Τα οικονομικά είναι μία επιστήμη που επηρεάζει και αφορά όλους μας αλλά πολύ λίγοι καταλαβαίνουν. Για αυτό άλλωστε τον τελευταίο καιρό γίνεται τόσο μεγάλη συζήτηση για την ανάγκη μεγαλύτερης βαρύτητας στην οικονομική επιστήμη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ένας από τους λόγους που το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο μοιάζει αρκετά συχνά ακατανόητο για τους περισσότερους πολίτες είναι ότι είναι εκ φύσεως αντιδιαισθητικό.
Διαχρονικά, τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της αντιδιαισθητικής φύσης μας τα προσφέρει η ανάμειξη της πολιτικής με την οικονομία όπου συγκεκριμένες πολιτικές είχαν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που σκόπευαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 90 πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ μία τεράστια εκστρατεία ενημέρωσης κατά του καπνίσματος.
Πέρα όμως από το επικοινωνιακό κομμάτι της εκστρατείας, οι κατά τόπους πολιτείες αποφάσισαν να αυξήσουν τον ειδικό φόρο στα τσιγάρα κατά 64% (μ.ο.). Με αυτή την κίνηση οι πολιτικοί που ψήφισαν αυτές τις αυξήσεις υπολόγιζαν ότι θα έφερναν και τα αντίστοιχα έσοδα όμως μετά από μία δεκαετία διαπίστωσαν ότι η αύξηση των εσόδων ήταν μόλις 35% μεγαλύτερη. Φυσικά, ένα κομμάτι της δυσαναλογίας αυτής προέκυψε από την αποδοτικότητα της εκστρατείας κατά του καπνίσματος και της αύξησης της τιμής των τσιγάρων. Όμως, οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί δεν είχαν λάβει υπόψη τους ότι η ραγδαία αύξηση της τιμής των τσιγάρων θα αύξανε παράλληλα και το λαθρεμπόριο.
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να προσπαθεί να πετύχει και η νυν υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ στο θέμα της εταιρικής φορολόγησης. Όπως έγραψα πρόσφατα από αυτή τη στήλη, η Τζάνετ Γέλεν επιθυμεί την υιοθέτηση ενός παγκοσμίου εταιρικού φόρου της τάξης του 21% προκειμένου να “σταματήσει η κούρσα προς τα κάτω” που έχουν πάρει οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων. Οι απρόθετες συνέπειες της υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων είναι γνωστές σε όλους μας πλέον. Άλλες εταιρίες μετακομίζουν σε πιο “φιλικές” φορολογικά χώρες, άλλες ακυρώνουν ή αναβάλλουν επενδύσεις, και άλλες χρησιμοποιούν τον φορολογικό κώδικα της εκάστοτε χώρας ώστε να μειώσουν την κερδοφορία τους.
Αυτό που όμως η συμπαθής υπουργός των ΗΠΑ (υπήρξε και γειτόνισσα ένα φεγγάρι στην Ουάσινγκτον όταν ήταν επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) δεν λαμβάνει υπόψη της είναι ότι το αίτημά της για μεγαλύτερη εταιρική φορολογία ακυρώνεται από τα επίσημα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Στον πυρήνα του επιχειρήματος Γέλεν βρίσκεται ότι οι επιχειρήσεις απολαμβάνουν χαμηλούς συντελεστές γιατί υπάρχει η απειλή της φυγής από τη χώρα. Αν όλες οι χώρες αυξήσουν τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές, η κούρσα προς τα κάτω θα μπορεί να μεταβληθεί σε κούρσα προς τα πάνω!
Ευτυχώς, ο Κρις Έντουαρντς του Cato Institute έβαλε κάτω τα δεδομένα και πλέον μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να ελέγξουμε την ορθότητα αυτής της συλλογιστικής. Σε 22 χώρες του ΟΟΣΑ, όπου έχουμε συνεχή δεδομένα για τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο μέσος όρος του εταιρικού φορολογικού συντελεστή μεταβλήθηκε από 47% το 1980 σε 25% το 2019. Σύμφωνα με τη διαισθητική προσέγγιση των οικονομικών, όλοι θα υπέθεταν ότι αυτή η μείωση οδήγησε και σε λιγότερα φορολογικά έσοδα. Λάθος! Στις ίδιες αυτές χώρες, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τα έσοδα από τον συγκεκριμένο φόρο σε σχέση με το ΑΕΠ αυξήθηκαν από 2,4% τη δεκαετία του 1980 σε 2,9% την περασμένη δεκαετία. Αυτή η αύξηση συνέβη ενώ οι συντελεστές μειώθηκαν κατά 20%.
Το μάθημα που προκύπτει από τα παραπάνω ατράνταχτα στοιχεία είναι ότι η σύγκρουση πολιτικής και οικονομικών παράγει συχνά αρνητικά αποτελέσματα. Η κυρία Γέλεν, ως πολιτικό στέλεχος πλέον, μπορεί να μιλάει για την ανάγκη αύξησης των φόρων στις επιχειρήσεις ως μέσο για περισσότερες κοινωνικές δαπάνες. Η οικονομική επιστήμη είναι εδώ για να μας αποδείξει ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δεν συνεπάγεται απαραίτητα με περισσότερα έσοδα για τις δαπάνες αυτές.