Μετά από την ανακοίνωση των φοροελαφρύνσεων της περασμένης εβδομάδας αλλά και τη δέσμευση του πρωθυπουργού σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησής του να επιστρέψει στη μεσαία τάξη όλα όσα της πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ, αναθερμαίνεται η συζήτηση σχετικά με το φορολογικό μοντέλο της χώρας μας.
Άλλωστε, η συζήτηση αυτή πηγαίνει χέρι-χέρι και με την ευρύτερη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο που θέλουμε να αποκτήσει η χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων προέρχεται από την έμμεση φορολογία (κυρίως φόροι πάνω στην κατανάλωση) και τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και επαγγελματιών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο αυτές μορφές φορολογίας αποτελούν περίπου το 70% των κρατικών εισπράξεων με έτος αναφοράς την τελευταία «κανονική» χρονιά πριν την πανδημία, δηλαδή το 2019. Αυτό σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν αυτούς τους δύο φόρους ενδέχεται να έχουν πολύ μεγάλο δημοσιονομικό αντίκτυπο ενώ αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τους υπόλοιπους φόρους έχουν σημαντικά μικρότερο.
Η βαρύτητα των φόρων στην κατανάλωση και την εργασία στον κρατικό προϋπολογισμό, σε συνδυασμό με τους υψηλούς συντελεστές που τους χαρακτηρίζουν, σημαίνει ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θελήσει να κάνει τη χώρα μας πιο ανταγωνιστική οφείλει πρώτα να διασφαλίσει ότι οι όποιες αλλαγές δεν θα εκτροχιάσουν δημοσιονομικά τη χώρα.
Για το λόγο αυτό και στις δύο περιπτώσεις ο μεγάλος εχθρός είναι η παραοικονομία που με τη φοροδιαφυγή στο λιανεμπόριο και τη μαύρη εργασία, επιβαρύνει σημαντικά όλους τους νομοταγείς πολίτες - φορολογουμένους αυξάνοντας το φορολογικό τους βάρος. Φυσικά, τις υποσχέσεις για πάταξη της παραοικονομίας έχουμε ακούσει από όλους τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας τα τελευταία 40 - τουλάχιστον - χρόνια χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Η λογική λέει, λοιπόν, ότι σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ και τις ασφαλιστικές εισφορές μάλλον θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι για το προσεχές μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους φόρους η κυβέρνηση έχει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία την οποία και πρέπει να χρησιμοποιήσει όταν με το καλό επανέλθει η χώρα στη νέα κανονικότητα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη.
Φόροι που επιβλήθηκαν έκτακτα μέσα στα χρόνια των μνημονίων, όπως ο ΕΝΦΙΑ και οι προκαταβολές, πρέπει στην πρώτη ευκαιρία να καταργηθούν. Η ζημιά που κάνουν είναι μεγάλη στην ανάπτυξη και τα έσοδα που φέρνουν είναι πολύ μικρά. Στη φορολογία των εισοδημάτων υπάρχει σαφές περιθώριο για εξορθολογισμό της προοδευτικότητας των συντελεστών αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (εφόσον φυσικά αυτή συνεπάγεται και με μείωση των φορολογικών συντελεστών).
Οι παραπάνω ιδέες είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ περισσότερες από αυτές που θα δούμε στην πράξη. Η κυβέρνηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη φορολογική πολιτική, ουδέποτε υποσχέθηκε ριζική αλλαγή του φορολογικού συστήματος αλλά αντίθετα, ακόμα και κατά την προεκλογική περίοδο που συνήθως οι υποσχέσεις δεσμεύονται λιγότερο από την πραγματικότητα, η ΝΔ μιλούσε και συνεχίζει να μιλά για οριακές βελτιώσεις που θα δώσουν ανάσα στη μεσαία τάξη.
Το αν αυτή η προσέγγιση αρκεί ώστε η χώρα μας να αναπτυχθεί ταχύτατα, προσελκύοντας νέες επενδύσεις που θα δώσουν στους πολίτες της τη δυνατότητα να προκόψουν όντας παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί, θα φανεί στην πορεία.
Προσωπικά δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για τις δυνατότητες του παρόντος φορολογικού συστήματος να μας οδηγήσει σε κάτι τέτοιο, ακόμα και αν κάποιοι φορολογικοί συντελεστές μειωθούν ακόμα περισσότερο. Αντίθετα, είμαι πεπεισμένος πως η χώρα μας χρειάζεται μία εκ βάθρων αλλαγή φορολογικής πολιτικής στα πρότυπα της πρότασης της Μιράντας Ξαφά - ΚΕΦΙΜ (flat tax 20%) ή σύμφωνα με την εμπειρία χωρών που κατάφεραν μειώνοντας τη φορολογία τους να αντλήσουν περισσότερα έσοδα για το κράτος (π.χ. Γεωργία).