Η πρώτη αναμέτρηση για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στην Iowa κατέδειξε αυτό που εδώ και καιρό φαινόταν ως αναπόφευκτο: Ο Ντόναλντ Τραμπ θριάμβευσε με διαφορά σχεδόν 30 μονάδων, επιβεβαιώνοντας πως δεν είναι απλώς το μεγάλο φαβορί να είναι ξανά ο υποψήφιος του Κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2024 αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να χάσει το χρίσμα.
Ακόμη και οι δικαστικές του εκκρεμότητες είναι δύσκολο να τον αναχαιτίσουν, αφού οι ψηφοφόροι του, όχι απλώς δεν πτοούνται από αυτές αλλά αντίθετα μάλλον κινητοποιούνται έτι περαιτέρω, θεωρώντας τις εναντίον του ποινικές διώξεις ως απόδειξη του μένους του «βαθέως Κράτους που ελέγχεται από τις φιλελεύθερες ελίτ» εναντίον του.
Όσο για τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, μπορεί σωρευτικά να έφτασαν σχεδόν στο 50% αλλά αφενός δεν φαίνεται πιθανό να συνασπιστούν γύρω από κάποιον άλλο υποψήφιο στις επόμενες αναμετρήσεις και αφετέρου, ακόμη κι αν αυτό συνέβαινε, είναι εξαιρετικά αμφίβολο πως ο Τραμπ δεν θα κέρδιζε και πάλι. Όπως έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί τα τελευταία 9 χρόνια, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων οι οποίοι του είναι απολύτως πιστοί, ακόμη κι αν «πυροβολούσε κάποιον στη μέση του δρόμου», όπως ο ίδιος είχε πει. Αυτοί συνιστούν μία εσωκομματική πλειοψηφία- σχετική ή απόλυτη αλλά μικρή σημασία έχει αυτό στο πλαίσιο των προκριματικών εκλογών- που τον καθιστά κυρίαρχο του άλλοτε κόμματος του Λίνκολν.
Ωστόσο, αυτή η μεγάλη μάζα ψηφοφόρων που κυριαρχεί εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ΔΕΝ αρκεί για να τον οδηγήσει πίσω στον Λευκό Οίκο, αφού η ιστορία έχει δείξει πως στο ευρύτερο εκλογικό σώμα υπάρχει μία αντίρροπη και δυνητικά μεγαλύτερη ομάδα ψηφοφόρων που θα ψηφίσουν τον οποιοδήποτε Δημοκρατικό υποψήφιο προκειμένου να αποτρέψουν την επαναφορά του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Υπό αυτό το πρίσμα, η φαινομενικά αναπόφευκτη εσωκομματική νίκη του Τραμπ εξυπηρετεί και τον μεγάλο του αντίπαλο και διάδοχο του, Πρόεδρο Μπάιντεν. Κάτω από άλλες συνθήκες, τα χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας του και η αίσθηση αδυναμίας που αποπνέει θα τον καθιστούσαν πιο ευάλωτο σε τυχόν αμφισβήτηση από κάποιον εσωκομματικό αντίπαλο για το χρίσμα των Δημοκρατικών, όσο κι αν αυτό ιστορικά έχει αποδειχθεί δύσκολο απέναντι σε έναν νυν Προέδρο.
Ωστόσο, με αντίπαλο τον Τραμπ, τον οποίο ήδη έχει νικήσει μία φορά το 2020 και μάλιστα από τη θέση του διεκδικητή, οι πιθανότητες επανεκλογής του Μπάιντεν μάλλον αυξάνονται.
Αφενός, η προχωρημένη του ηλικία δεν θα μπορεί να είναι εξίσου κεντρικό θέμα των εκλογών αφού ο Τραμπ είναι μόλις 3,5 χρόνια νεότερος του. Αφετέρου, αρκετοί μετριοπαθείς ή προοδευτικοί ψηφοφόροι που είναι απογοητευμένοι από τον Μπάιντεν, είναι βέβαιο ότι τελικά θα οδηγηθούν στις κάλπες για να τον ψηφίσουν για να αποτρέψουν τυχόν νίκη του Τραμπ. Σε μία χώρα που εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία η πόλωση έχει φτάσει στα ύψη και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων περισσότερο απεχθάνονται το αντίπαλο κόμμα παρά εκτιμάει το δικό τους, αυτά τα δεδομένα προοιωνίζουν ένα νέο ντέρμπι και αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά ενόψει του Νοεμβρίου.
* Ο Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος