς και η ιδιοκτησία νυχτερινών κέντρων και μπαρ κυριαρχούνταν παραδοσιακά από Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι έλεγχαν περίπου το 80% της αγοράς.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, ο αριθμός των Ελλήνων στο Σουδάν είχε συρρικνωθεί σε λιγότερο από 1.000. Μετά το πραξικόπημα του Στρατηγού Ομάρ αλ Μπασίρ το 1989, ο οποίος υποστηρίχθηκε από ισλαμιστικές δυνάμεις υπό τον Χασάν αλ Τουράμπι, και λόγω της μακροχρόνιας κρίσης της οικονομίας, ο αριθμός μειώθηκε σε περίπου 500 το 1992 και σε περίπου 300 το 1996. Ενώ το 1995 υπήρχαν ακόμη 29 μαθητές στο ελληνικό λύκειο του Χαρτούμ, το 2000 είχαν μειωθεί σε μόλις 11.Οι περισσότεροι από τους μετανάστες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, αφού απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια. 

Διαβάστε ακόμα: 

Σουδάν: Επιπλέον 10 Έλληνες απεγκλωβίστηκαν