Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η νίκη του Τζο Μπάιντεν αποτελεί αιτία χαράς, με πρώτο και κύριο το γεγονός ότι σήμανε το τέλος της προεδρίας του Τραμπ. Όμως, όπως η στήλη έγκαιρα είχε προειδοποιήσει, το Δημοκρατικό κόμμα και ο έλεγχος που αυτό έχει στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ είναι τελείως διαφορετικό από αυτό του Κλίντον ή ακόμα και του Ομπάμα. Οι Δημοκρατικοί πλέον φλερτάρουν ανοιχτά με σοσιαλιστικές ιδέες και οραματίζονται τις ΗΠΑ ως μία σοσιαλδημοκρατική χώρα, με υψηλή φορολογία για τους πλουσίους και πλουσιοπάροχα επιδόματα και κρατικά προγράμματα για τους φτωχούς.
Μία πρώτη γεύση του τι έπεται, τουλάχιστον μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, πήραμε από την πρόταση του Μπάιντεν για μία δραματική αύξηση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων από 21% που είναι τώρα σε 28%. Η προτεινόμενη αύξηση θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ που τα τελευταία χρόνια έμοιαζε να έχει ξαναβρεί ρυθμό και δυναμική χάρη στη φορολογική μεταρρύθμιση του 2017 του τ. προέδρου Τραμπ. Με αυτή την αύξηση οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα πληρώνουν πλέον, μαζί με τους πολιτειακούς φόρους, άνω του 30% των κερδών τους στο κράτος επαναφέροντας τις ΗΠΑ στην κορυφή της λίστας των χωρών του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη φορολογία των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με έρευνα του Tax Foundation, η φορολογική επιβάρυνση που φέρει την υπογραφή του 78χρονου Μπάιντεν θα μειώσει το ΑΕΠ κατά 0,8%, θα στοιχίσει στην αμερικανική οικονομία το ισοδύναμο 158,000 θέσεων πλήρους απασχόλησης, θα μειώσει τα διαθέσιμα κεφάλαια κατά 2,1%, και θα επιφέρει μείωση μισθών κατά 0,7%. Μάλιστα, η ίδια μελέτη προβλέπει ότι το κόστος αυτής της κίνησης θα επιμεριστεί σε όλα τα ισοδύναμα με το φτωχότερο 20% των αμερικανών, στο όνομα των οποίων γίνεται η μεταρρύθμιση, να χάνει μακροπρόθεσμα μέχρι και 1,45% του διαθέσιμου εισοδήματός του.
Ένας από τους λόγους που τέτοιου είδους πολιτικές έχουν τόσο αρνητικές συνέπειες, είναι ότι οι επιχειρήσεις επιλέγουν άλλους προορισμούς, λιγότερο εχθρικούς προς την επιχειρηματικότητα, προκειμένου να κάνουν τις δουλειές και τις επενδύσεις τους. Η Αμερικανική κυβέρνηση το γνωρίζει καλά αυτό το γεγονός και για το λόγο αυτό η υπουργός οικονομικών Τζάνετ Γέλεν ανακοίνωσε χθες την πρόθεση των ΗΠΑ να προωθήσουν έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο στο πλαίσιο της ατζέντας των G-20.
Η πρόταση αυτή πέραν του ότι αποτελεί πρόθεση για ωμή παρέμβαση των ΗΠΑ στην οικονομική πολιτική των κρατών, είναι και μία ξεκάθαρη παραδοχή του αποτυχημένου μείγματος πολιτικής που οι δημοκρατικοί πρόκειται να ακολουθήσουν. Η υπουργός οικονομικών γνωρίζει καλά ότι όσο υπάρχουν χώρες που φορολογούν τις επιχειρήσεις με σημαντικά μικρότερους συντελεστές από τις ΗΠΑ, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις θα μετακομίζουν τις έδρες τους ή θα κάνουν outsourcing προς τις χώρες αυτές. Αντί όμως να πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, ο Μπάιντεν και το επιτελείο του θέλουν να πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Οι αλλαγές αυτές δικαίως αναστατώνουν όλους τους - τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο - φιλελεύθερους πολίτες και ειδικούς. Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς τις ΗΠΑ να εγκαταλείπουν ένα ένα τα συστατικά που τις έκαναν σπουδαία οικονομική δύναμη και να προσεγγίζουν τις πολιτικές χωρών που ουδέποτε κατάφεραν να τις πλησιάσουν σε ότι αφορά το δυναμισμό, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς ο οικονομικός κατήφορος των ΗΠΑ βρίσκεται μόλις στην αρχή του. Αν οι δημοκρατικοί υλοποιήσουν γρήγορα την ατζέντα τους, πριν τους ανακόψουν την πορεία οι ενδιάμεσες εκλογές, οι ΗΠΑ ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικές σε ένα χρόνο από σήμερα. Παρηγοριά θα βρούμε, όσοι ενδιαφερόμαστε για την οικονομική ελευθερία, στο ότι οι πολιτικές αυτές αποτυγχάνουν και εγκαταλείπονται γρήγορα αν δεν έχουν ριζωμένα ισχυρά συμφέροντα να τις υποστηρίξουν.