Το περίφημο σκίτσο του Πίτερ Σταίνερ βγήκε από τη διάσταση του περιοδικού και τυπώθηκε σε κούπες, μπλουζάκια, ενώ το 1995 ενέπνευσε και θεατρικό έργο.
Γελοιογραφία του «New Yorker» πωλήθηκε σε δημοπρασία για 175.000 δολ. – Τιμή-ρεκόρ για μοναδικό σχέδιο

Γελοιογραφία του «New Yorker» πωλήθηκε σε δημοπρασία για 175.000 δολ. – Τιμή-ρεκόρ για μοναδικό σχέδιο

Το περίφημο σκίτσο του Πίτερ Σταίνερ βγήκε από τη διάσταση του περιοδικού και τυπώθηκε σε κούπες, μπλουζάκια, ενώ το 1995 ενέπνευσε και θεατρικό έργο.

Μεταφερόμαστε την 5η Ιουλίου 1993, μια δεκαετία πριν από το Facebook και 17 χρόνια πριν το Instagram. Φέρτε στο νου σας εκείνο τον μακρόσυρτο εκνευριστικό ήχο, όπου οι υπολογιστές επιχειρούσαν την πρόσβαση στο διαδίκτυο μέσω τηλεφώνου και η πιο γρήγορη μορφή επικοινωνίας ήταν το φαξ. Το iPhone, βεβαίως, δεν υπήρχε ούτε ως λάμψη στο βλέμμα του Steve Jobs.  

Κι όμως, ο σκιτσογράφος Πίτερ Στάινερ, στο τεύχος εκείνης της εβδομάδας του New Yorker, κατάφερε με άμεσο τρόπο να προφητέψει από τη σελίδα του περιοδικού, μια ασύλληπτη στις μέρες του αλήθεια. Σε αυτό, ένας σκύλος κάθεται σε μια καρέκλα γραφείου μπροστά στον υπολογιστή, και, κοιτώντας χαρούμενα έναν άλλο σκύλο, του εξηγεί πως «στο διαδίκτυο, κανείς δεν ξέρει ότι είσαι σκύλος».

Αυτό το σχέδιο, το οποίο έχει ξεπεράσει σε ανατυπώσεις - αναπαραγωγές οποιοδήποτε άλλο στην ιστορία του περιοδικού, αποδεικνύεται τόσο δημοφιλές που πρόσφατα πουλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου «Heritage Auctions» 175.000 δολάρια. Πρόκειται για την υψηλότερη τιμή που έπιασε ένα και μόνο σκίτσο.

Παρόλο που οι Times της Νέας Υόρκης έγραψαν ότι η συγκεκριμένη εικόνα «αιχμαλώτισε το πνεύμα του Διαδικτύου», ενώ ο ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς πλήρωσε 200 δολάρια προκειμένου να τη συμπεριλάβει στο βιβλίο του με τίτλο «The Road Ahead» (1995), ο 83χρονος δημιουργός αποκάλυψε ότι η πρόθεσή του «δεν είχε να κάνει καθόλου με το διαδίκτυο. Ήταν απλώς η αίσθησή μου ότι έτσι ξεφεύγω από τα συνήθη.

»Συνειδητοποίησα ότι το σκίτσο είναι αυτοβιογραφικό και ότι έχει να κάνει με το να είσαι απατεώνας ή να νιώθεις απατεώνας» ομολογεί ο δημιουργός κι εξηγεί: «Είχα πολλές διαδρομές στην επαγγελματική μου καριέρα και κάθε μία την ένιωθα σαν απάτη. Θέλω να πω, νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι έχουν αυτό το σύνδρομο, την αίσθηση ότι, ναι, τους έχω ξεγελάσει όλους: “Νομίζουν πως ξέρω τι κάνω και νομίζουν ότι είμαι καλός σε αυτό. Σήμερα το πρωί, λοιπόν, αυτό ήταν ένα είδος ενδιαφέρουσας διαφώτισης, παρότι αυτή προκύπτει τόσο αργά στο “παιχνίδι” της επαγγελματικής μου ζωής».

Παράδοξο να το ακούς αυτό από έναν επαγγελματία που έχει συνδέσει την υπογραφή του με το «New Yorker» σε περισσότερες από 400 γελοιογραφίες, αφήνω, δε, την παρουσία του σε έντυπα όπως το Saturday Review και το National Lampoon. Ο δημιουργός έχτισε μια επιτυχημένη καριέρα τόσο ως ζωγράφος όσο και ως συγγραφέας μυθιστορημάτων κατασκοπείας, αλλά την εικόνα του συνθέτουν πράγματα που δεν πέρασαν από τον απόλυτο έλεγχό του. Αρχικά, η γελοιογραφία δεν προκάλεσε καμία αίσθηση. Ωστόσο, με τα χρόνια έκανε τόσο βαθιά εντύπωση και γνώρισε τέτοια δημοτικότητα που βρήκε τον δρόμο της σε κούπες και μπλουζάκια, ενώ ενέπνευσε κι ένα θεατρικό έργο το 1995.

Απολαυστικά το θέτει ο συνάδελφος - συντάκτης του Στάινερ κι επί μακρόν επικεφαλής της διάσημης γελοιογραφικής στήλης του New Yorker, Ρόμπερτ Μάνκοφ: «ο Πίτερ έχει κάνει εκατοντάδες γελοιογραφίες — σχέδια αληθινά υπέροχα. Όπως ο κόσμος θυμάται μερικές μόνο από τις γελοιογραφίες μας, έτσι και οι δύο γνωρίζουμε πως τα σκίτσα αυτά θα μας συνοδεύουν στις νεκρολογίες μας». Στην πρόβλεψη αυτή απάντησε ο Στάινερ με χιούμορ: «Υποθέτω ότι μπορώ να ζήσω με αυτό ως επίλογο».