Με τη συμπλήρωση του πρώτου έτους του ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Joe Biden αντιμετωπίζει μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση: Η πανδημία βρίσκεται για άλλη μία φορά σε έξαρση, ενώ τα σύννεφα του πληθωρισμού απειλούν (και) την αμερικανική οικονομία. Το φιλόδοξο δημοσιονομικό νομοσχέδιο «Build Back Better» απέτυχε να περάσει από τη Γερουσία, ενώ το ίδιο πιθανότατα θα συμβεί και με το εμβληματικό νομοσχέδιο σχετικά με την προστασία του δικαιώματος της ψήφου και της εκλογικής διαδικασίας.
Το εσωκομματικό χάσμα εντός του Δημοκρατικού Κόμματος βαθαίνει, με τους δύο πιο μετριοπαθείς Δημοκρατικούς Γερουσιαστές, την Kyrsten Sinema και τον Joe Manchin να έχουν μπει στο στόχαστρο των ακτιβιστών, λόγω της επιμονής τους να μην συναινούν στην κατάργηση του θεσμού της κωλυσιεργίας (filibustering), που στοχεύει στην επίτευξη συναινέσεων αλλά ταυτόχρονα δίνει το δικαίωμα στη Ρεπουμπλικανική μειοψηφία της Γερουσίας να μπλοκάρει σημαντικά νομοσχέδια. Ταυτόχρονα, ενώ ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να τηρήσει ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους μετριοπαθείς, οι θέσεις και η ρητορική που εκπέμπονται από την αριστερή πτέρυγα αποξενώνουν σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων.
Πριν δύο μήνες, στις εκλογές της (εδώ και πάνω από μία δεκαετία) σταθερά Δημοκρατικής Πολιτείας της Virginia, όπου πέρυσι ο Biden κέρδισε με διψήφια διαφορά, ο Ρεπουμπλικανός Glenn Youngkin εξελέγη νέος Κυβερνήτης, εκμεταλλευόμενος αυτό το αυξανόμενο κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στη ρητορική αυτή που αντανακλά γενικότερα στους Δημοκρατικούς και την Κυβέρνηση Biden.
Προς επίρρωση αυτής της πραγματικότητας, η ιδιαιτέρως αξιόπιστη τακτική έρευνα του Gallup, αποκάλυψε ότι, μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ο κομματικός αυτοπροσδιορισμός των Αμερικανών πολιτών μεταβλήθηκε από μία διαφορά εννέα μονάδων υπέρ των Δημοκρατικών (49%-40%) σε μία υπεροχή των Ρεπουμπλικανών με πέντε μονάδες (42%-47%). Πρόκειται για τεράστια μετατόπιση, ιδιαιτέρως σε μία εποχή που τη χαρακτηρίζει η βαθιά πόλωση και περιχαράκωση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινής γνώμης πίσω από πολιτικές διαχωριστικές γραμμές. Η τελευταία φορά που οι Ρεπουμπλικάνοι επικρατούσαν σε τέτοιο βαθμό στο συγκεκριμένο δείκτη ήταν την εποχή του θριάμβου τους στις Ενδιάμεσες Εκλογές του 1994.
Με τις Ενδιάμεσες Εκλογές του 2022 να απέχουν 10 μήνες και δεδομένων τόσο των στοιχείων αυτών όσο και της παράδοσης που θέλει το Κόμμα του Προέδρου να υφίσταται απώλειες, οι περισσότεροι αναλυτές στις ΗΠΑ προεξοφλούν νίκη -αν όχι θρίαμβο- των Ρεπουμπλικάνων, που έτσι θα ελέγχουν το Κογκρέσο στο δεύτερο μισό της θητείας του Προέδρου Biden. Δεδομένων των ήδη οριακών πλειοψηφιών των Δημοκρατικών σε Βουλή και Γερουσία, κάτι τέτοιο είναι το πιθανότερο σενάριο.
