Θα συγκλίνουμε ποτέ με την Ευρώπη;
Shutterstock
Shutterstock

Θα συγκλίνουμε ποτέ με την Ευρώπη;

Η επικείμενη αναθεώρηση προς τα κάτω την ερχόμενη εβδομάδα της κυβερνητικής πρόβλεψης για τη φετινή ανάπτυξη στην περιοχή του 2,5%, έναντι 2,9%, και ενώ η πλειονότητα των φορέων κινείται λίγο πάνω από το 2%, εγείρει κάποια ερωτήματα.

Η περίφημη σύγκλιση με την Ευρώπη, τώρα που έχουμε στα χέρια μας τα 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης ρυθμούς, πότε θα έρθει; Αρκεί ότι «τρέχουμε» με ρυθμό 2%-2,5%;

Τι θα συμβεί όταν θα τελειώσουν οι καλές εποχές και το Ταμείο Ανάκαμψης, όταν η δυναμική του ελληνικού «ελατηρίου» θα έχει εξαντληθεί;

Η σύγκλιση θα έρθει γύρω στο 2045, απαντά η Τράπεζα της Ελλάδος. Αρκεί για τα επόμενα 20 χρόνια να «κρατήσουμε» ένα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% υψηλότερο από της Ευρωζώνης.

Τα μοντέλα όμως της κεντρικής τράπεζας δείχνουν κάτι ακόμη. Δεν είναι το ύψος των κοινοτικών πόρων που κάνει τη διαφορά, αλλά το που καταλήγουν.

Τι είδους μεταρρυθμίσεις κάνουμε, αν τα χρήματα αυτά πηγαίνουν σε υψηλής προστιθέμενης αξίας επενδύσεις ή μόνο σε ακίνητα και κατασκευές. Ασφαλώς και θέλουμε νέες υποδομές, σίγουρα το στοκ του μηχανολογικού εξοπλισμού έχει παλιώσει, πρέπει να ανανεωθεί, αλλά δεν χρειαζόμαστε μόνο αυτά.

Η απάντηση στο ίδιο ερώτημα από τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα, είναι περίπου η ίδια. Σύγκλιση θα δούμε, εφόσον τα επόμενα πέντε χρόνια μέχρι το 2030, «τρέχουμε» με ρυθμούς ανάλογους με εκείνους των πρώτων ετών μετά την είσοδο στο ευρώ, (3,5% - 4,5%), έρθουν πολύ περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις και αυξηθεί η παραγωγικότητα.

«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σας πω κατά πόσο αυτό θα συμβεί στα επόμενα πέντε χρόνια», ανέφερε προχθές ο κ. Βέττας, παρουσιάζοντας την έκθεση του ιδρύματος για το πρώτο τρίμηνο.

Τα πράγματα στην ελληνική οικονομία πάνε καλά. Το περίφημο spread σταδιακά απαλείφεται, ο τουρισμός θα συνεχίσει να εισφέρει στο ΑΕΠ, οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι εξαιρετικές, το outlook positive (S&P), το ελληνικό 30ετές ανάρπαστο. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά και το Ταμείο Ανάκαμψης, η εικόνα είναι ενθαρρυντική.

Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και η άλλη εικόνα. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν πέρυσι μόνο κατά 4% όταν στον προϋπολογισμό του 2023 είχε εκτιμηθεί αύξηση κατά 15,5% και ενώ για φέτος η εκτίμηση μιλά επίσης για 15,1%. Ας το πούμε σε απόλυτα νούμερα, πέρυσι είχαμε επενδύσεις 30 δισ ευρώ σε ένα ΑΕΠ 220 δισ ευρώ.

Η συνταγή για την ανάπτυξη δεν άλλαξε παρά τις κρίσεις. Συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση των νοικοκυριών σε ποσοστό 88% (2023), όσο περίπου και πριν από μια 15ετία, προτού ξεσπάσει η μεγάλη κρίση. Στις επενδύσεις η απόκλιση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο παραμένει μεγάλη. Από 24% προ κρίσης, οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει περίπου στο 13,9% του ΑΕΠ. 

Το μερίδιό τους αυξήθηκε ελάχιστα το 2023 και εξακολουθεί να απέχει περισσότερες από οκτώ μονάδες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, το οποίο κινείται σταθερά στο 22%-22,5% του ΑΕΠ. Αν και μπορεί να μην μας αρέσει να το ακούμε, δεν είναι σίγουρο ότι έχουμε ξεπεράσει τελείως την αρνητική φήμη που αποκτήσαμε στα μνημόνια, του ανθρωποδιώκτη των επενδύσεων.

