Χρονιά αναστοχασμού η φετινή, λόγω των 200 ετών από την Επανάσταση, και με αφορμή το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ή αλλιώς Ελλάδα 2.0, αξίζει να κοιτάξουμε στη σύγχρονη ιστορία μας για να ενημερώσουμε τον τρόπο με τον οποίο οραματιζόμαστε το μέλλον. Από το 1950 έως και το τέλος της δικτατορίας, η Ελλάδα πραγματοποίησε ένα ξεχασμένο οικονομικό θαύμα. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό το επίτευγμα είναι πολλοί και πρόσφατα ο Στέφανος Μάνος ανέφερε ορισμένους σε σχετικό άρθρο στο Liberal.gr.
Η ουσία όμως είναι το να αντιληφθούμε ότι η χώρα μας εκείνη την περίοδο ήταν πρωταθλήτρια στην οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρο τον κόσμο. Απέκτησε βιομηχανίες, ήταν παραγωγική, ήταν εξαγωγική και κατά συνέπεια το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε κατακόρυφα για ολόκληρη την κοινωνία.
Από τη μεταπολίτευση και μετά στραφήκαμε στον κρατισμό. Το μέγεθος του κράτους γιγαντώθηκε και μαζί του τα ελλείμματα, οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία, ο δημόσιος τομέας, η φορολογία, και η γραφειοκρατία μας στέρησαν το δυναμισμό που χαρακτήριζε την οικονομία μας κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Οικονομικού Θαύματος. Για να γίνει αντιληπτό το πόσο μας στοίχησε αυτή η μεταστροφή πρέπει να συγκριθούμε με τις χώρες εκείνες που τη δεκαετία του 70 ήμασταν περίπου στο ίδιο επίπεδο σε ότι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η Ελλάδα εκείνα τα χρόνια είχε αντίστοιχο φτάσει στο επίπεδο να διαθέτει βιοτικό επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο χώρων όπως η Ιρλανδία, το Χονγκ Κονγκ, το Ισραήλ και η Ισπανία. Διόλου άσχημα δηλαδή. Αν περιέγραφε κανείς την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα σε τίτλους σε έναν ανεξάρτητο παρατηρητή, η έναρξη της μεταπολίτευσης θα σηματοδοτούσε ενδεχομένως το καλύτερο και πιο αναπτυξιακό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας. Χτίσαμε μια ισχυρή φιλελεύθερη δημοκρατία, επανήλθαμε στο ΝΑΤΟ, μπήκαμε στην ΕΟΚ, στον ΟΟΣΑ, και την ευρωζώνη. Η χώρα θωρακίστηκε από όλους τους κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, που για 150 χρόνια την απειλούσαν και της δημιουργούσαν συνεχείς περιπέτειες, μπήκε στην κοινή αγορά και δέχθηκε τεράστια ποσά για να συγκλίνει με τις πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης.
Η εξέλιξη όμως, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, δεν ήταν η αναμενόμενη. Πενήντα χρόνια μετά και χώρες όπως η Σιγκαπούρη και η Ιρλανδία έχουν υπερδιπλάσσιο εισόδημα σε σχέση με μας. Παράλληλα χώρες όπως η Ισπανία, που μπήκε κάποια χρόνια μετά από εμάς στα γκρουπ των ισχυρών και βασανίστηκε από τη δική της δικτατορία και τις εσωτερικές διαμάχες, ή το Ισραήλ που όλοι γνωρίζουμε τις απίθανες γεωπολιτικές προκλήσεις και τη μόνιμη πολεμική απειλή που αντιμετωπίζει, κατόρθωσαν μετά και από τα δικά μας μνημόνια να ξεφύγουν κατά περίπου 30% προς τα πάνω σε σχέση με τη χώρα μας.
Βασικό συστατικό αυτής της απροσδόκητα αντιπαραγωγικής πορείας είναι σίγουρα το κρατικιστικό οικονομικό μοντέλο που ακολουθήσαμε. Όλες οι χώρες του σημερινού παραδείγματος υιοθέτησαν και δημιούργησαν οικονομικά μοντέλα που επέτρεψαν στους πολίτες τους να είναι περισσότερο παραγωγικοί από τους δικούς μας. Με άλλα λόγια, πέτυχαν καλύτερη βαθμολογία στο Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας.
Όμως, υπάρχουν και άλλες χώρες που υιοθέτησαν τον κρατισμό και επίσης τα πήγαν καλύτερα από εμάς σε αυτή την περίοδο. Πώς εξηγείται άραγε αυτό; Η αλήθεια είναι ότι και ο κρατισμός που εφαρμόσαμε, όπως τόνισε και ο καθηγητής οικονομικών Χάρης Βλάδος σε μία συζήτηση που συμμετείχαμε από κοινού χθες, ήταν εν τέλει αντιπαραγωγικός. Αντί να χτίσουμε υποδομές, ένα σοβαρό κράτος πρόνοιας, και ένα ισχυρό κράτος δικαίου, φτιάξαμε ένα κράτος που αποδεδειγμένα δεν ικανοποιεί αποτελεσματικά τις ανάγκες των χρηματοδοτών του.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία επιδέχονται διαφορετικών ερμηνειών, αφηγήσεων και συμπερασμάτων. Αυτό που όμως πρέπει να καταστεί σαφές προς πάσα πολιτική κατεύθυνση είναι ότι οι μεσοβέζικες λύσεις και η συνεχής αποφυγή των δομικών αλλαγών στη δικαιοσύνη, τη φορολογική πολιτική, και το ρυθμιστικό περιβάλλον μπορεί να έχουν μικρό κόστος βραχυπρόθεσμα αλλά σε βάθος χρόνου προκαλούν μεγάλη ζημιά η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή της ανεργίας, της φτώχειας, της μετανάστευσης και της απόγνωσης.
Οι συνήθεις ύποπτοι που φταίνε για όλα τα δεινά μας, οι “ξένοι”, στην προκειμένη περίπτωση φταίνε που δεν ακολούθησαν το δρόμο που χάραξε η μεταπολιτευτική Ελλάδα. Μας άφησαν πίσω τους και πλέον μας υπενθυμίζουν τις χαμένες ευκαιρίες που είχαμε όσο κρατούσε το “μεγάλο πάρτι” των προηγούμενων δεκαετιών.