Μία τέτοια εξέλιξη θα σημάνει το τέλος οποιονδήποτε νομοθετικών φιλοδοξιών και σημαντικών μεταρρυθμίσεων από την πλευρά του Προέδρου στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αναγκάζοντας τον ίσως να επικεντρωθεί περισσότερο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει μεγαλύτερη δυνατότητα αυτόνομης δράσης, χωρίς τη συνεργασία του Κογκρέσου.
Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Πρόεδρος Biden έχει λίγους μήνες να επιχειρήσει να ανατρέψει το βαρύ κοινωνικό κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα προσπαθήσει να πετύχει, στον βαθμό που και η εξέλιξη της πανδημίας θα του το επιτρέψει, την επιστροφή στην κανονικότητα και να διαψεύσει τις δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις. Επιπλέον, αναμένεται να επιταχύνει ακόμη περισσότερο τον ήδη τάχιστο ρυθμό διορισμών Ομοσπονδιακών Δικαστών, για τους οποίους απαιτείται έγκριση της Γερουσίας, ενώ πληθαίνουν οι φωνές που καλούν τον Προοδευτικό Δικαστή Stephen Breyer, του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, να παραιτηθεί, ώστε να μπορέσει ο Πρόεδρος να ορίσει τον αντικαταστάτη του πριν χαθεί ο Δημοκρατικός έλεγχος της Γερουσίας.
Πέραν όμως των δυσκολιών που θα προκαλέσει στον Joe Biden ενδεχόμενη ήττα στις Ενδιάμεσες Εκλογές, θα τον φέρει σε θέση άμυνας απέναντι σε μία ριζοσπαστικοποιημένη αντιπολίτευση, στην οποία κυρίαρχη μορφή συνεχίζει να είναι ο Donald Trump. Από τους πιο στενούς κοινοβουλευτικούς συμμάχους του πρώην Προέδρου έχει ήδη τεθεί η πρόταση να επιλεγεί αυτός ως νέος Πρόεδρος της Βουλής, στη θέση της Nancy Pelosi, αν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν την πλειοψηφία, αφού το αξίωμα αυτό μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε πολίτης επιλεγεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς να απαιτείται να είναι Βουλευτής.
Στην περίπτωση αυτή, πέρα από τη θεσμική αποτύπωση του ηγετικού του ρόλου εσωκομματικά, ο Trump θα είναι δεύτερος στη σειρά της Προεδρικής Διαδοχής, πίσω από την Αντιπρόεδρο Harris, ενώ θα έχει ουσιαστική ισχύ ως επικεφαλής του ενός από τα δύο Σώματα του Κογκρέσου. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι μία ισχυροποιημένη Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κογκρέσο θα ασκήσει ασφυκτικό έλεγχο, μέσω κλητεύσεων και εξεταστικών επιτροπών, στην Κυβέρνηση Biden, ενώ πολλοί θεωρούν δεδομένα τα αντίποινα για τις δύο προσπάθειες καθαίρεσης του Trump με παραπομπή και αντίστοιχη απόπειρα καθαίρεσης του Joe Biden.
Σε περίπτωση που ο Trump διεκδικήσει εκ νέου το χρίσμα του Κόμματος ως προεδρικός υποψήφιος, κάτι που θεωρείται ολοένα και πιθανότερο, θα είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί, δεδομένης της μεγάλης υποστήριξης που έχει από την πλειοψηφία της κομματικής βάσης. Ακόμη όμως και να μην συμβεί αυτό, θεωρείται δεδομένο ότι οποιοσδήποτε Ρεπουμπλικανός υποψήφιος θα βαδίσει στα χνάρια του και ότι οι επόμενες προεδρικές εκλογές θα είναι οι τοξικότερες στη νεότερη ιστορία των ΗΠΑ, με αυξημένη πιθανότητα ο χαμένος όχι απλώς να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα αλλά και να οδηγήσει τη χώρα σε μεγαλύτερες περιπέτειες από αυτές που έζησε πέρυσι.
* Ο Νικόλας Νικολαϊδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ και δικηγόρος.