Αλλά για να μη παρεξηγηθούμε, η ελληνική οικονομία δεν είναι σε λάθος τροχιά, το αντίθετο, απλώς παραμένει μια «σαφώς καλύτερη εκδοχή αυτής που είχαμε προ κρίσης», όπως είπε ο κ. Βέττας.

Δεν θα οδηγηθούμε με άλλα λόγια σε συστηματική αύξηση των εισοδημάτων, στην πραγματική σύγκλιση, αν δεν αλλάξουν τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Τρία μνημόνια μετά, η συνταγή συνεχίζει να είναι το εμπόριο, ο τουρισμός, η εστίαση, με λίγη έως ελάχιστη συμμετοχή της βιομηχανίας.

Απάντηση στο ερώτημα «πώς και πότε θα δούμε ένα νέο εργοστάσιο στην Ελλάδα» δεν είμαστε σε θέση ακόμη να δώσουμε.

Ασφαλώς και το data center της Microsoft είναι καλοδεχούμενο, αλλά δεν παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα μας βάλουν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Τα προϊόντα των λιγοστών «ελληνικών πολυεθνικών», που διαπρέπουν στο πλανήτη και θεωρούνται κορυφαία στην κατηγορία τους ναι μεν έχουν αυξηθεί, αλλά είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Δεν είναι αυτά που δίνουν το τόνο στην ελληνική οικονομία. 

Εκτός και αν κάνουμε κάτι για αυτό. Μεταρρυθμίσεις, ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης, μείωση του κράτους, γρηγορότερη έκδοση αδειών, νικήσουμε την ανίκητη ελληνική γραφειοκρατία. Τρέξουμε με fast track στην πράξη τις όποιες επενδύσεις. Το ερώτημα δηλαδή είναι αν βάζουμε τις βάσεις για το άλμα. Τις βάζουμε, αλλά με αργό ρυθμό, απαιτείται ταχύτερος.

Έπειτα, είναι η συρρίκνωση της απασχόλησης που επιτείνεται από το δημογραφικό. Πλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν λένε μόνο ότι δυσκολεύονται να βρουν εξειδικευμένο προσωπικό, λένε ότι δεν βρίσκουν γενικά προσωπικό. Μελέτες δείχνουν ότι το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά 30% μέχρι το 2060, έναντι 10% της Ευρωζώνης. Η χώρα, χρειάζεται νέο αίμα, το ίδιο και οι επενδύσεις.

Σε τι θα στηριχθεί επομένως το 2,5% της φετινής ανάπτυξης; Ένα μέρος του θα προέλθει σίγουρα από επενδύσεις λόγω της ωρίμανσης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένα 45% των δανείων που έχουν συμβασιοποιηθεί θα εκταμιευθούν εφέτος, όπως έχει πει ο αναπληρωτής υπ. Εθνικής Οικονομίας, Νίκος Παπαθανάσης, γεγονός το οποίο σηματοδοτεί και την υλοποίηση των επενδύσεων που έχουν επίσης συμβασιοποιηθεί.

Επίσης, φέτος θα δούμε, όπως ο ίδιος έχει πει, να ξετυλίγεται το πιο μεγάλο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) των τελευταίων 14 ετών στα 12,2 δισ. ευρώ. Το ερώτημα βέβαια είναι σε τι είδους έργα θα κατευθυνθούν τα χρήματα αυτά, αν η πλειοψηφία θα αφορά καινοτομικές, τεχνολογικές, υψηλής προστιθέμενης αξίας επενδύσεις ή άλλες.

Από εκεί και πέρα, τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι για μια ακόμη χρονιά το στοίχημα θα κριθεί από την κατανάλωση, έστω σε μικρότερο βαθμό, των νοικοκυριών, ενώ αυτή του Δημοσίου, υπό την πίεση ενός υψηλότερου πλεονάσματος (2,1%) θα κινηθεί πολύ πιο «συγκρατημένα», όχι μόνο φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια. 

Αρκούν όλ’ αυτά για τη σύγκλιση; Είναι απλό. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, βρισκόμαστε στο 67% του μέσου ευρωπαϊκού όρου και επειδή η ανάπτυξη είναι εκθετική, με ένα μέσο ταχύτερο όρο ανάπτυξης 1,5% από τους υπόλοιπους, θα έχουμε ξεπεράσει το 100% μετά από μια εικοσαετία.

Αρκεί να κάνουμε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, να αλλάξουμε την αναπτυξιακή συνταγή και το κυριότερο να τα θέλουμε όλα αυτά ως κοινωνία, δηλαδή να μην επιτρέψουμε να επανέλθει η νοοτροπία που πριν από μερικά χρόνια μας οδήγησε στα βράχια.