Το μεγάλο θέμα των τελευταίων ημερών για κάθε ποδοσφαιρόφιλο ήταν η θνησιγενής απ’ ό,τι αποδείχθηκε κλειστή λίγκα των 12 μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων. Το σενάριο το έχουμε ξαναδεί, με κάποιες βεβαίως παραλλαγές, και στο μπάσκετ: Οι ομάδες αυτές θεωρώντας ότι τα χρήματα που τους αποδίδει η UEFA μέσω του αλγορίθμου του Champions League δεν είναι αρκετά, σκέφτηκαν ότι δημιουργώντας μια άκρως ανταγωνιστική κλειστή λίγκα θα διασφαλίσουν περισσότερα έσοδα.
Η κατάληξη τους διέψευσε. Αφενός γιατί η UEFA, όπως ήταν αναμενόμενο αλλά και εύλογο από πλευράς της, αξιοποίησε κάθε συμβατική απειλή για να ακυρώσει αυτή την προοπτική που κατά πάσα βεβαιότητα θα μείωνε την αξία του δικού της προϊόντος. Το αν βεβαίως είναι θεμιτό η UEFA να έχει μια τέτοια οιονεί μονοπωλιακή θέση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο -με άλλα λόγια, το αν το ποδόσφαιρο είναι ένα γνήσιο δημόσιο αγαθό- είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που αξίζει το δικό της αποκλειστικό άρθρο.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της όλης υπόθεσης ήταν όμως η αντίδραση των μη θεσμικών: των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών και προπονητών, των οργανωμένων και μη οπαδών, των αθλητικογράφων και τόσων άλλων με διάφορες παρόμοιες ιδιότητες και ρόλους. Όλοι αυτοί, σχεδόν ομόφωνα, καταδίκασαν την προοπτική της κλειστής λίγκας και υποχρέωσαν τους εμπνευστές της να πάρουν τα σχέδιά τους, τουλάχιστον προς το παρόν, πίσω.
Κάποιοι, ανακλαστικά, έσπευσαν να κατηγορήσουν γι’ αυτή την ιστορία τις δυνάμεις της αγοράς που υποτίθεται ότι μετατρέπουν τα στελέχη των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων σε στυγνούς υπολογιστές που δεν ενδιαφέρονται για τα αισθήματα του απλού φιλάθλου. Βεβαίως, μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων δεν πολυεξηγεί το γιατί εντέλει οι άνθρωποι αυτοί άλλαξαν γνώμη.
Το θεμελιώδες λάθος αυτής της προσέγγισης είναι ότι επικεντρώνεται στην πλευρά της προσφοράς, αποδίδοντας ασύμμετρη ισχύ στις διοικήσεις των ομάδων. Στην αγορά όμως υπάρχει και η πλευρά της ζήτησης, αυτή των φιλάθλων. Κι ακόμη κι αν το δούμε εντελώς μαθηματικά το πράγμα, στη λογική έσοδα-έξοδα, προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, όπως και κάθε επιχείρησης, είναι να διατηρεί ικανοποιημένη μια ισχυρή βάση.
Έτσι, ακόμη κι αν πρόσκαιρα τα έσοδα από το άνοιγμα των ομάδων της κλειστής λίγκας μεγεθύνονταν λόγω πχ του ανοίγματος σε αγορές της ανατολικής Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, η διατήρηση της αρχικής βάσης των φιλάθλων δεν είναι μια ανάγκη που μπορεί κανείς εύκολα να παραβλέψει. Όπως και αποδείχθηκε.
Η όλη αυτή ιστορία λοιπόν είναι ένα εντυπωσιακό γκολ για την αγορά. Μια ομάδα επιχειρήσεων θέλησε να δοκιμάσει ένα νέο προϊόν στο οποίο κρίσιμες ομάδες-στόχοι των πελατών της (συγχωρέστε μου το λογοπαίγνιο!) αντιτάχθηκαν τόσο έντονα ώστε να το ακυρώσουν. Οι φίλαθλοι αυτοί κέρδισαν γιατί ακριβώς η αγορά επιβάλλει στις ομάδες να τους ακούν προσεκτικά.
Βεβαίως και κακοί πρόεδροι θα υπάρχουν και κακοί φίλαθλοι, τόσο με την έννοια του ελλειμματικού σεβασμού στο φίλαθλο πνεύμα του ποδοσφαίρου, όσο και με αυτή του ρόλου τους στην αγορά που υπαγορεύει στους μεν διαρκώς να αναζητούν νέους τρόπους για να ικανοποιούν τους καταναλωτές, και τους δε να εκφράζουν όσο γίνεται σαφέστερα τις επιθυμίες και προτιμήσεις τους.
Όμως ο ανταγωνισμός αυτά τα προβλήματα τα επιλύει - και με την πιο εμφανή του μορφή, τα κύπελλα και τα πρωταθλήματα, αλλά και με πιο αδιόρατους, αλλά εξίσου σημαντικούς τρόπους: για παράδειγμα, σε μια κατάμεστη κερκίδα ενός παιχνιδιού τοπικής ερασιτεχνικής κατηγορίας μια βροχερή Κυριακή. Και η Μπαρτσελόνα, και ο Ηρακλής Ξυλοκάστρου ποδόσφαιρο είναι. Και είναι ωραίο να μπορούμε να επιλέγουμε είτε το ένα, είτε το άλλο, είτε και τα δύο.